Κύριε διευθυντά
Στην πολύ ενδιαφέρουσα επιστολή του («Καθημερινή» 27.12.2019) ο κ. Γεράσιμος Δώσσας αναφέρει ότι «αγνοώ» στο λεξικό μου τη λέξη ενσυναίσθηση. Δεν αγνοώ τη λέξη ενσυναίσθηση, τώρα πια (στην 5η έκδοση τού Λεξικού μου, 2019) που η λέξη καθιερώθηκε. Γράφω:
«ενσυναίσθηση (η) {-ης κ. -ήσεως | χωρ. πληθ.} ΨΥΧΟΛ. η ικανότητα κάποιου να κατανοεί την ψυχική κατάσταση ενός προσώπου σαν να βρίσκεται ο ίδιος στη θέση του: η ~ τού ψυχοθεραπευτή / εκπαιδευτικού / γονέα. [ΕΤΥΜ. Απόδ. τού αγγλ. empathy]»
Ερωτώμενος για τη λέξη, έχω γράψει στο «προσωποδίκτυό» μου (ΦΒ) τα εξής που νομίζω ότι έχουν ενδιαφέρον για το θέμα:
«empathy και ενσυναίσθηση
γερμ. Einfühlung > αγγλ. empathy > ελλην. ενσυναίσθηση
το αγγλ. empathy δεν είναι “η εμπάθεια”, όπως και το sympathy που έφτασε να σημαίνει στα Αγγλικά “συμπόνια, συλλυπητήρια”.
Ἐν ἀρχῇ ἦν το γερμανικό Einfühlung (από το ρήμα ein-fühlen “εν + αισθάνομαι”) που σήμαινε “μπαίνω μέσα στον άλλο και καταλαβαίνω πώς αισθάνεται”· σήμαινε την εν-αίσθηση.
Δανείστηκαν οι Αγγλοι την έννοια και την απέδωσαν (το 1908) ως em-pathy “κατανόηση για τον άλλο, σαν να πάσχω μέσα του κι εγώ” από τα ελληνικά ἐν + πάθος (πάσχω) κατά το πρότυπο τού sym-pathy (που είχαν δανεισθεί από πολύ παλιά, από το 1570) – όχι από το αρχαίο ελληνικό εμπάθεια που είχε άλλη σημασία.
Το αγγλ. empathy ή το γερμ. Einfühlung δεν μπορούν φυσικά να αποδοθούν με το ελληνικό εμπάθεια που σημαίνει ό,τι και το εμπαθής, από το οποίο και παράγεται (εμπάθεια = κακεντρέχεια, μισαλλοδοξία, πώρωση, μοχθηρία, φανατισμός, έχθρα). Εχει, λοιπόν, (ως ψυχολογικός όρος) αποδοθεί ως εν-συναίσθηση = η επιθυμία/προσπάθεια να έχεις συναίσθηση τής κατάστασης τού άλλου σαν να είσαι μέσα του. Λιγότερο “πομπώδες” –και περισσότερο εκφραστικό στην κυριολεξία του– θα ήταν, βέβαια, το απλό συν-αίσθηση (που όμως έχει αποκτήσει άλλη σημασία) και ακόμη πιο κοντά στο αρχικό θα ήταν ο νεολογισμός εν-αίσθηση».
Γ. Μπαμπινιωτης