Κύριε διευθυντά
Μετά τον απίστευτο διασυρμό της Ελληνικής Δικαιοσύνης από την «Ολική παραγραφή για το σκάνδαλο Siemens», κατά τον προσφυέστατο χαρακτηρισμό της ειδικής συντάκτριας της «Καθημερνής» κ. Ιωάννας Μάνδρου, όλοι –πλην των οργανωτών και των εκτελεστικών τους οργάνων– έχουμε γίνει Επιμηθείς (Επιμηθέας, κατά το λεξικό: «ο μη προνοητικός. Επί + μήδομαι, σκέπτομαι εκ των υστέρων), συμπεριλαμβανομένου του ανωτάτου εισαγγελικού λειτουργού της χώρας.
Στην πρώτη του παρέμβαση ο κ. Ισ. Ντογιάκος έδωσε εντολή (παραγγελία) να διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση για το ενδεχόμενο αξιόποινων πράξεων ή παραλείψεων, που συνετέλεσαν στην παραγραφή των αξιόποινων πράξεων του επίδικου σκανδάλου. Δηλαδή παραπομπή στις καλένδες των ποινικών διαδικασιών. Περί πειθαρχικού ελέγχου ουδείς λόγος, αλλά και από τον αρμόδιο υπουργό δεν έγινε αντιληπτή κάποια ενέργεια.
Οπως διάβασα επίσης σε σχετικό ρεπορτάζ της «Καθημερινής», σε νέα του παρέμβαση ο εισαγγελεύς του Α.Π. παραγγέλλει επιπροσθέτως τον υπ’ αυτόν εισαγγελέα «να ελέγξει αν και σε ποιο βαθμό συνετέλεσαν στην παραγραφή των αξιοποίνων πράξεων της εν λόγω υπόθεσης και οι επελθούσες, κατά καιρούς, νομοθετικές μεταβολές…». Η παραγγελία θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αναφέρεται σε υπερασπιστικό ισχυρισμό, ότι η παραγραφή επήλθε λόγω των νομοθετικών μεταβολών.
Πέραν τούτου, παραγγέλλεται δικαστικός λειτουργός, που αποκλειστική αρμοδιότητα και έργο έχει την αναζήτηση ευθυνών και άσκηση δίωξης για αξιόποινες πράξεις, να ερευνήσει αν υπάρχουν ποινικές (όχι βέβαια πολιτικές, ηθικές κ.λπ.) ευθύνες για νομοθετικές μεταβολές με αξιόποινο αποτέλεσμα! Δηλαδή η Δικαιοσύνη καλείται να ελέγξει τη νομοθετική λειτουργία;
Σημειωτέον, ότι, ως γνωστόν, σύμφωνα με το άρθρο 61 παρ. 1 του Συντάγματος, «1. Ο βουλευτής δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται με οποιονδήποτε τρόπο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε, κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων».
Τι γίνεται; Είναι ο γιαλός στραβός ή εμείς στραβά (πρόχειρα; ανεύθυνα;) αρμενίζουμε;