Κύριε διευθυντά
Πέρασαν ημέρες από τότε που διάβασα το σχόλιο του κ. Τάκη Θεοδωρόπουλου με τον τίτλο «Ποια Ελληνικά θέλουμε να μιλάμε;» και ακόμη με προβληματίζει η θέση του ότι: «Σημασία δεν έχουν οι κανόνες. Σημασία έχει το γλωσσικό αίσθημα. Το ζητούμενο δεν είναι τα “σωστά ελληνικά”. Το ζητούμενο είναι τα “ζωντανά ελληνικά”».
Σκέφτομαι ότι σίγουρα ένας Καβάφης δικαιούται και μπορεί να μιλάει ζωντανά ελληνικά και τέτοια είναι όταν γράφει «επέστρεφε συχνά και παίρνε με…» αλλά, αναρωτιέμαι πόσο ζωντανά είναι τα ελληνικά πολλών που λένε «επέστρεφέ το», «επέλεγέ το» κ.λπ.
Γενικώς, τόσο τα σωστά, όσο και τα ζωντανά ομιλούνται από όλο και λιγότερους. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο με τα ελληνικά, αλλά σίγουρα και με τα αγγλικά και, υποθέτω, με όλες τις γλώσσες. Και εγώ εντοπίζω απίθανα λάθη, πιστέψτε με, ακόμη και στους The New York Times!
Αισθάνομαι ότι η γνώση μιας γλώσσας γίνεται όλο και περισσότερο αντικείμενο για ειδικούς, όπως, π.χ., η νομική για τους νομικούς. Σωστά θα μιλούν οι φιλόλογοι, ζωντανά οι συγγραφείς και οι ποιητές, και περισσότερο ή λιγότερο «μεικτά» οι επαγγελματίες γραφιάδες, ενώ οι υπόλοιποι θα συνεννοούμαστε όλο και πιο δύσκολα. Οι ανάγκες (και) για γνώσεις πολλαπλασιάζονται με τέτοια ταχύτητα που δεν μένει χρόνος, ειδικότερα στους νέους, για να σκεφτούν καν να είναι τελειομανείς, ούτε, έστω, στον τομέα της εξειδίκευσής τους.
Αυτό μου θύμισε το σοφό ανέκδοτο: «Ειδικός» είναι αυτός που γνωρίζει πολλά για λίγα. Με τον καιρό, μαθαίνει όλο και περισσότερα για όλο και λιγότερα. Τελικά, γνωρίζει τα πάντα για «το τίποτε». Σε αντίθεση, ο «γενικός» γνωρίζει λίγα για πολλά. Με τον καιρό, μαθαίνει όλο και λιγότερα για όλο και περισσότερα. Τελικά, γνωρίζει τίποτε για «τα πάντα».