«Ελεος, έλεος… Μα ζητάω πολλά»…

«Ελεος, έλεος… Μα ζητάω πολλά»…

Κύριε διευθυντά

Η Ελληνική Δημοκρατία, της οποίας έχομεν την τιμήν να τυγχάνωμεν πολίτες, με ένα από τα πολλά πρόσωπά της, αυτό της εφορίας, (ΔΟΥ Ψυχικού), μου απέστειλε τρία ραβασάκια, εκφράζουσα την στοργή της προς εμέ, τον ελαχιστότατον και αναξιότατον των υπηκόων της, στα οποία, ούτε λίγο ούτε πολύ, μου αναγγέλλει ότι της οφείλω χίλια εξακόσια (1.600) και κάτι ευρώ, για συμπληρωματικές φορολογικές δηλώσεις των ετών 2012, 2013, 2014!

Ο κάτωθι υπογεγραμμένος, πλην του πενιχρού ιματισμού μου, της κάπως αξιοπρεπούς βιβλιοθήκης μου και της επισφαλούς υγείας μου, ουδέν άλλο περιουσιακόν στοιχείον διαθέτω. Ούτε ακίνητο ούτε αυτοκίνητο, ούτε κινητό ούτε ρίζες ελιές, ούτε εγχώριες ή εξωχώριες καταθέσεις (νόμιμες ή παράνομες), ούτε μασούρια λίρες κάτω από το στρώμα μου. Μοναδικό μου εισόδημα η σύνταξή μου, για την οποία εργάστηκα συνολικώς σαράντα επτά και πλέον έτη.

Η απαίτηση της εφορίας είναι εξωφρενική. Οι συμπληρωματικές φορολογικές δηλώσεις κατετέθησαν διότι το Δημόσιον μου κατέβαλε εκπροθέσμως (με καθυστέρηση κατ’ αρχήν δεκαεννέα μηνών και εν τέλει τριών ετών υπαιτιότητί του) τη σύνταξή μου. Γι’ αυτά τα αναδρομικά κατέβαλα τον οφειλόμενο φόρο και εθεώρησα ότι μπορώ πλέον να κοιμάμαι ήσυχος. Οποία αυταπάτη! Ολοι οι έρωτες είναι ως γνωστόν θνησιγενείς, όχι όμως ο έρως της εφορίας προς τους φορολογουμένους! Ερχεται τώρα και απαιτεί να ξαναπληρώσω, γιατί τώρα, λέει, έγινε η οριστική εκκαθάριση! Δεν φτάνει που μου τσεκούρωσε το ούτως ή άλλως τσεκουρωμένο εφάπαξ κατά 43%, δεν φτάνει που η σύνταξη διαρκώς φθίνει ως πάσχουσα εκ φυματιώσεως (κομίζω γλαύκα), δεν φτάνει που δεν με ρώτησε ποτέ πώς έζησα σχεδόν τρία έτη άνευ χρημάτων (ας είναι καλά δύο φίλοι που έβαλαν το χέρι βαθιά στην τσέπη), έρχεται τώρα το Δημόσιο, αυτό που υπηρέτησα επί είκοσι επτά συναπτά έτη, καταβάλλοντας ανελλιπώς όλες τις προβλεπόμενες εισφορές και κρατήσεις, και με το μεγάλο του χέρι απαιτεί να του επιστρέψω μέρος όσων κατά νόμον μου έχει καταβάλει με το μικρό του χέρι!

Πώς αντιδρά ένας λογικός και νομιμόφρων άνθρωπος απέναντι σε αυτόν τον ανάλγητο, καταναγκαστικό παραλογισμό; Ας κρίνουν, κ. διευθυντά, οι αναγνώστες σας. Οσον δι’ εμέ, θεωρώ ωφέλιμον, απευθυνόμενος σε μη, όπως ελπίζω, νεκρές ψυχές, να τους υπενθυμίσω τον λόγο του ποιητού των αιώνων: «Αιδώ θέσθ’ ενί θυμώ». Κατ’ ελευθέραν απόδοσιν: «Λίγη τσίπα»!

ΥΓ.: Θεωρώ άηθες εκ μέρους μου να μην εξάρω το ήθος, την ευγένεια και το πνεύμα κατανοήσεως που επέδειξαν εις εμέ η διευθύντρια της ΔΟΥ Ψυχικού και η αρμοδία υπάλληλος. Με ιώβειον υπομονήν με ανέχθηκαν όση ώρα διεκτραγωδούσα τα παθήματά μου. Ομως, τι να κάνουν και αυτές. Μήπως είναι δικό τους το μαγαζί; Να είναι καλά, να εξυπηρετούν τον κόσμο με την ιδίαν –αξίαν επαίνου– ευσυνειδησίαν.

Χρηστος Τσαγκαριδης, Αθήνα

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή