Κύριε διευθυντά
Τη θυμάμαι ολοζώντανη στη γωνίτσα της, πάντα στην ίδια θέση, να ασχολείται συνέχεια με κάτι. Να πλέκει να κεντάει, να μαντάρει, να καθαρίζει όσπρια ή πατάτες, να γυαλίζει τα μπρούντζα και κάπου κάπου να διαβάζει ψιθυριστά κάτι παμπάλαιες φυλλάδες με βίους αγίων. Με τα μαύρα τριμμένα αλλά πεντακάθαρα ρούχα της και τα μακριά κάτασπρα μαλλιά της, κρυμμένα συνήθως κάτω από το τσεμπέρι, να τα χτενίζει καμιά φορά κρυφά και ντροπαλά, και ήταν σαν να καμάρωνε λιγάκι. Η καλή μας η γιαγιά.
Που μας πρόσθετε κρυφά τις φτωχικές της δραχμούλες στο πενιχρό χαρτζιλίκι που μας έδινε ο πατέρας. Δύσκολα χρόνια τότε. Που έβαζε τα ζαρωμένα της χέρια στις απύθμενες τσέπες της και σαν θαυματοποιός έβγαζε πάντα κάτι για εμάς, μια καραμέλα, δυο καρύδια, μισό παξιμάδι. Και αν δεν έφτανε το ποσό για τον πολυπόθητο σπάνιο κινηματογράφο, το συμπλήρωνε χωρίς πολλές τσιριμόνιες. Που πλαστογραφούσε κρυφά την υπογραφή του πατέρα μας στο τετράδιο προόδου, που έστελναν από το σχολείο, όταν το χάλι των βαθμών μας δεν έπρεπε να το δει ο ίδιος. Που μας ετοίμαζε το φτωχό δεματάκι με το ψωμοτύρι για την ημερήσια σχολική εκδρομή μας και εκεί μέσα βρίσκαμε –ω του θαύματος!– και κάτι για τα έξτρα. Που μας έραβε υπομονετικά τα ρούχα μας όταν τα ξεσκίζαμε στους σκυλοκαβγάδες του δρόμου. Που μας αποσπούσε με τη βία από τη μάνα μας όταν αυτή ξέσπαγε πάνω μας, όταν η μέρα δεν τα έφερνε δεξιά. Η καλή μας η γιαγιά. Που μας ξεμάτιαζε με λαδάκι από το καντήλι, όταν τα μάτια μας έκλειναν από τεμπελιά. Που μας λιβάνιζε με το μικρό θυμιατήρι τις παραμονές των γιορτών, για να πάμε «καθαροί» στην εκκλησία. Που μας έφερνε τον μεγάλο αγιασμό μετά την τελετή των Θεοφανίων και μας έβαζε να τον πιούμε με το ζόρι. Που δεν έτρωγε το φρούτο της ή το γλυκό της (όταν είχαμε) για να το δώσει σ’ εμάς αργότερα. Που μας έλεγε τα ωραιότερα αληθινά… παραμύθια του κόσμου.
Που πούλησε χωρίς κανέναν δισταγμό, όταν χρειάστηκε, το μικρό χωραφάκι της στο χωριό, για να βοηθήσει και αυτή να συνεχίσουν τα παιδιά τις σπουδές τους. Που ορκίστηκε ψεύτικα, αυτή η τόσο θεοφοβούμενη, στο εικόνισμα της Παναγίας, πως δεν ήξερε πού βρισκόταν ο πατέρας μας και γιος της, ενώ εκείνος είχε προλάβει να κρυφτεί στο υπόγειο, όταν κάποιο πρωί της Κατοχής μπήκαν αιφνιδιαστικά οι Γερμανοί στο σπίτι μας και τον έψαχναν. Που θα έδινε και τη ζωή της ακόμη, αν της το ζητούσαμε. Η καλή μας η γιαγιά.
Ε, αυτή τη γιαγιά, τη γιαγιά όλων μας, την άφησε στη γωνίτσα της ο τριανταπεντάχρονος εγγονός της, για να προλάβει να σώσει από τις πλημμύρες το τρακτέρ του, που του ήταν πιο χρήσιμο… Η γιαγιά πνίγηκε.