Κύριε διευθυντά
Το δημοσίευμα της «Καθημερινής» σχετικά με την ταυτότητα του Ομήρου δεν έτυχε να το διαβάσω. Η επιστολή όμως του κ. Γιάννη Κιουστελίδη που σχετίζεται μ’ αυτό, με τίτλο «Ο Ομηρος, η επική ποίηση, οι λυράρηδες της Κρήτης και οι τροβαδούροι των Βαλκανίων», με ευχαρίστησε και με συγκίνησε με το να υπεισέλθει στα διδακτικά μου εδάφη. Γι’ αυτό θα ήθελα να προσθέσω δυο λόγια, αλλά, μη έχοντας άλλον τρόπο να επικοινωνήσω μαζί του, «καταχρώμαι» τον πάντα φιλόξενο χώρο σας. Με αφορμή λοιπόν τη φράση του «έτσι έμαθα ότι η επική ποίηση δεν υπήρξε μόνο την εποχή του Ομήρου, αλλά και μέχρι πολύ πρόσφατα…», προσθέτω: Η επική ποίηση και γενικότερα η ελληνική λογοτεχνία αρχίζει με τα ομηρικά έπη. Ομως τα ομηρικά έπη δεν είναι η αρχή, αλλά το ώριμο στάδιο, η ώριμη κατάληξη μιας μακραίωνης προφορικής επικής παράδοσης, της οποίας οι ρίζες ανάγονται στα μυκηναϊκά χρόνια. Ηδη στα μυκηναϊκά χρόνια υπήρχαν επικά τραγούδια που θέμα τους είχαν τα κατορθώματα των θεών και των ηρώων. Τα τραγούδια εκείνα από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά μέσω της προφορικής παράδοσης φθάνουν ώς την εποχή του Ομήρου. Ετσι εξηγείται το γεγονός ότι ο ποιητής περιγράφει αντικείμενα που ποτέ του δεν είχε δει, γιατί ανήκαν σε παλαιότερη εποχή και φυσικά εμπεριέχονται σε στίχους που πλάστηκαν παλαιότερα. Οι πολυάριθμες άλλωστε στερεότυπες εκφράσεις ή φόρμουλες ή λογότυποι είναι ενδεικτικό προφορικής ποίησης. Αλλά και άφθονα στοιχεία (θεματικά, γλωσσικά κ.ά.) αντλεί από τα σύγχρονά του δημοτικά τραγούδια ποικίλης τοπικής και χρονικής προέλευσης. Αυτό λοιπόν το τεράστιο ποιητικό υλικό εδάμασε αριστοτεχνικά η μεγαλοφυΐα του Ομήρου και εδημιούργησε ως τέλειος ποιητικός αρχιτέκτων τα αθάνατα έπη του, θέτοντας φυσικά και τη δική του σφραγίδα. Πάμπολλα ομηρικά στοιχεία πέρασαν στα νεοελληνικά δημοτικά τραγούδια και φθάνουν, χωρίς διακοπή, ώς τον εικοστό αιώνα. Αλλά και όλος εν γένει ο νεοελληνικός βίος συνεχιζόταν ο ίδιος από την εποχή του Ομήρου μέχρι τη δεκαετία του 1960. Οσο για τους λυράρηδες, σήμερα πλέον επιβιώνουν μόνο, σε συλλογική βάση εννοώ, στα εκκλησιαστικά λαϊκά μας πανηγύρια και φυσικά δεν υμνούν θεούς και ήρωες, αλλά τη ζωή και τον άνθρωπο με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ο τελευταίος «αοιδός»-λυράρης-τροβαδούρος (και δη περιπλανώμενος) στην ιδιαίτερη πατρίδα μου την Κω ήταν ο Αντώνης, ο επονομαζόμενος «το Λυρί» ή «Λυράκι», ο οποίος, τυφλός ών, περιηγείτο τα νησιά της Δωδεκανήσου και των Κυκλάδων, παίζων, τραγουδών, επαινών και φυσικά… επαιτών.
*Φιλόλογος – Αρχαιολόγος, Λέκτωρ Κλασικής Φιλολογίας Φιλοσοφικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών