Η συνάντηση Κωνσταντίνου – Ρασκ

Η συνάντηση Κωνσταντίνου – Ρασκ

Κύριε διευθυντά

Στη 2η σελίδα της «Καθημερινής» της 31ης Ιανουαρίου ο «Φιλίστωρ» κ. Μιχάλης Ν. Κατσίγερας αναφέρεται σε μια συνάντηση στο Λονδίνο, πριν από 49 χρόνια ακριβώς, μεταξύ του τότε βασιλιά Κωνσταντίνου και του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Ντιν Ρασκ. Η συνάντηση έγινε στο ιστορικό ξενοδοχείο Claridges και σύμφωνα με διευκρινιστική ανακοίνωση των Αθηνών, στην οποία επίσης αναφέρεται το ιστορικό αφήγημα της «Καθημερινής», «…παρετάθη επί μίαν ώραν, ήτο φιλική και ανεπίσημος και δι’ αυτό δεν παρέστησαν κατά το μεγαλύτερον μέρος της συνομιλίας ο… εν Λονδίνω πρεσβευτής της Ελλάδος κ. Δημήτριος Νικολαρεΐζης…».

Τότε, με τον βαθμό του 1ου γραμματέα υπηρετούσα στην πρεσβεία Λονδίνου και ο πρέσβης μου ζήτησε να τον συνοδεύσω στην εν λόγω συνάντηση, την έκβαση της οποίας, βέβαια, δεν ήταν δυνατό να έχουμε προβλέψει. Πράγματι, στο χολ του ξενοδοχείου υποδεχθήκαμε ο πρέσβης και εγώ τον κ. Ρασκ, όπου σε λίγο ήρθε και ο Μέγας Αυλάρχης κ. Δημ. Λεβίδης, ο οποίος μετά τους τυπικούς χαιρετισμούς, στρεφόμενος μόνο προς τον Αμερικανό υπουργό, του ζήτησε να τον ακολουθήσει στον επάνω όροφο, όπου θα εγίνετο η συνάντηση με τον Κωνσταντίνο. Πριν οι δύο άνδρες φτάσουν στο επάνω μέρος της ωραίας μαρμάρινης σκάλας, ο πρέσβης μού λέει: « Είδες τώρα, Κώστα, πως μερικοί επιχειρούν να μειώσουν το κύρος ενός πρέσβη της Ελλάδος».

Επιστρέψαμε αμίλητοι στην πρεσβεία. Μετά λίγους μήνες, ξέσπασε η κρίση μεταξύ του εκλεγμένου προέδρου της κυβέρνησης και του Κωνσταντίνου, εξαιτίας της αξίωσης του τελευταίου να έχει αποφασιστικό λόγο σε θέματα ηγεσίας του στρατού. Η Ελλάδα όδευε προς ένα νέο διχασμό. Η κυβέρνηση με τη διευκρινιστική ανακοίνωση του Ιανουαρίου 1965, όπου προσετίθετο ότι «…ο Βασιλεύς δεν είχεν εξουσιοδοτηθεί, ούτε και ηδύνατο, άλλωστε να διεξαγάγει διπλωματικάς διαπραγματεύσεις (με τον κ Ντιν Ρασκ)» [ως ανεύθυνος άρχων κατά το Σύνταγμα] επιχειρούσε να συγκαλύψει το βασιλικό ατόπημα μιας συνάντησης με βαρύνουσα πολιτική σημασία.

Εάν έχει κάποια σημασία το περιστατικό αυτό, το οφείλει στο ότι προβάλλει ξανά το ζήτημα της διάκρισης μεταξύ ευθύνης της πολιτικής εξουσίας και αρμοδιοτήτων του «ανεύθυνου άρχοντος». Η διάκριση αυτή είχε ατονήσει και άλλοτε, όπως και στη διάρκεια των δραματικών γεγονότων της διετίας 1964-1965, όταν εξαιτίας της Κύπρου αναπτύχθηκαν μεταξύ των πολιτικών πρωταγωνιστών της εποχής εκείνης αντιθετικές θέσεις, μεταξύ των υπερμάχων της Eνωσης αφενός και των υποστηρικτών της ανεξαρτησίας  της Κύπρου αφετέρου. Ο πρέσβης κ. Νικολαρεΐζης, ο οποίος έχαιρε της εμπιστοσύνης του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, ήταν ο αρχηγός της ελληνικής αντιπροσωπείας στις διαπραγματεύσεις για το σχέδιο Ατσεσον, το οποίο αντί της αρχικής ακραίας μορφής του, χάρις στις προσπάθειές του, αναθεωρήθηκε προς μια κάπως ευνοϊκότερη πρόταση, δηλαδή της Eνωσης της Κύπρου με την Ελλάδα έναντι της εκμίσθωσης (αντί παραχώρησης κατά κυριαρχίαν) στην Τουρκία μιας εδαφικής έκτασης για την εγκατάσταση εκεί στρατιωτικής δύναμης. Προσωπικά ήμουν υποστηρικτής της ανεξαρτησίας, παρά το πλήγμα που υπέστη στη πορεία ωρίμανσής της, μετά την πρόωρη επιδίωξη του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου για αναθεώρηση των Συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου του 1960. Κυρίως διότι θεωρούσα άστοχο και αφύσικο η Ελλάδα, της οποίας η μεταφορά στην Κύπρο μιας ολόκληρης μεραρχίας την καθιστούσε απρόσβλητη έναντι μιας τουρκικής απειλής, να συναινέσει στην εγκατάσταση αυξημένων τουρκικών δυνάμεων στη Μεγαλόνησο. Oταν ο Νικολαρεΐζης μετά το τέλος των διαπραγματεύσεων στη Γενεύη επέστρεψε στο Λονδίνο, απάντησε στη γεμάτη ανησυχία ερώτησή μου: «Μην ανησυχείς, δεν θα γίνει τίποτα».

Eξακολουθώ να πιστεύω ότι η παρουσία μιας μεγάλης τουρκικής στρατιωτικής δύναμης στην Κύπρο, αναγκαίο αντίτιμο –υπό τους όρους ενός σχεδίου Ατσεσον– της Eνωσης με την (νατοϊκή) Ελλάδα, με την ταυτόχρονη και ισοδύναμη ελληνική στρατιωτική παρουσία στη Μεγαλόνησο θα αποτελούσε ένα εκρηκτικό μείγμα, που μοιραία θα οδηγούσε σε μια μείζονα σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Εάν οι κανόνες της δημοκρατίας αφήνονταν ελεύθεροι να λειτουργήσουν στην Ελλάδα (αντί των φαντασιώσεων των στρατιωτικών «σωτήρων») θα είχαμε ίσως φτάσει και πριν από το 2004 στην ιδιόμορφη, μέσω της Ευρωπαϊκής Eνωσης, ταύτιση των τυχών της Ελλάδας και Κύπρου.

Κωστας Δ. Ζεπος – Πρέσβης ε.τ., Αθήνα

Eγγενείς παθογένειες

Κύριε διευθυντά

Συνεργάτης έγκυρου οικονομικού φύλλου ανατέμνοντας, πρόσφατα, τη δεινή οικονομική κατάσταση της χώρας, διερωτάται ποια κατάρα μάς κατατρέχει ώστε να μην εκμεταλλευόμαστε όλους τους σημαντικούς πόρους που διαθέτουμε. Eνας από τους κατ’ ανωτέρω πόρους ίσως και ο σημαντικότερος είναι η εμπορική μας ναυτιλία. Εμπειρίες διαδρομής πολλών δεκαετιών στα διοικητικά της ναυτιλίας με προτρέπουν να προσεγγίσω τον προβληματισμό.

Η εμπορική μας ναυτιλία και ιδιαίτερα η ποντοπόρος, που αποτελεί τον πυρήνα της, είναι η πρώτη βιομηχανία της χώρας και ταυτόχρονα συναλλαγματοφόρος πηγή της εθνικής μας οικονομίας.

Επιχειρεί στον διεθνή χώρο με αποκλειστικό γνώμονα τον ανταγωνισμό κάτω από ιδιάζουσες συνθήκες εργασίας, ασφάλειας κ.λπ. Οι από πλευράς κράτους παρεμβάσεις στα επιχειρηματικά δρώμενά της, λόγω έλλειψης φορτίων, δανείων, επιδοτήσεων, ασφαλειών κ.λπ., είναι περιορισμένες. Η κρατική ναυτιλιακή πολιτική εξαντλείται στη λειτουργία μιας πράγματι ικανής ναυτιλιακής διοίκησης (Υ.Ε. Ναυτιλίας – Λιμ. Σώμα). Το καλό κλίμα σαν οικονομικό συντελεστή –κοινός τόπος και βασική αρχή της οικονομικής επιστήμης– το επικαλείται το σύνολο των περί τα οικονομικά απασχολούμενων, πρόσφατα δε και ο κ. πρωθυπουργός.

Αποστροφές ναυτιλιακών παραγόντων οι οποίοι, κατά τη διάρκεια της μεγάλης ναυτιλιακής κρίσης τη δεκαετία του ’80, διατηρούσαν το σύνολο του στόλου τους υπό την ελληνική σημαία εις βάρος της ανταγωνιστικότητας, όπως: «Δεν ζητούμε τίποτα παρά λίγο σεβασμό», έχουν διαχρονική ισχύ. Ο διαχρονικός απολογισμός της προσφοράς της  εμπ. ναυτιλίας και των συντελεστών της (πλοιοκτησία, ναυτικοί, ναυτιλιακή διοίκηση) στην πατρίδα, την εθνική οικονομία και την κοινωνία γενικότερα διαμορφώνει ισοζύγιο με σταθερά θετικό πρόσημο.

Περιοριζόμενοι στο σήμερα, ενδεικτικά απαριθμούμε: Το κύρος που προσδίδει στη χώρα με τη μόνη θετική ευρωπαϊκή και παγκόσμια πρωτιά μας. Τη διαμόρφωση ενός ισχυρού τέταρτου όπλου, που είναι οι μεταφορές. Τις περίπου 200.000 θέσεις εργασίας. Τις ετήσιες συναλλαγματικές προσόδους της τάξεως των 15-20 δισ. ευρώ. Τις δεκάδες των ναυτιλιακών ιδρυμάτων των οποίων η προσφορά σε έργα ευποιίας (νοσοκομεία, πολιτισμός, εκπαίδευση, υποτροφίες κ.λπ.) συμποσούνται σε δισ. ευρώ. Παρά ταύτα, στη διαδρομή του χρόνου και περισσότερο τις τελευταίες 2-3 δεκαετίες, εγγενείς παθογένειες, ως μη ώφειλαν, διατάραξαν το κλίμα με δυσμενέστατες συνέπειες για το εθνικό μας νηολόγιο και την εθνική μας οικονομία με την αποστέρηση πολύτιμων πόρων.

Λαμβανομένης υπόψη της καθοριστικής σημασίας της εμπ. ναυτιλίας, μάλιστα μέσω της δεινής οικονομικής κρίσης στην ανάκαμψη της οικονομίας μας και του ανελαστικού διεθνούς ανταγωνιστικού περιβάλλοντος στο οποίο κινείται, επιτακτική προβάλλει η ανάγκη επαναπροσδιορισμού της ναυτιλιακής πολιτικής σε εθνική βάση απαλλαγμένης από παθογένειες, με παράλληλη διαφύλαξη των δομών που συνέβαλαν στη δημιουργία του ελληνικού ναυτιλιακού θαύματος και τον προσανατολισμό της σε σταθερή μακροοικονομική κατεύθυνση. Μια τέτοια πολιτική προϋποθέτει αποδοχή των αντικειμενικών δεδομένων, περισσότερη ναυτιλιακή παιδεία και υπερηφάνεια, αλλά και ανθρώπους στη διοίκησή της με γνώση των δομών και ιδιομορφιών της, που πέραν των άλλων θα προβάλλουν την προσφορά της.

Γεωργιος Απ. Βασοπουλος

Η φράση του Tσώρτσιλ

Kύριε διευθυντά

Σχετικά με τη φράση: «Στο εξής δεν θα λέμε ότι οι Eλληνες πολεμούν σαν ήρωες αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Eλληνες» «Kαθημερινή» 18/1/2014, έχω να διατυπώσω τα ακόλουθα: Συμφωνώ με αυτά που αναφέρει η κ. M. Πετράκη και ο κ. Γ. Kακεπάκης ότι αυτό δεν το είπε ο Tσώρτσιλ αλλά ο στρατηγός Γιαν Σματς, ο οποίος εκυβέρνησε τη Nότια Aφρική 14 έτη και παρέδωσε τη χώρα αυτή στους ντόπιους.

Aυτό που έμαθα όταν το 1978, με αποστολή από το υπ. Παιδείας, επήγα στη χώρα αυτή για να μελετήσω το πρόβλημα της μετεκπαιδεύσεως των διδασκάλων και της εκπαιδεύσεως των ελληνοπαίδων της χώρας αυτής, όπου οι εκεί διαμένοντες Eλληνες, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Γ. Mπίζος, ο δικηγόρος του Nέλσον Mαντέλα, μου είπαν ότι τη φράση αυτή την είπε ο Γιαν Σματς, ο οποίος, όταν έπαυσε να κυβερνάει αυτή τη χώρα, δεν επέστρεψε στην πατρίδα του την Aγγλία, αλλά παρέμεινε εκεί μέχρι τον θάνατό του.

Δημητριος Λολωνης – Eπιτ. επιθεωρητής πρωτοβαθμίου εκπαιδεύσεως

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή