«Φεύγω για το μέτωπο, τα παιδιά γυναίκα»

«Φεύγω για το μέτωπο, τα παιδιά γυναίκα»

Κύριε διευθυντά
Η μνήμη μου με γυρίζει, νοερά, πίσω 81 χρόνια, στη γενέτειρά μου, τα Πετράλωνα Ορεινής Ολυμπίας, όταν ήμουν μαθητής Α΄ τάξης του Δημοτικού Σχολείου και θυμάμαι έντονα την είδηση του πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδας, την 28η Οκτωβρίου 1940, που έφθασε αργά το βραδάκι στο χωριό μας, γιατί τότε η συγκοινωνία γινόταν με υποζύγια και η επικοινωνία με ένα παμπάλαιο τηλέφωνο, και προκάλεσε οργή, πανικό και φόβο στους συμπολίτες μου, κάποιοι από τους οποίους έτρεξαν και χτυπούσαν τις καμπάνες του χωριού μας.

Οι γονείς μου έλειπαν «στο σπαρτό» και εγώ με τον μεγαλύτερο αδελφό μου, τον Κώστα, φοβηθήκαμε και βγήκαμε στο μπαλκόνι του σπιτιού μας και κλαίγαμε, όταν ακούσαμε τη φωνή μιας γειτόνισσας να λέει, «μην κλαίτε, ρε, μην κλαίτε, έρχονται», εννοώντας τους γονείς μας που έφθασαν ύστερα από λίγη ώρα. Και σε μια συζήτησή τους άκουσα τον πατέρα μου να λέει σιγά στη μάνα μου, «γυναίκα αύριο φεύγω για το μέτωπο, να προσέχεις τα παιδιά». Επειτα από λίγο έφθασε και η μητέρα του πατέρα μου, η νόνα μου (γιαγιά μου), και τον αγκάλιασε κλαίγοντας, και έλεγε, με ένα παράπονο, τα δυο πρώτα παιδιά μου (Γιώργη και Βασίλη Σαλακά) από τα έξι, τα έδωσα για την πατρίδα στη Μ. Ασία, και τώρα της δίνω κι άλλα δύο (τον πατέρα μου Νίκο και τον αδελφό του Δημήτρη Σαλακά).

Την άλλη μέρα το πρωί, ενώ ο πατέρας μου με τον θείο μου Δημήτρη ετοιμάζονταν για το μέτωπο, εγώ και ο αδελφός μου πήγαμε σχολείο, αλλά φθάνοντας εκεί, είδαμε τον δάσκαλό μας, Χαρίλαο Παπαδόπουλο, να φοράει το κουστούμι του και να μας λέει, «παιδιά πάω και εγώ φαντάρος και το σχολείο θα κλείσει». Μετά τη δήλωση αυτή του δασκάλου μας, πήραμε τον δρόμο για το σπίτι «χαζεύοντας» τους νέους άνδρες που θα έφευγαν για φαντάροι και είχαν μαζευτεί απέναντι στο καφενείο του Φώτη να πίνουν και να γελάνε, ενώ πιο πέρα στο προαύλιο της Εκκλησίας, της Παναγιάς, είχαν μαζευτεί οι μανάδες, αδελφές και γυναίκες τους και έκλαιγαν. Φθάνοντας σπίτι βρήκαμε τον πατέρα μας να μας περιμένει για «να μας αποχαιρετήσει» και, αφού μας αγκάλιασε και μας φίλησε, έφυγε να ανταμώσει τους άλλους, που τον περίμεναν να φύγουν για τη Νέα Φιγαλεία, όλοι μαζί, πεζή, για το μέτωπο, και η μάνα μου έφυγε με τη νόνα μου, να πάνε στην Παναγιά, να τους αποχαιρετήσουν με την ευχή «καλή τύχη». Αυτές οι αναμνήσεις έχουν αποτυπωθεί στη μνήμη μου ανεξίτηλα και κάθε 28η Οκτωβρίου περνούν, δίκην κινηματογραφικής ταινίας, από τη σκέψη μου. Δεν εξαλείφονται. Η δημοσίευση του σημειώματος αυτού στην αγαπητή «Καθημερινή» αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, ένα οιονεί μνημόσυνο στη μνήμη όλων των Ελλήνων, που με τους αγώνες τους έγραψαν το αλβανικό Επος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή