Κύριε διευθυντά
Το ενδιαφέρον άρθρο της κ. Γιώτας Συκκά για τον Καραγκιόζη («Κ», 20/11/2023) έφερε στη μνήμη μου παλιές ωραίες στιγμές που θα ήθελα να μοιραστώ και με τους συναναγνώστες της αγαπητής «Καθημερινής».
Αμέσως μετά την Κατοχή ονόματα μεγάλων καραγκιοζοπαικτών όπως οι Πατρινοί Μουρελάτος ή Μίμαρος, Γιάνναρος, Μακρής, Καλπουζάνης και αρκετοί άλλοι, που εμείς δεν προλάβαμε να δούμε, άφησαν εποχή και έγιναν θρύλος που φωλιάζει στη μνήμη πολλών που ζουν ακόμη. Ισως είναι σωστό αυτό που λέγεται, ότι η Πάτρα γέννησε τον Ελληνα Καραγκιόζη. Αλλά και πριν από την Κατοχή ανθούσε ο Καραγκιόζης στην Πάτρα. Τους παραπάνω διαδέχθηκαν οι Χαρίδημος και Σπαθάρης, που είχα την τύχη να γνωρίσω αργότερα στην Αθήνα.
Εμείς η μαρίδα που εκείνα τα χρόνια δεν είχε άλλη διασκέδαση, γίναμε επίδοξοι καραγκιοζοπαίχτες. Αγοράζαμε, όταν μπορούσαμε, κάτι περιοδικάκια με ιστορίες του Καραγκιόζη, φτιάχναμε κοπίδια βάζοντας μεγάλες πρόκες κάτω από τις βαριές ρόδες των τρένων που περνούσαν από την παραλία της Πάτρας και με αυτά κεντούσαμε, δηλαδή σκαλίζαμε και στη συνέχεια χρωματίζαμε τα κουτσούνια, δηλαδή τις φιγούρες του Καραγκιόζη, που ήταν από χαρτόνι και σπανιότατα από ζελατίνα. Στη συνέχεια τεντώναμε ένα παλιό λευκό σεντόνι, που κλέβαμε από το σπίτι, σε κάποιο σκοτεινό υπόγειο και να τη η παράσταση, έτοιμη. Με οκλαδόν κάτω στο χώμα οι θεατές, παιδομάνι, να αρχίσει η παράσταση. Εισιτήριο; Ενα μικροσκοπικό μπουκάλι λάδι ο καθένας για τα λυχνάρια (λέγαμε) πίσω από τον μπερντέ (και πόσες φορές δεν πήρε φωτιά εκείνος ο μπερντές;) και όποιος δεν είχε λάδι στο σπίτι έφερνε ένα αυγό ή δυο πατάτες ή ένα κομμάτι τυρί, ή κάτι τέλος πάντων…
Και άρχιζε η παράσταση απροσδιόριστης διάρκειας. Οταν βαριόμασταν και δεν είχαμε πολλούς θεατές, φωνάζαμε συναγερμός! ή αντάρτες! και όλοι όπου φύγει-φύγει. Οι καραγκιοζοπαίχτες προλάβαιναν και έπαιρναν για το σπίτι τους και ό,τι είχαν φέρει οι θεατές για εισιτήριο. Ωστόσο συνήθως η παράσταση εξελισσόταν με καζούρα, άφθονες καρπαζιές στους μικρότερους, σφυρίγματα, και άλλες πλάκες. Μερικοί από τους μεγαλύτερους φούντωναν και καμιά φουστανέλα όπως έλεγαν τότε τα βαριά τσιγάρα.
Ο Καραγκιόζης φούρναρης, γιατρός, δήμαρχος, γαμπρός, αντάρτης μερικά από τα έργα. Και ακόμα του Καραγκιόζη ο γάιδαρος, η νύφη κ.ά. Αλλά και εποποιίες όπως ο Μεγαλέξανδρος και το φίδι σε δύο συνήθως εκδοχές («έξελθε κατηραμένε όφι, διότι αν δεν έξελθε θα σε εξέλθω διά της ξιφολόγχης»), ο Κατσαντώνης, ο Αθανάσιος Διάκος (πρόβλημα εδώ η σούβλα), ο Καραγκιόζης αιχμάλωτος των Γερμανών (και κλάαααμα!), χωρίς καθόλου αισχρόλογα, ε; Κάποτε, αντί για τον Αθανάσιο Διάκο ψήσαμε μια δυσεύρετη τότε ρέγγα και όποιος πρόλαβε, έφαγε…
Και ιδού ο γνωστός θίασος: Καραγκιόζης, Αγλαΐα η σύζυγος, Κολλητήρης (ή Σπίθας), Μπιρικόκος (ή Πιτσικόκος), Κοπρίτης, τα παιδιά τους. Και ακόμα: Βεζίρης, βεζιροπούλα και μερικοί Αλβανοί στρατιώτες. Μπαρμπαγιώργος ο βλάχος, Βελιγκέκας ο άγριος, Χατζηαβάτης ο αφελής, υποκριτής και καρπαζοεισπράκτορας, Σταύρακας ο κουτσαβάκης, Αβραμίκος ο Εβραίος, Μορφονιός ο ωραίος, σιορ Διονύσιος ο κανταδόρος και μερικοί άλλοι κομπάρσοι ανάλογα με τις ανάγκες του έργου. Ο καθένας μας έπαιζε έναν ή και περισσότερους ρόλους. Συνωστισμός και σκοτωμός για το ποιος θα παίξει ποιον. Και πάνω από όλους και όλα δέσποζε ο Καραγκιόζης. Φαλακρός με μαύρα μεγάλα μάτια (= τουρκ. καραγκιόζ) και πυκνά φρύδια, ξυπόλυτος (διακρίνεται;) και με ένα μακρύ αρθρωτό χέρι, για να στρώνει καλά η καρπαζιά! Κωμικός, κεφάτος, καπάτσος, πανέξυπνος, πειραχτήρι, υποκριτής, μπατίρης και πάντα πεινασμένος.
Και έτσι περνούσαν γρήγορα οι ώρες, ιδίως κατά την απαγόρευση της κυκλοφορίας.
Ετσι γρήγορα πέρασαν και τα χρόνια. Δύσκολα εκείνα τα χρόνια, αλλά ωραία, γιατί ήμασταν ακόμη παιδιά…