Γλώσσα, «ιδίωμα» και η συμφωνία

Γλώσσα, «ιδίωμα» και η συμφωνία

Κύριε διευθυντά

Την Κυριακή 10/6 η εφημερίδα «Αυγή» δημοσίευσε σύντομο σημείωμά μου με απόσπασμα από ομιλία το 1959 στη Βουλή του τότε υπουργού Εξωτερικών της κυβέρνησης της ΕΡΕ και μετέπειτα αρχηγού της Ν.Δ. Ευάγγελου Αβέρωφ. Σ’ αυτήν ο Αβέρωφ αναφερόταν σε «μακεδονική γλώσσα» που ομιλείται στα Σκόπια και έχει «γραμματικήν και συντακτικόν», προσέθετε δε ότι θα ήταν αδιανόητο η Ελλάδα να απαιτήσει την κατάργησή της με αλλαγή του συντάγματος της γειτονικής χώρας. Και ερωτούσα αν οι επίγονοι του κ. Αβέρωφ θα τον καταγγείλουν ότι χρησιμοποιούσε τα επιχειρήματα των Σκοπίων (όπως έκαναν με τον Νίκο Κοτζιά, όταν ανέφερε πως η σημερινή κυβέρνηση «βρήκε» τη μακεδονική γλώσσα αναγνωρισμένη προ πολλού).  Στην απαντητική επιστολή του («Καθημερινή της Κυριακής» και «Αυγή της Κυριακής» 17/6), ο βουλευτής της Ν.Δ. κ. Τασούλας δεν αμφισβητεί το ότι ο Αβέρωφ έκανε τη δήλωση αυτή, εξηγεί όμως επί μακρόν πως αυτό έγινε στο πλαίσιο επιχειρηματολογίας που αποσκοπούσε στο να αρνηθεί την ύπαρξη μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα, πράγμα που ήταν και το επίμαχο ζήτημα τότε, καθώς το θέμα εγείρετο κατά καιρούς από τη γείτονα. Και καταλήγει πως το να αναζητούμε συνήγορο για τη σημερινή συμφωνία, την οποία χαρακτηρίζει «επιζήμια εθνικά και ιστορικά υποχώρηση», από την πραγματικότητα του 1959 είναι «τουλάχιστον μάταιο και διαστρεβλωτικό».

Πολύ φοβάμαι πως ο κ. Τασούλας «πετάει την μπάλα στην εξέδρα». Πράγματι, όπως προκύπτει και από το σχόλιό μου και το απόσπασμα της ομιλίας που παρέθεσα, ο Αβέρωφ προσπαθούσε να αρνηθεί την ύπαρξη μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα, διαχωρίζοντας αυτό που ονόμαζε «τοπικόν ιδίωμα» που ομιλείται σε «ωρισμένα χωρία» στην Ελλάδα από την επίσημη γλώσσα των Σκοπίων. Ειρήσθω εν παρόδω, ότι το «τοπικόν ιδίωμα» δεν ομιλούνταν στα «ελληνοβουλγαρικά κυρίως σύνορα», όπως ισχυρίζεται ο κ. Τασούλας, αλλά κυρίως σε περιοχές της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας και βέβαια δεν ήταν καθόλου άσχετο με την επίσημη μακεδονική των Σκοπίων. Εξάλλου, η γλώσσα αυτή εξακολουθεί να ομιλείται στις περιοχές αυτές και η χώρα μας έχει καταδικασθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επειδή παρεμποδίζει τη χρήση της. Ομως δεν έκρινα και δεν κρίνω σκόπιμο να επεκταθώ στο ζήτημα αυτό, καθ’ ότι πρόκειται για θέμα κυρίως εσωτερικό της Ελλάδας που σχετίζεται με τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ευρωπαϊκών συμβάσεων και η παρεμβολή του στις διμερείς μας σχέσεις με τη γείτονα δεν ενδείκνυται. Το ζητούμενο σήμερα δεν είναι αν ομιλείται ή όχι μακεδονική γλώσσα ή «ιδίωμα» στην ελληνική Μακεδονία, αλλά αν η αποδοχή από μέρους μας της επίσημης γλώσσας της γειτονικής μας χώρας ως μακεδονικής αποτελεί «επιζήμια εθνική υποχώρηση». Βεβαίως, θα συμφωνήσω ότι δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στο 1959 για να δεχτούμε το προφανές, ότι σήμερα στη γειτονική Βόρεια Μακεδονία υπάρχει επίσημη και διεθνώς αναγνωρισμένη μακεδονική γλώσσα, πως εμείς δεν διεκδικούμε τέτοια γλώσσα, αφού αντίθετα επαιρόμαστε για την ελληνικότητα της δικής μας Μακεδονίας και της ομιλούμενης σ’ αυτήν γλώσσας, και ότι άρα θα ήταν παράλογο να αρνηθούμε στους γείτονες το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού της σλαβικής γλώσσας τους. Ομως αφού το ζήτημα εγείρεται, χρήσιμο –και καθόλου «μάταιο και διαστρεβλωτικό»– είναι να υπενθυμίσουμε ότι κυβερνήσεις και ηγέτες του χώρου από τον οποίο προέρχεται σήμερα η αμφισβήτηση χρησιμοποιούσαν ή ανέχονταν εδώ και δεκαετίες τον όρο μακεδονική γλώσσα για την επίσημη γλώσσα των Σκοπίων. Εν προκειμένω, ο Αβέρωφ αναφέρθηκε στη «μακεδονική γλώσσα» επειδή στη σχετική συζήτηση στη Βουλή είχε επικριθεί η υπογραφείσα συμφωνία μεθοριακής επικοινωνίας πως αναγνώριζε έμμεσα τη γλώσσα αυτή. Πράγματι, το άρθρο 3 της συμφωνίας του 1959 προέβλεπε πως τα μεθοριακά δελτία που θα εξέδιδαν οι Αρχές των δύο χωρών θα συντάσσονταν στις επίσημες γλώσσες τους. Είναι φανερό πως η υπενθύμιση των γεγονότων αυτών καθιστά έωλο τον ισχυρισμό πως η αποδοχή της μακεδονικής γλώσσας από τη σημερινή κυβέρνηση αποτελεί «εθνικά επιζήμια υποχώρηση» (άλλοι από τον πολιτικό χώρο του κ. Τασούλα μιλούν και για «προδοσία»). Εκτός αν εννοούμε ότι η ύπαρξη και αναγνώριση μιας γλώσσας δεν σχετίζεται με την πραγματικότητα, αλλά με τη συγκυρία, οπότε η αναγνώριση της μακεδονικής γλώσσας το 1959 ήταν εθνικά υπερήφανη στάση, αλλά σήμερα αποτελεί εθνική μειοδοσία.

Σωτηρης Βαλντεν

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή