Κύριε διευθυντά
Λυπάμαι ειλικρινά που αισθάνομαι την ανάγκη να επισημάνω ότι ο έγκριτος νομικός κ. Λέανδρος Ρακιντζής στο άρθρο του («Κ» 8.10.2023 – Αποχή και δικαιοσύνη) σχετικά με τη νέα παρ. 6 του άρθρου 187 Π.Κ. (με τον Ν. 4908/2022) υποπίπτει κατά την άποψή μου σε λογικό σφάλμα αναφέροντας: «Ειλικρινά δεν κατάλαβα τη νομιμότητα και τον σκοπό της αποφάσεως αυτής» –αναφέρεται στην κήρυξη στοχευμένης αποχής των δικηγόρων κατόπιν απόφασης της Ολομέλειας από τις δίκες πρώτου βαθμού στις οποίες υπάρχει κατηγορία για παράβαση του άρθρου 187 παρ. 6 Π.Κ.– «αφού το πρωτόδικο δικαστήριο μπορεί βάσει των κειμένων διατάξεων να αποφασίσει τη μη μετατροπή, τη μη αναστολή της ποινής και η έφεση να μην έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα».
Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή όμως το δικαστήριο δεν μπορεί να αποφασίσει για τη μη μετατροπή, μη αναστολή και το μη ανασταλτικό της εφέσεως, καθότι η παραπάνω διάταξη είναι δεσμευτική.
Σύμφωνα με τις προϊσχύουσες της παραπάνω ποινικές διατάξεις η μη μετατροπή της ποινής κ.λπ. ήταν δυνητική για το δικάσαν δικαστήριο, ενώ σύμφωνα με την ισχύουσα νέα διάταξη είναι υποχρεωτική.
Η διαφορά είναι εμφανής όσον αφορά τα αποτελέσματα της νέας διάταξης συγκριτικά με τις παλαιά ισχύουσες: μη δυνατότητα του δικαστηρίου να κρίνει διαφορετικά/ανάλογα με την περίσταση. Ολες οι ποινικές υποθέσεις δεν είναι ίδιες, όπως και δεν είναι (και δεν πρέπει να είναι) και οι σχετικές ποινικές αποφάσεις.
Οσον αφορά δε τον ισχυρισμό του ότι η νέα διάταξη «απηχεί το περί δικαίου αίσθημα και συμβάλλει στον περιορισμό της εγκληματικότητας», καλύτερο και επιτυχέστερο κατά τον συλλογισμό αυτό αποτέλεσμα θα είχε η πλήρης κατάργηση της μετατροπής, αναστολής κ.λπ. των ποινών, πράγμα στο οποίο είμαι σίγουρος ότι και ο ίδιος διαφωνεί.
Γόνιμος ο προβληματισμός του κ. Ρακιντζή αλλά εξίσου αν όχι περισσότερο δικαιολογημένες οι αντιδράσεις για την ισχύουσα διάταξη.