Κύριε διευθυντά
Γεννήθηκα στο ορεινό χωριό Μαλακάσι Καλαμπάκας το 1935. Στο τέλος Απριλίου 1947 όλη η περιοχή της ορεινής Καλαμπάκας είχε εκκενωθεί από τους αντάρτες του ΚΚΕ και παρέμεινε «ελεύθερη» μέχρι τον Σεπτέμβριο (1947). Στη γειτονική Νέα Κουτσούφλιανη εγκαταστάθηκε πάλι Σταθμός Χωροφυλακής και σε κάθε χωριό επιστρατεύθηκαν επιτόπου και οπλίσθηκαν αρκετοί άνδρες, προκειμένου να στελεχώσουν τις ομάδες ΜΑ∆ (Μονάδες Αποσπασμάτων ∆ιώξεως), που σκοπό είχαν την αυτασφάλεια της υπαίθρου. Τις τελευταίες ημέρες του Απριλίου (1947) ξαναείδαμε στο Μαλακάσι και τον πατέρα. Είχε περάσει τον προηγούμενο χειμώνα στα Τρίκαλα, μακριά από την οικογένειά του καταδιωκόμενος από το ΚΚΕ. Επανήλθε στο Μαλακάσι έχοντας μαζί του ένα μεγαλόσωμο μουλάρι, τον Μάρκο. Θα το χρησιμοποιούσε τους μήνες του καλοκαιριού για να σύρει κομμένους κορμούς πεύκων (κούτσουρα) από το δάσος, όπου είχε γίνει υλοτομία, στον πλησιέστερο δασικό αυτοκινητόδρομο, απ’ όπου θα φορτώνονταν σε αυτοκίνητα. Η υλοτομία γινόταν στην αρχή κάθε καλοκαιριού από την ΚΕ∆ (Κρατική Εκμετάλλευση ∆ασών). Μετά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Εθνικού Στρατού τον Απρίλιο του 1947, το ∆ασαρχείο Καλαμπάκας συνέχισε τις υλοτομίες σε διάφορες τοποθεσίες του ορεινού όγκου της περιοχής. Και η σχολική χρονιά 1946-1947 ήταν περιπετειώδης στο Μαλακάσι. Την έφερε εις πέρας μόνος του ο Μαλακασιώτης δάσκαλος Τάκης Καράσης. Αμέσως μετά το πέρας αυτής της σχολικής χρονιάς, ο πατέρας με πήρε μαζί του στο βουνό. Από το Μέτσοβο είχε βρει και δεύτερο μουλάρι, αρκετά πιο μικρό από τον Μάρκο. Η δουλειά μου ήταν να οδηγώ το μικρό μουλάρι, που έσερνε πίσω του το κούτσουρο, από το κατάλληλο μονοπάτι, ώσπου να καταλήξουμε στον πλησιέστερο δασικό αυτοκινητόδρομο. Τέτοιες διαδρομές κάναμε πολλές κάθε ημέρα, οδηγώντας ο πατέρας τον μεγαλόσωμο Μάρκο κι εγώ το «αβάπτιστο» μικρό μουλάρι στα μονοπάτια του δάσους, που λόγω της αποστολής των είχαν αποκτήσει και ειδικό όνομα. Τα λέγαμε σύρσες (από το σύρω). Κάθε μεσημέρι, άνθρωποι και ζώα διακόπταμε την εργασία για το γεύμα που ήταν λιτό, κυρίως από ανάγκη αλλά και για να μη μας προκαλέσει υπνηλία, επειδή υπήρχε και απογευματινό ωράριο εργασίας.
Σε κάθε διαδρομή, που δεν ξεπερνούσε τα πεντακόσια μέτρα, κρατούσα το μικρό μουλάρι από το καπίστρι (χαλινάρι) και προσπαθούσα να το πείσω ν’ ακολουθεί εκείνο τον βηματισμό μου, γιατί συχνά νευρίαζε και λοξοδρομούσε στην προσπάθειά του ν’ απαλλαγεί, όσο πιο γρήγορα γινόταν, από το βαρύ φορτίο που έσυρε πίσω του. Η ανυπακοή του αυτή, όμως, είχε δυσάρεστες συνέπειες, γιατί το κούτσουρο «εκτός πεπατημένης» κάπου σκάλωνε και το ζώο ήταν αδύνατο να συνεχίσει. Τότε εκνευριζόταν ακόμα περισσότερο, αγρίευε και εάν εγώ επέμενα να είμαι γαντζωμένος στο καπίστρι, συχνά βρισκόμουν στο χώμα με τα γόνατα ματωμένα. Οταν το βράδυ επιστρέφαμε στο σπίτι και μ’ έβλεπε η μάνα μου ταλαιπωρημένο, «έψελνε τον εξάψαλμο» στον πατέρα μου, που πάντα τελείωνε με την ίδια επωδό:
– Και στη φωτιά να τον στείλεις να πέσει, δεν θα σου πει όχι. Δεν τον λυπάσαι;
Ο πατέρας προσπερνούσε τις καθημερινές κατηγορίες της μάνας εν σιωπή και δίχως να νευριάζει και ν’ αντιμιλά, γιατί ήξερε ότι δεν εκτελούσα αγγαρεία, περνώντας την ημέρα μαζί του στο βουνό, αλλά αντιθέτως ένιωθα υπερήφανος. Η δουλειά ήταν κουραστική και τα σημάδια της κόπωσης ήταν εμφανή στο πρόσωπό μου κάθε βράδυ, αλλά και η ανταμοιβή της ταλαιπωρίας ήταν μεγάλη. Καβαλάρης πήγαινα στο βουνό το πρωί, καβαλάρης επέστρεφα το βράδυ! Και μάλιστα μπροστά από τον πατέρα μου!
*Καρδιοχειρουργός (απόμαχος)