Η Μαρία και ο Φραντς στον πόλεμο

Η Μαρία και ο Φραντς στον πόλεμο

Κύριε διευθυντά
Συνέβη στο χωριό, Αλωνάρη μήνα, τον κακό εκείνο τον καιρό. Δύο παλικάρια της Βέρμαχτ έκαναν κατάληψη στης Μαρίας την αυλή. Βγήκε η Μαρία στο μπαλκόνι και περίεργη καθώς ήταν από γεννησιμιού της, κατέβηκε τα σκαλοπάτια να δει από κοντά με τα ίδια της τα μάτια πόσο θηρία είναι αυτοί οι Γερμανοί.

Περίμενε να τρομάξει – δεν τρόμαξε. «Μπορεί, όμως, να μου ριχτούν – άντρες είναι», λόγιασε η Μαρία και κοίταξε το τσεκούρι. (Ηταν πέρυσι τον ίδιο, Αλωνάρη, μήνα, όταν η Μπραλιώτισσα στάθηκε με το τσεκούρι και πέτυχε κατάστηθα τον πιωμένο Γερμαναρά. Ηρθε ολόκληρος συντ/ρχης από την Αμφίκλεια –ανακρίσεις–, αθώα η Μπραλιώτισσα.)

Δεν χρειάστηκε τσεκούρι αυτή τη φορά. «Δεν θα είναι στα καλά του», αποφάνθηκε η Μαρία και είχε δίκιο. Ο Φραντς –έτσι τον έλεγαν– είχε βγάλει το κράνος και βάραγε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια. «Mein kopf, Mein kopf». Η Μαρία ξεθάρρεψε, πήγε κοντά, έβαλε την απαλάμη της στο κούτελό του – ζεματίστηκε. Κουβάλησε δροσερό νερό απ’ το πηγάδι και άδειασε τον κουβά στο κεφάλι του το «ξερό».

Ομως, η θεραπευτική αγωγή της Μαρίας δεν κράτησε πολύ, ειδοποιήθηκε η Αντίσταση, τους πήρανε στο κυνηγητό μέχρι κάτω στο στρατόπεδό τους, στον σιδ/κό σταθμό. Σαν τελείωσε ο πόλεμος, ο Φραντς, με τον πόνο στην καρδιά αυτή τη φορά, γύρισε στο χωριό και γύρεψε τη Μαρία. Βρήκε τη Μαρία παντρεμένη με δίδυμα. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή