Οταν πυρπόλησαν το χωριό μας

Κύριε διευθυντά
Επ’ ευκαιρία της εθνικής εορτής, μια αφήγηση – χρονικό της πυρπόλησης των χωριών της Δυτικής Φθιώτιδας από τους Γερμανούς, όπως το έζησε ένα εφτάχρονο παιδί. Μια ζωντανή μαρτυρία, του φίλου – συγχωριανού μου, Βασίλη Σταμοκώστα.

Η αφήγηση του Βασίλη, σε συμπυκνωμένη μορφή: «Γεννήθηκα στο χωριό Φτέρη Φθιώτιδας. Ημουνα εφτάχρονος τότε και, όπως και τα άλλα παιδιά της επαρχίας, έζησα τις τραγικές στιγμές της Κατοχής, σχεδόν σαν ενήλικας. Τα γεγονότα που περιγράφω, ήταν τα πιο σκληρά και απάνθρωπα που έζησε η περιοχή μας, αφού εκείνον τον Αύγουστο του ’44, οι Γερμανοί, μαζί με άλλα χωριά, έκαψαν και το δικό μας.

Οι καμπάνες του χωριού κάθε τρεις και λίγο χτυπούσαν. Οι πληροφορίες από προηγούμενα μαρτυρικά χωριά, που είχαν υποστεί ανείπωτες θηριωδίες, ήταν σαφείς ως προς το τι μας περίμενε. 

Αναστάτωση και απελπισία επικρατούσε σε όλους τους συγχωριανούς. Τι να πρωτοσώσει ο καθένας, τα υπάρχοντά του ή το τομάρι του; Τι να πρωτοπάρεις μαζί σου και πού να το πας; 

Στο διώροφο σπίτι μας μέναμε τρεις οικογένειες. Κάθε βράδυ, οι μεγάλοι είχαν την κοινή τους συνεδρία, στην οποία συμμετείχα κρυφακούγοντας. 

Το σχέδιο της οικογενειακής φυγής προέβλεπε: Ο παππούς με τρεις Ιταλούς αιχμάλωτους, που ζούσαν μαζί μας και τα ζωντανά, φοράδα, πουλάρια, αγελάδα, θα πήγαιναν στον κάμπο σε απόμερα σημεία για να μη δίνουν στόχο. Ολοι οι άλλοι, με τα μικρότερα οικόσιτα, θα μετακινούμαστε προς το βουνό. 

Τον πατέρα, από την πρώτη μέρα της γερμανικής προέλασης, τον είχε επιστρατεύσει το τοπικό ΕΑΜ για μεταγωγικό με τη μία φοράδα της οικογένειας. Η μάνα, έγκυος στον μικρότερο αδελφό μου, με πυρετό και πόνο στο συκώτι της, δηλώνει αδυναμία να έρθει μαζί μας στο βουνό: “Αν έρθνι κι μι βρουν και λυπ’θούν αυτό που ’χω στην κ’λιά μ’, καλά… αλλιώς ας μι σκουτώσ’νι”, ήταν το επιχείρημά της. 

Φεύγουμε. Η μάνα κλαίει. Στην πρώτη στάση μας, μια οικογένεια που διατηρούσε εκεί ένα τσαρδάκι, μας έδωσε ένα νταβά ν’ αρμέξουμε τη γίδα και να μοιραστούμε το λίγο γάλα της εμείς τα μικρά.

Εκεί, κάποιος νεοφερμένος από το χωριό θα μας φέρει το μαντάτο: οι Γερμανοί είχαν βάλει φωτιά και στο δικό μας σπίτι. Από το σπίτι έβγαινε ήδη καπνός, αλλά η στέγη του ήταν ακόμα στη θέση της. Η πρώτη σκέψη ήταν να τρέξουμε μήπως προλάβουμε και το σώσουμε. Πώς να πλησιάσεις όμως ένα ακατοίκητο γερμανοκρατούμενο χωριό; Διχογνωμία εκδηλώνεται μεταξύ των μελών της οικογένειας. Η μάνα, που εν τω μεταξύ είχε έρθει κοντά μας, σηκώνει το ανάστημά της. Εξωτερικεύοντας τα εσώψυχά της θα πει: “Ιγώ, του ουρφανό, παντρεύτ’κα του Μητράκη γι’ αυτό του έρμου του σπίτ’, κι τώρα θα τ’ αφήσου ν’ αποκαεί”; 

Η επιμονή της ενθαρρύνει όλη την οικογένεια. Επιστρέφουμε στο χωριό. Πάμε στο σπίτι, τι να ιδούμε; Η φωτιά είχε περικυκλώσει όλα τα δωμάτια. 
“Πλαλάτι να του προυλάβιτι”, μας λέει η γιαγιά Στυλιανή που τη βρήκαμε να μας περιμένει. Μια γενναία γυναίκα που με αγέρωχο τρόπο είχε αρνηθεί να εγκαταλείψει το χωριό και το δικό της σπίτι.

Τι να προλάβουμε; Μόνο ασφαλές μέρος ήταν το υπόγειο. Και τότε εκδηλώθηκε η σοφία εκείνης της γυναίκας: “Μαρή τι κάθιστι”, λέει. “Κρασί δεν έχιτι στου κατώι”; 

Βουτάει η θεια μου η Ρήνη έναν κουβά και μέσα από τους καπνούς κατεβαίνει κάτω, βγάζει τον πίρο απ’ το βαγένι κι αρχίζει να χύνει το κρασί στη φωτιά ολόγυρα. Από κοντά και οι υπόλοιποι. Σε δυο ώρες είχαμε σβήσει όλες τις εστίες της φωτιάς. Το σπίτι είχε σωθεί». 

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT