Προκαταλαμβάνω και προκαταβάλλω

Προκαταλαμβάνω και προκαταβάλλω

Κύριε διευθυντά 
Εκτεταμένη σύγχυση παρατηρείται όσον αφορά τη σημασία, και συνεπώς τη χρήση, των ρημάτων «προκαταλαμβάνω» και «προκαταβάλλω», ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο με τα αντίστοιχα παράγωγα ουσιαστικά τους, «προκατάληψη» και «προκαταβολή». «Προκαταλαμβάνω» σημαίνει επηρεάζω ή προσπαθώ να επηρεάσω τη διαμόρφωση της άποψης κάποιου. «Προκαταβάλλω» σημαίνει ολική ή μερική καταβολή του οφειλομένου ποσού της παροχής προ του χρόνου καταβολής. Είναι συνηθισμένη η προκαταβολή μέρους του τιμήματος κατά την παραγγελία αγοραζόμενου πράγματος προ της παραδόσεώς του, όπως και η καταβολή του μισθώματος κατά την έναρξη της πρώτης μηνιαίας μισθωτικής περιόδου, προκειμένου περί μισθώσεως ακινήτου. 

Ενα άλλο συνηθισμένο λάθος είναι η χρονική αύξηση σε σύνθετα ρήματα. Η αύξηση είναι μία και πρέπει να «τοποθετείται» πριν από τη ρίζα του ρήματος και μετά το πρώτο συνθετικό, που είναι συνήθως πρόθεση. Αν υπάρχουν περισσότερες από μία προθέσεις, η αύξηση τοποθετείται μία φορά μετά την τελευταία (δεύτερη) πρόθεση και πάλι πριν από τον ρηματικό τύπο. Λέμε και γράφουμε «κατέστησε» και όχι «εκατάστησε» ούτε «εκατέστησε». «Αντικατέστησε» και όχι «αντικατάστησε» ούτε «αντεκατέστησε», «ανταπεκρίθη», «παρακατέθεσε» κ.ο.κ. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή