Κύριε διευθυντά
Γνωρίζοντας ότι ο τεχνικά και περιβαλλοντικά καλύτερος τρόπος για την αντιμετώπιση των ενεργειακών αναγκών ενός τόπου είναι η ευρύτερη δυνατή σύμπτωση παραγωγής – κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, είχα πάντα την απορία, για ποιον λόγο μπαίνουν τόσα γραφειοκρατικά ή και νομικά εμπόδια σε οικιακούς αυτοπαραγωγούς για πολύ μικρές μονάδες εξυπηρέτησης του σπιτιού τους. Οφείλεται μόνο στην περιβόητη ελληνική γραφειοκρατία ή και σε κάτι άλλο; Σημειώνω ότι στη Γερμανία και στην Ελβετία μπορεί ο καθένας να εγκαταστήσει ηλιακά πάνελ μέχρι 600 Wp στο μπαλκόνι, στην ταράτσα ή και στην πρόσοψη, χωρίς καμία διαδικασία έγκρισης, με μόνη υποχρέωση την ενημέρωση του τοπικού διαχειριστή ηλεκτρικού δικτύου η οποία γίνεται μέσω Internet.
Μια δεύτερη απορία ήταν γιατί, ενώ δίνονται κυβερνητικές μάχες υπέρ των μεγάλων ανεμογεννητριών, η ενέργεια που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές δεν χρεώνεται φθηνότερα (εφόσον στο κόστος παραγωγής υπεισέρχεται μόνον αυτό που ανταποκρίνεται στη συντήρηση και απόσβεση των εγκαταστάσεων – ο άνεμος και ο ήλιος είναι, ως γνωστόν, δωρεάν), αλλά πρέπει το κράτος να την επιδοτεί τώρα στη μεγάλη κρίση εξίσου όπως με τα ορυκτά καύσιμα, αυξάνοντας το δημόσιο χρέος.
Πριν καταφύγουμε σε θεωρίες συνωμοσίας, ας ψάξουμε λίγο τη Συνθήκη για τον Χάρτη Ενέργειας, ένα πολυμερές πλαίσιο υπογεγραμμένο από 55 χώρες, την Ευρωπαϊκή Ενωση και την Ευρατόμ, που είχε συνταχθεί το 1994 με σκοπό την εξασφάλιση της ενεργειακής επάρκειας μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης. Η συνθήκη, που ισχύει από το 1998, έλυσε στην αρχή κάποια προβλήματα προστατεύοντας –σε υπέρτατο βαθμό– τους επενδυτές ενέργειας, αλλά όταν τα δεδομένα άλλαξαν (κλιματική αλλαγή και τώρα εκβιασμοί Πούτιν) αποτελεί πλέον εμπόδιο για πολιτικές φιλικές προς το περιβάλλον και για φθηνότερο ρεύμα, ενώ άνοιξε την όρεξη σε μεγάλους ενεργειακούς παραγωγούς να διεκδικούν δικαστικά υπέρογκες αποζημιώσεις από τα κράτη. Καθώς κάποιες προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Ενωσης για επαναδιαπραγμάτευση δεν είχαν αποτέλεσμα, μερικές ευρωπαϊκές χώρες προχωρούν πιο τολμηρά. Αποσύρονται μονομερώς από τη συνθήκη με επιχείρημα την ασυμβατότητά της με τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα, ώστε να έχουν μεγαλύτερη ευχέρεια εθνικών πολιτικών: πρώτα η Ιταλία το 2016, στη συνέχεια η Ισπανία και η Ολλανδία και πριν από λίγες ημέρες η Γαλλία.
Εμείς τι κάνουμε; Μήπως θα ήταν σκόπιμο να εξετάσουμε αν συμφέρει περισσότερο τη χώρα ν’ ακολουθήσουμε;