Κύριε διευθυντά
Κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών μου, τον Αύγουστο, στο ορεινό μικρό χωριό μου Σταυροδρόμι Γορτυνίας, έλαβαν χώρα δύο θλιβερά γεγονότα. Η κηδεία μιας πραγματικής αρχόντισσας, της Παναγιώτας και το μνημόσυνο μιας άλλης εξαίρετης νύφης του χωριού, της Λούλας, με διαφορά ολίγων ημερών. Και οι δύο αυτές υπάρξεις είχαν υπερβεί τα 90 χρόνια.
Η προσέλευση κόσμου ήταν εντυπωσιακή. Μεγάλο ποσοστό αυτού του κόσμου ήσαν νέοι άνθρωποι. Είχαν έρθει από μακράν συγγενείς, φίλοι και άλλοι και από εγγύς από τα γύρω χωριά, όπως γίνεται κατά τα ήθη και έθιμα κάθε τόπου.
Είναι γνωστή η παροιμία, που λέει ότι δεν υπάρχει χαρά χωρίς κλάμα και λύπη χωρίς γέλιο. Στα δύο παραπάνω λυπητερά γεγονότα το γέλιο είχε την ίδια αιτία: Τις ολόμαυρες φορεσιές πολλών ανθρώπων, που δεν είχαν συγγενική σχέση με τη θανούσα και τη μνημονευόμενη.
Αρκετοί άνθρωποι εκλαμβάνοντας την ολόμαυρη ενδυμασία ως ένδειξη στενής συγγένειας έλεγαν προς τους λόγω μόδας ολόμαυρα ντυμένους: «Ζωή σε λόγου σας. Να είστε καλά να τη θυμόσαστε! Τι σας ήταν η συχωρεμένη, γιαγιά, θεία…».
Αμήχανοι απαντούσαν οι μαυροντυμένοι: Οχι, όχι, απλά…
Ακούγοντας αυτά οι γνωρίζοντες παρακείμενοι δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν το γέλιο, παρά την προσπάθειά τους.
Απορεί κάθε λογικός άνθρωπος με την εξάπλωση αυτής της μόδας. Κατάμαυρη ενδυμασία μέσα στον καύσωνα!
Ανετράπησαν οι φυσικοί νόμοι που όριζαν μέχρι τώρα ότι τα λευκά και ανοιχτόχρωμα ρούχα είναι δροσερά το καλοκαίρι και πρέπει να τα φοράμε για να αντιμετωπίζουμε τον καύσωνα και να αποφεύγουμε την ηλίαση;
Και εδώ κόντρα στους φυσικούς νόμους; Και εδώ «κοπαδοποίηση»;