Κύριε διευθυντά
Ο τραπεζικός τομέας κατέστη κατά τη μεταμνημονιακή περίοδο ολιγοπώλιο, γεγονός μάλιστα για το οποίο το ∆ΝΤ είχε εκφράσει τον προβληματισμό του, ειδικότερα για τις συνέπειες αυτού στις αντίστοιχες χρεώσεις προς πολίτες και επιχειρήσεις. Ο περιορισμένος ανταγωνισμός εξαιτίας της παρουσίας μικρού αριθμού παικτών εξανεμίστηκε στην πράξη αφού οι τράπεζες, όπως αποδείχθηκε, συντόνιζαν συστηματικά τις εμπορικές και τιμολογιακές τους πολιτικές εις βάρος της οικονομίας, των καταναλωτών αλλά και της αγοράς.
Τα πρόστιμα της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η οποία συγκέντρωσε εξόχως επιβαρυντικά στοιχεία, ήταν αμελητέα (περίπου 10 εκατ. ευρώ για εκάστη των συστημικών) σε σχέση με το όφελος που αυτές προσπορίστηκαν παρανόμως και σε καμία περίπτωση δεν έχουν αποτρεπτικό χαρακτήρα. Στην πράξη οι λίγες τράπεζες, συνεπικουρούμενες από την Ενωση Ελληνικών Τραπεζών στην οποία επίσης επιβλήθηκε πρόστιμο, έχουν συστήσει ένα καρτέλ με τεράστιο κόστος για την οικονομία και την κοινωνία. Το γεγονός ότι την ίδια στιγμή η ΑΑΔΕ αναγκάζει πολίτες και επιχειρήσεις να πραγματοποιούν το σύνολο των συναλλαγών τους –π.χ. το κατώφλι για πληρωμή σε μετρητά είναι πρωτοφανώς χαμηλό σε σχέση με τα ισχύοντα στην Ε.Ε.– μέσω αυτού το καρτέλ αυξάνει ακόμη περισσότερο τη ζημιά, χωρίς να αναμένονται στο εξής ιδιαίτερα αποτελέσματα στο πεδίο της φοροδιαφυγής. Η έλλειψη ανταγωνισμού, τόσο στον τραπεζικό τομέα όσο και γενικότερα, είναι από τα μεγαλύτερα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, το οποίο μάλιστα αισθάνεται, με τον πλέον οδυνηρό τρόπο, κάθε καταναλωτής στην τσέπη του. Αυτό δεν λύνεται με οπισθοδρομικές αγορανομικού τύπου παρεμβάσεις και με ποινές-χάδια, αλλά με ουσιαστική ενίσχυση του έργου της Επιτροπής Ανταγωνισμού αλλά και της βαρύτητας των προστίμων που αυτή επιβάλλει.