Οι προσκυνητές, το χάνι, ο κόκορας και ο «ασεβής» – ανυπόμονος της νεανικής παρέας

Οι προσκυνητές, το χάνι, ο κόκορας και ο «ασεβής» – ανυπόμονος της νεανικής παρέας

Κύριε διευθυντά

Στις 23 Αυγούστου, πάνδημες οι κοινότητες Ρουμελιωτών, ντόπιων και παρεπιδημούντων, αξιωθήκαμε να εορτάσουμε και φέτος, τιμώντας τη μνήμη ( Κοίμηση) της Παναγίας Προυσιώτισσας. Ολοι, ιδιαιτέρως οι παλιότεροι, στα αυγουστιάτικα ανταμώματά μας, έχουμε να θυμηθούμε ή να διηγηθούμε κάτι από τα, κατά καιρούς, προσκυνήματά μας στην ομώνυμη μονή της Ευρυτανίας.

Ακολουθεί η δική μου ανάμνηση: ∆εκαετία του ’60. Πορεία, πεζή, μεγάλης νεανικής «αθηναϊκής» παρέας, προς το μοναστήρι. Πέντε-έξι χιλιόμετρα πριν φτάσουμε σ’ αυτό συναντάμε περίφημο χάνι – πανδοχείο της εποχής. Στη μέση του πουθενά, με αναμμένο το τζάκι χειμώνα -καλοκαίρι, η οικογένεια που ζει εκεί, πλήρως αυτάρκης σε ζωντανά, εφόδια και αγαθά, είναι πάντα παρούσα, πανέτοιμη για να υπηρετήσει τους οδοιπόρους-προσκυνητές στο «πήγαινε» και στο «έλα» τους, προς και από τη μονή.

Πάνω στον δρόμο σε μια πρόχειρη, ξύλινη πινακιδούλα διαβάζει κανείς ένα μήνυμα, περισσότερο χρήσιμο παρά διαφημιστικό: «Αν θέλετε να βρείτε το κοτόπουλό σας έτοιμο στο γυρισμό σας από το μοναστήρι, παραγγείλτε το τώρα».

Ακολουθώντας τις οδηγίες, πλησιάζουμε διερευνητικά το χάνι. Εκεί μας υποδέχεται εκπρόσωπος της οικογένειας, καταδεκτική, απέριττη, όλη δική μας, μεσόκοπη γαλανομάτα αφέντρα. Εδωσα εγώ, ως συντοπίτης, κάποια πρόχειρη γνωριμία, για να σπάσει ο πάγος και δεν αργήσαμε να καταλήξουμε στην παραγγελία μας: Κόκορα με πατάτες στη γάστρα. ∆ηλώσαμε τα στοιχεία που ενδιέφεραν την οικοδέσποινα, τον αριθμό των ατόμων της συντροφιάς μας, τις ιδιαίτερες προτιμήσεις μας, διαλέξαμε και το τραπέζι μας, ρωτήσαμε και για το διαθέσιμο κρασί και πάνω στο ξεπροβόδισμα, κάποιος από την παρέα κάνει την απονενοημένη, την αδιανόητη ερώτηση: «Και σε πόση ώρα θα είναι έτοιμος ο κόκορας;».

Να πηγαίνεις στον προορισμό σου πεζή, με τα βουνά και τα λαγκάδια ολόγυρά σου, με όλα τα κατοικίδια του αρχοντόσπιτου να μπλέκονται στα πόδια σου, να έχεις μόλις πριν από λίγο τελειώσει μια απολαυστική κουβεντούλα με μια ροδομάγουλη, αυθεντική αφέντρα, όπως την ονόμασα ήδη – στην πραγματικότητα ένα πολυεργαλείο οικιακής οικονομίας –, να έχεις, με άλλα λόγια, περάσει με τους καλύτερους όρους, ανέλπιστα, σε έναν άλλο χωροχρόνο, με απολύτως διακριτά τα ποσοτικά και ποιοτικά του στοιχεία και εσύ να εισάγεις, τόσο απρόσεχτα, συνθήκες και συνήθειες ενός άλλου, εισβάλλοντος κόσμου, άλλων αναγκών και άλλων ταχυτήτων, εκτοξεύοντας την ηλίθια ερώτηση: «Και σε πόση ώρα θα είναι έτοιμος ο κόκορας;».

Η απάντηση στην ερώτηση δεν άργησε να έρθει. Λίγο περισσότερο τσεκουράτη, απ’ όσο ίσως θα αντέχαμε, αλλά η μόνη που μας άξιζε. Τι να πρωτοθαυμάσεις σ’ αυτήν: την αυθεντικότητα, ή την ετοιμότητα της συνομιλήτριάς μας; «Τι να σας πω βρε παιδιά; Σε πόση ώρα να πω; Ο κόκορας περπατάει ακόμα… Πηγαίνετε στο καλό και εδώ είμαστε…».

Φύγαμε με σκυμμένο το κεφάλι, δαρμένοι και ευχαριστημένοι. Είχαμε παραδοθεί στην ακαταμάχητη και αδιαφιλονίκητη γαστρονομική, και όχι μόνον, κυριαρχία της αγέρωχης συνομιλήτριάς μας.

(Το παράπλευρο μήνυμα – δίδαγμα της διήγησής μου: σε αντίθεση με το συνηθισμένο, κατά κανόνα μέτριας ποιότητας φαγητό, που αυτό σε περιμένει πάντα κάπου έτοιμο, το εξαιρετικό, το απολαυστικό φαγητό πρέπει και αξίζει να το περιμένεις εσύ)…

Γιώργος Ι. Κωστούλας

Βούλα

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT