Κύριε διευθυντά
Γιατί το δημοτικό τραγούδι θέλει τη γυναίκα «κοντούλα και γιομάτη», στον αντίποδα της σημερινής αισθητικής; Θα έλεγα, κοντούλα για να είναι ευκίνητη, σβέλτα και γιομάτη για να θερμαίνει το συζυγικό κρεβάτι. Η θεία μου, η Παναγιώτα, ήταν κοντούλα μεν, πετσί και κόκαλο δε, συνεπώς, διπλά ευκίνητη – σπίρτο μοναχό. Ενας θηλυκός Ναπολέων, αλλά με περισσότερο χιούμορ.
Κορίτσι ακόμη, υποδέχτηκε στο σπίτι τον εξάδελφό της καπετάν Περικλή (Γιώργο Χουλιάρα) και του έψησε «καφέ» (εντός εισαγωγικών, διότι επρόκειτο περισσότερο για καβουρντισμένα ρεβίθια παρά για καφέ, αλλά και η ζάχαρη ήταν δυσεύρετη – μιλάμε για Κατοχή. «Τι τη θέλετε αυτή την τσιλιβήθρα ανάμεσα στα πόδια σας;». Αστειεύτηκε ο καπετάνιος. «Αυτή η τσιλιβήθρα που βλέπεις», απάντησε ο μεγαλύτερος αδερφός, «κουμαντάρει πέντε άντρες και την κατάκοιτη μάνα μας».
Ο καπετάν Περικλής ήταν αυτός που με τον Αρη Βελουχιώτη, εδώ στα Καστέλλια, στον Μύλο του Γιατρού, «ανάπιασαν τα προζύμια» για τη δημιουργία του ΕΛΑΣ. Ο πατέρας μου τους είχε ανταμώσει να μπαίνουν στο χωριό, σουρούπωμα. Οταν επαναπατρίστηκε από την Πολωνία τον «ξενάγησα» –τρόπος του λέγειν– σε όλη τη Ρούμελη, όπου θυμήθηκε τα παλιά «…αλλά εδώ που πάμε να μη δείξουμε ταυτότητα, γιατί άλλοι θα με φιλήσουν και άλλοι θα με φτύσουν». Μετά την Αντίσταση ακολούθησε ο Εμφύλιος, δυστυχώς. Διεγράφη από το κόμμα, γιατί έβλεπε κάποια στραβά –κατά την αντίληψή του φυσικά– γιατί το κόμμα, ως γνωστόν, δεν κάνει ποτέ λάθος. Αλλά αυτά δεν «σώνονται». Ο δρόμος είναι «άσωτος», είναι ο τίτλος των απομνημονευμάτων του.
Η θεία μου η Παναγιώτα, λοιπόν, ήταν πρωτοπόρος και στα γράμματα. Οι αδερφές της, η μάνα μου, δηλαδή, και η Αγγέλω ήταν εντελώς αγράμματες, σαν μεγαλύτερες που ήταν έπρεπε να δουλέψουν στο σπίτι και στο χωράφι. Ασε που τα κορίτσια δεν ήτανε για γράμματα, αλλά για το σπίτι! Ιδού, η εμπειρία της από την πρώτη μέρα στο σχολείο.
«Οταν πήγα σχολείο, ο δάσκαλος στην προσευχή με έβαλε τελευταία στη γραμμή γιατί ήμουνα κοντούλα. Και τώρα, είπα, πώς θα κάνω τον σταυρό μου, με ποιο χέρι, που είχα αστοχήσει (αστοχάω = δεν βρίσκω τον στόχο, ξεχνάω), το βρήκα: θα κοιτάζω τον μπροστινό. Κοίταξα τον μπροστινό, έκανα τον σταυρό μου με το δεξί και είπα στην προσευχή μου σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, που με έκανες κοντή, γιατί αν ήμουνα ψηλή, πώς θα έβλεπα να κάνω τον σταυρό μου!».