Kύριε διευθυντά
Η εκάστοτε κυβέρνηση εκ των πραγμάτων είναι αναγκασμένη για το κάθε θέμα – πρόβλημα υγείας, δικαιοσύνης, παιδείας, φορολογίας, ανάπτυξης (τουρισμός, γεωργία, κτηνοτροφία, έργα κ.λπ.), μετά τις διαπιστώσεις, να προβαίνει σε προτάσεις διά ενεργειών, νόμων κ.λπ. Οι προτάσεις αυτές τελούν υπό τον έλεγχο της αντιπολίτευσης άμεσα και του λαού στη συνέχεια. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, σε κάθε πρόταση της κυβέρνησης, αναθέτουν σε επιτελικές κομματικές ομάδες, με τη μορφή του κατεπείγοντος, την εξεύρεση – διαπίστωση κατά κανόνα μόνο των αρνητικών σημείων. Αυτό βέβαια έχει διαχρονική μορφή. Λόγω των μεγάλων αδυναμιών της πατρίδας μας σε όλους τους τομείς, η διαπίστωση αρνητικών σημείων δεν είναι δύσκολη. Αυτό κάνει την εκάστοτε κυβέρνηση συγκρατημένη, άτολμη για θαρραλέες, απαραίτητες νομοθετικές πρωτοβουλίες. Θα πρέπει όμως τα κόμματα της αντιπολίτευσης, μαζί με τη διαπίστωση αρνητικών σημείων, να προβαίνουν και σε προτάσεις, έστω εν τινί μέτρω, τι προτείνουν να γίνει π.χ. για τα πανεπιστήμια, την αστυνόμευσή τους, την προστασία καθηγητών, κτιρίων (ντρέπεται κανείς για την άθλια εμφάνισή τους) κ.λπ. Δεν μπορεί η όποια επίλυσή τους να παραπέμπεται διαρκώς στη βασιλεία των ουρανών. Νομίζω ότι το ΚΙΝΑΛ τηρεί την πλέον υπεύθυνη θέση. Στα εθνικά θέματα, θέσεις της μορφής «μη έναρξη διερευνητικών με την Τουρκία», «μη προσφυγή στη Χάγη», «με τη Βόρεια Μακεδονία δεν λύσαμε κανένα πρόβλημα», όπως διατυπώθηκαν από τον κ. Σαμαρά («Καθημερινή», 24-1-2021), δεν αποτελούν προτάσεις για τη λύση προβλημάτων. Οσον αφορά τη Βόρεια Μακεδονία δεν θεωρώ ότι δεν λύθηκε κανένα πρόβλημα. Επίσης, στα κανάλια περισσεύουν οι διαπιστώσεις (και από ειδικούς), χωρίς να συνοδεύονται και από προτάσεις. Ταπεινά θεωρώ ότι θέσεις των κ. Σημίτη, Ντόρας Μπακογιάννη, Ευάγγελου Βενιζέλου (όπως αυτές κατά καιρούς έχουν δημοσιευτεί), καθώς και ενέργειες της παρούσας κυβέρνησης, βοηθούν στις διαδικασίες επίλυσης του εθνικού προβλήματος.