Το μεγάλο αλώνι της Αθήνας, οι δεήσεις, τα Κούλουμα και οι μαύρες παντιέρες

Το μεγάλο αλώνι της Αθήνας, οι δεήσεις, τα Κούλουμα και οι μαύρες παντιέρες

Κύριε διευθυντά

Από το φιλόξενο βήμα της «Κ» έγινε πρόσφατα [19.01.2019] αναφορά στο συμβολικό τοπίο του Ολυμπιείου (Στύλους Ολυμπίου Διός), στο οποίο είχαν εφαρμοστεί διαχρονικά ποικίλες χρήσεις. Συγκεκριμένα, πέραν του δεδομένου υψηλού αρχαιολογικού ενδιαφέροντος σημειώνεται ότι ο χώρος αυτός αποτέλεσε επί Tουρκοκρατίας το μεγάλο αλώνι της Αθήνας. Εκεί αλώνιζαν οι αγάδες τα γεννήματά τους και πλουτίζαν με τον ιδρώτα των υποδούλων. Ετσι λοιπόν –αφού το πλάτωμα είχε καθιερωθεί ως αγροτικό κέντρο– εκεί  ελάμβαναν χώρα και οι δεήσεις προς τον Θεό εν καιρώ επίμονης ανομβρίας. Σε αυτές συμμετείχαν όλες οι εθνοθρησκευτικές ομάδες της παλιάς Αθήνας, όπως οι Ελληνορθόδοξοι, οι Τουρκομουσουλμάνοι και οι συμπαθείς Αφροαθηναίοι (Αιθίοπες).

Ομως, υπάρχει μία ακόμα ανθρώπινη δραστηριότητα ταυτισμένη με το Ολυμπιείο («Κολώνες»), η οποία είναι βγαλμένη μέσα από τα σπλάγχνα της λαογραφίας και της ντόπιας παράδοσης, ενώ οι ρίζες της χάνονται στο βάθος των αιώνων. Πρόκειται για το πέρας του Καρνάβαλου και τα Κούλουμα. Ιδιαίτερα κατά τους οθωνικούς χρόνους οι λαϊκοί εορτασμοί της Καθαράς Δευτέρας ήταν έντονοι και είχαν ως γενικό σύνθημα – προσκλητήριο το γνωστό: «Μασκαράδες και Πολίται, στις Κολώνες να βρεθήτε!». Πολλοί σχολιαστές της εποχής δήλωναν πλέον μετά βεβαιότητος, ότι είχαμε γίνει εφάμιλλοι των Ευρωπαίων μασκαράδων και μπορούσαμε… να «κοιτάξουμε στα μάτια» τα μεγάλα Καρναβάλια της Γηραιάς Ηπείρου!

Τον Φεβρουάριο του 1844 οι αποκριάτικοι εορτασμοί είχαν ίσως φθάσει στο ζενίθ τους. Το μελάνι από τις υπογραφές στα προσχέδια του Συντάγματος ήταν νωπό. Ο Λαός αισιοδοξούσε αφού [νόμιζε ότι] είχε κερδίσει και κατοχυρώσει τις πολιτικές του ελευθερίες και προσδοκούσε πολλά, χωρίς να τον έχει κουράσει [ακόμα] η αναμονή… Μολαταύτα, ανάμεσα στις εκατοντάδες των ευθυμούντων που είχαν συρρεύσει στις Κολώνες –παρουσία του βασιλικού ζεύγους!–  υπήρχαν δύο ομάδες από ανθρώπους κατηφείς, οι οποίοι «δεν πίναν, δεν γλεντάγαν». «Εκεί ίσταντο δύο σημαίαι μελαναί»˙ η μια έγραφε «Οι ξενηλατούμενοι Μακεδόνες» και η άλλη «Οι αδικηθέντες Κρήτες». Το σκηνικό των «πανό» συμπλήρωναν σπαρακτικά αποσπάσματα από τον οικείο Ψαλμό του Δαυίδ, όπως: «Πώς άσωμεν την ωδήν Κυρίου επί γης αλλοτρίας;… Κολληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγι μου, εάν μη σου μνησθώ…».

Οπως ήταν λογικό, «η περιέργεια των θεατών και άλλων ήρχισε να στρέφεται εις τας σημαίας ταύτας, πολλοί τας εχαιρέτησαν  με δάκρυα και άλλοι με αγανάκτησιν κατά της μεγίστης αδικίας την οποίαν υπέφεραν οι Ηρωες Σουλιώται, Ηπειρώται, Θεσσαλοί, Μακεδόνες, Κρήτες, Χίοι, Σάμιοι και Κάσσιοι» (Γιάννης Βλαχογιάννης, Κούλουμα 1931). Υπενθυμίζεται ότι το 1844 η νεοσύστατη Ελλάδα περιοριζόταν προς βορράν, στον ηπειρωτικό κορμό της, από τη νοητή γραμμή Βόλος-Αρτα.

Δυστυχώς, παρά τα δικαιότατα και αυτονόητα αιτήματα των ειρηνικά διαμαρτυρομένων Μακεδόνων και Κρητών, σημειώθηκε άμεση «κρατική καταστολή» και απομακρύνθηκαν –με συνοπτικές διαδικασίες– τα «πανό» μαζί με τις μαύρες παντιέρες… Συγκεκριμένα, «φοβηθείσα η Αστυνομία, μήπως η λυπηρά αύτη σκηνή ερεθίση τον λαόν και ακολουθήση καμμιά ταραχή, εσήκωσε τας σημαίας ταύτας και τας αφήρεσεν από την θέαν του λαού…».

Βέβαια, ακόμα και η μικρή εδαφικά Κάσος η οποία κείται και μακράν, ακριβώς 103 χρόνια μετά την ειρηνική εκείνη διαδήλωση, κατάφερε να αγκαλιάσει τη «γαλάζια πατρίδα» της!

Ιωαννης Μιχαηλ Μιχαλακοπουλος, Κυψέλη

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή