Η σχέση κράτους – πολίτη και η ριζωμένη κουλτούρα ανυπακοής… γενικώς και ειδικώς

Η σχέση κράτους – πολίτη και η ριζωμένη κουλτούρα ανυπακοής… γενικώς και ειδικώς

Κύριε διευθυντά

Η διακυβέρνηση έχει να κάνει στο μεγαλύτερο βαθμό με την ικανότητα της εκάστοτε κυβέρνησης να δρομολογεί πολιτικές με τις οποίες, διαμέσου των δημοκρατικών θεσμών, επιχειρεί τον έλεγχο της εκάστοτε κοινωνίας. Μέσα από την άσκηση της ρυθμιστικής διακυβέρνησης η πολιτεία επιχειρεί διά της επιβολής των νόμων και των κυρώσεων να προσδιορίσει ή να επαναπροσδιορίσει την ανθρώπινη συμπεριφορά προς μια σχεδιασμένη κατεύθυνση που θα προσβλέπει στη γενικότερη εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας και στην άνοδο του επιπέδου ποιότητας ζωής των πολιτών.

Μέσα από την πλήρη απαγόρευση του καπνίσματος στη Βουλή, στα υπουργεία, στα σχολεία και στα δημόσια κτίρια γενικά, επιχειρείται να πειθαρχήσουν υπάλληλοι και επισκέπτες στην απλή εκδοχή της αποχής του καπνίσματος και στον σεβασμό της αξίας της ζωής.

Γιατί όμως η απλή αυτή εκδοχή επιβολής της τάξης είναι δύσκολο να εφαρμοστεί στη χώρα μας; Αρκούν οι κυρώσεις ως μέσο αποτροπής για την υλοποίηση των διατάξεων ενός νόμου;

Η απείθεια χαρακτηρίζει ώς ένα βαθμό τα μέλη της ελληνικής κοινωνίας, τα οποία έχουν εθιστεί στο να αποδέχονται μια επίπλαστη πραγματικότητα κατά την οποία απαγορευμένες πρακτικές, υπό το πρίσμα μιας καθολικής ανοχής, γίνονται καθημερινότητα. Π.χ. οδήγηση εκτός ορίων ταχύτητας, στάθμευση σε πεζοδρόμια ή σε ράμπες, χρήση του κινητού κατά την οδήγηση, ενοικίαση βραχυχρόνιας μίσθωσης κατοικιών κατά παράβαση των όρων που θέτει η νομοθεσία, επέκταση της ιδιωτικής κατοικίας κ.ά. αποτελούν ορισμένες μόνο πρακτικές οι οποίες, αν και ορίζονται διά νόμου ως απαγορευτικές και επισύρουν αυστηρές συνέπειες εφόσον διαπραχθούν, εντούτοις όλοι/ες εξακολουθούμε να τις ξεπερνούμε.

Ο εθισμός στην ανυπακοή σε διατάξεις που ρυθμίζουν τη συλλογικότητα κατά τρόπο που επηρεάζει «δυσμενώς» τον αυτοπροσδιορισμό της ατομικότητάς μας μπορεί να προέρχεται από: α) κάλυψη από το ίδιο το σύστημα ή συγκάλυψη λόγω γνωριμιών, β) συντεχνιακές πρακτικές (π.χ. κάπνισμα ιατρών σε νοσοκομειακό κτίριο), γ) ελαστικότητα κατά την εφαρμογή της σχετικής διάταξης, δ) πρόβλεψη υπερβολικών στόχων (π.χ. χαμηλό όριο ταχύτητας σε ευθεία εθνική οδό, «μηδέν» καπνιστές κ.ά.), ε) πρόβλεψη υπερβολικών κυρώσεων δυσανάλογων σε σχέση με την παράβαση (έλλειψη αναλογικότητας στη ρύθμιση), στ) διατάξεις που αποτελούν μεταφορά (μετάφραση) του ευρωπαϊκού δικαίου χωρίς καμία προσαρμογή στα ελληνικά δεδομένα, ζ) ελλιπής εφαρμογή των διατάξεων από την ίδια την πολιτεία (π.χ. έλλειψη αστυνόμευσης λόγω έλλειψης πόρων), η) υπερφορολόγηση που δεν αντικατοπτρίζεται σε διευκόλυνση των πολιτών στην καθημερινότητά τους κ.ά.

Οταν οι ίδιες οι ρυθμιστικές διατάξεις είναι «καταπέλτης» θυμίζοντάς μας το «αστυνομικό» κράτος-νυχτοφύλακα που αυταρχικά (και επιλεκτικά) θα επιβάλει την τάξη για το καλό της κοινωνίας, τότε τα ίδια τα μέλη της κοινωνίας θα τις αντιμετωπίζουν με κυνικότητα δοκιμάζοντας την ικανότητα της δημόσιας διοίκησης να εφαρμόσει το δίκαιο και αναμένοντας τη μεταβολή της ρύθμισης ή την αναίρεσή της που συχνά δεν αργεί να έρθει. Η παραπάνω διαμορφωθείσα σχέση πολίτη – δημόσιας διοίκησης ενισχύεται κατά το μάλλον ή ήττον και από την επικράτηση μιας εικόνας της δημόσιας διοίκησης κατά την οποία η ίδια παραβιάζει τις διατάξεις που θεσπίζει. Π.χ. απεριποίητοι δημόσιοι χώροι, υπερχειλισμένοι κάδοι σκουπιδιών (συμβατικών αλλά κυρίως πλέον ανακύκλωσης), ελλιπής αστυνόμευση για την τήρηση της δημόσιας τάξης, έλλειψη ιατρικών ειδικοτήτων στα νοσοκομεία, πληρότητα στα δημόσια σχολεία και υπόδειξη στους γονείς για μετεγγραφή παιδιών σε σχολεία του όμορου δήμου κ.ά.

Τα παραπάνω σε βάθος χρόνου έχουν διαμορφώσει μια κουλτούρα και στάση απέναντι στις σχετικές αυστηρές ρυθμίσεις που εν πολλοίς συμπυκνώνεται στην υπεροχή του «εγώ» σε σχέση με το «εμείς», στην αποδοκιμασία της εκάστοτε διακυβέρνησης και στην έλλειψη σεβασμού απέναντι στο κράτος και στους λειτουργούς του από μεγάλη μερίδα πληθυσμού.

Οσο η ρυθμιστική διακυβέρνηση δεν θα είναι ποιοτική, συνεπής και με διάρκεια στον χρόνο, τόσο και η κοινωνία, που είναι ο καθρέπτης της εκάστοτε διακυβέρνησης, δεν θα εκφράζει την αγάπη της (κατά τον Αριστοτέλη), την εμπιστοσύνη της και την υποταγή της στους κανόνες, μιας και δεν θα έχει πεισθεί για τις αγαθές προθέσεις της υπέρ του κοινωνικού καλού.

Δρ Μαρια Ραμματα, Ανεξάρτητη εμπειρογνώμων δημόσιας διοίκησης (Phd Παν/μιο Σορβόννης, απόφοιτος της ΕΝΑ)

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή