Γράμματα Aναγνωστών

Γιατί πέτυχε ο Καναδάς

Κύριε διευθυντά

Επιτρέψτε μου να προσθέσω μερικές διευκρινίσεις και συμπληρωματικές πληροφορίες στο κατά τα άλλα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο του κ. Κωνσταντάρα («Ο Καναδάς, η Ελλάδα και η δημοσιονομική προσαρμογή», 27/6/2014), που συγκρίνει τις εμπειρίες της δημοσιονομικής προσαρμογής στην Ελλάδα και στον Καναδά, χώρα στην οποίαν ο γράφων ζει και σταδιοδρομεί από το 1970. Κατ’ αρχήν, το τρέχον καναδικό έλλειμμα του 4,9% περιλαμβάνει και τους οφειλόμενους τόκους στα υπάρχοντα δάνεια και γι’ αυτό είναι εύκολα διαχειρίσιμο. Η Ελλάδα, απ’ την άλλη μεριά, μόλις και μετά βίας ισορρόπησε το πρωτογενές της έλλειμμα και δεν είναι σε θέση να διαχειρισθεί τη δημοσιονομική της κατάσταση χωρίς τη βοήθεια των εταίρων της.

Ούτε η πολύ σοβαρότερη καναδική εμπειρία της περιόδου 1994-1997 συγκρίνεται με αυτήν της Ελλάδας του 2009-2014. Υπενθυμίζω ότι ο Καναδάς έχει το δικό του νόμισμα, το οποίο είχε κρατηθεί αρκετά υπερτιμημένο πριν από το 1994 μέσω υψηλών επιτοκίων. Αυτή η στρεβλή πολιτική της τότε Συντηρητικής κυβερνήσεως ήταν άλλωστε και η μερική αιτία του ελλείμματος, αφού έφερε μεγάλες ζημιές στις εξαγωγές και τη βιομηχανία της χώρας, που ήσαν στενά συνδεδεμένες με την οικονομία των ΗΠΑ. Γι’ αυτό άλλωστε οι Συντηρητικοί έπαθαν πανωλεθρία στις εκλογές του 1993, απ’ την οποίαν χρειάστηκαν πάνω από 10 χρόνια για να συνέλθουν.

Η μείωση του επιτοκίου και η υποτίμηση του καναδικού νομίσματος ήταν ο βασικός μοχλός ανακίνησης της οικονομίας μετά τις κοινωνικές περικοπές και το πρόγραμμα λιτότητας που άρχισε να εφαρμόζει η κεντροαριστερή κυβέρνηση του Jean Chrétien το 1994. Ο κ. Κωνσταντάρας έχει δίκιο να αναφέρεται στην αξιοπιστία και αποδοχή του προγράμματος αναπροσαρμογής, αλλά η ανάκαμψη του Καναδά το 1994-1997 δεν οφείλεται ούτε σε φορολογικές περικοπές –οι φόροι αυξήθηκαν για να μειωθεί το έλλειμμα– ούτε στη μείωση των δαπανών του κράτους. Οφείλεται στη νομισματική πολιτική, που δεν είναι βέβαια διαθέσιμη στην Ελλάδα του ευρώ. Οσο για τη σημερινή κατάσταση στον Καναδά, οι προβλέψεις είναι πρόωρες και το πρόγραμμα προσαρμογής ούτε έχει πλήρως διατυπωθεί ούτε τυγχάνει γενικής αποδοχής.

Η νομισματική υποτίμηση βρήκε πρόσφορο έδαφος τότε διότι οι διαρθρωτικές αλλαγές, που χρειάστηκαν ιδρώτα και αίμα χωρίς να έχουν ακόμα τελειώσει στην Ελλάδα, είχαν ήδη λάβει χώρα στον Καναδά τουλάχιστον μία δεκαετία νωρίτερα. Η απελευθέρωση του ωραρίου των καταστημάτων χρονολογείται από τη δεκαετία του 1970, ενώ οι περιορισμοί στον κλάδο των μεταφορών καταργήθηκαν δέκα χρόνια αργότερα. Τρένα, τηλεπικοινωνίες και αεροσυγκοινωνίες είχαν ιδιωτικοποιηθεί πριν από το 1990, όπως επίσης και οι λίγες κρατικές εταιρείες που υπήρχαν σε διάφορους τομείς. Οσο για κλειστά επαγγέλματα και άσκοπους περιορισμούς στη λειτουργία των επιχειρήσεων, ούτε λόγος να γίνεται για την ύπαρξη και διατήρησή τους, εκτός από ελάχιστες και λίαν αμφιλεγόμενες εξαιρέσεις στον αγροτικό τομέα. Πάνω απ’ όλα όμως, ο Καναδάς πέτυχε διότι διαθέτει κάτι που οι Ελληνες δεν έχουν δει ούτε στον ύπνο τους: εντιμότητα και αποτελεσματικότητα σε κράτος και κοινωνικούς φορείς.

Με λίγα λόγια, η ευθύνη για τη μερική αποτυχία του ελληνικού προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής βαρύνει όχι μόνο το κράτος αλλά και κοινωνικούς φορείς όπως επαγγελματικές οργανώσεις και εργατικά σωματεία, που έδειξαν αδιαφορία για το κοινωνικό σύνολο και αποκλειστική ενασχόληση με τα συντεχνιακά τους συμφέροντα. Αντί να τα βάζουν με την τρόικα, καλά θα κάνουν οι Ελληνες να στρέψουν την οργή τους ενάντια σ’ αυτούς τους συλλογικούς θεσμούς που υποτίθεται ότι τους αντιπροσωπεύουν.

Στυλιανος Περρακης – Καθηγητής Χρηματοοικονομικών – Διακεκριμένη ερευνητική έδρα RBC Χρηματοοικονομικών Παραγώγων, Πανεπιστήμιο Concordia του Μοντρεάλ

Τα εμά εμά και τα εσά εμά

Κύριε διευθυντά

«Αυτά είναι δικά μου, τα άλλα θα μου τα χαρίσεις και τα άλλα θα τα πάρω», λέει σε μια παραλλαγή της ευαγγελικής ρήσης ο Eλληνας Καραγκιόζης στον Χατζηαβάτη. Ο λόγος περί της δικαστικής απόφασης για τα αναδρομικά των δικαστών. Κανείς δεν θα είχε αντίρρηση οι δικαστικοί λειτουργοί να αμείβονται ικανοποιητικά και πάντοτε σύμφωνα με τα οικονομικά της χώρας, ώστε να μπορούν να ασκούν το λειτούργημά τους ανεπηρέαστοι. Το ίδιο θα λέγαμε και για τους γιατρούς, ώστε να σέβονται τον όρκο του Ιπποκράτη. Αλλά το ίδιο πρέπει να ισχύει και για τους δασκάλους και γενικά τους εκπαιδευτικούς, αφού από αυτούς εξαρτάται το ευ ζην των παιδιών μας. Αλλά και για τους ενστόλους, όσους φυλάνε τα σύνορά μας και όσους πολεμούν νυχθημερόν για την αστική μας ασφάλεια.

Θυμάμαι τον Γεώργιο Παπανδρέου ως πρωθυπουργό το 1964, που το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να διπλασιάσει τους μισθούς των δικαστικών, ώστε όπως έλεγε να δικάζουν αδέκαστα. Αλλά και η δικτατορία έδωσε πολλά προνόμια στους ενστόλους και όταν ήρθε στη μεταπολίτευση ο Ανδρέας Παπανδρέου το ’81 διπλασίασε αλόγιστα μισθούς και ημερομίσθια, στέλνοντας την ανταγωνιστικότητα της χώρας τα επόμενα χρόνια στα αζήτητα. Με την ένταξή μας στην ΟΝΕ με σκληρό νόμισμα το ευρώ σε μια πενταετία μισθοί, συντάξεις και εφάπαξ των δημοσίων υπαλλήλων αυξήθηκαν γύρω στο 70%, ενώ στη Γερμανία οι αντίστοιχες αυξήσεις ήταν της τάξεως του 10%. Δεν θα είχε κανείς αντίρρηση για όλες αυτές τις αυξήσεις εάν προέρχονταν από την οικονομική μας  πρόοδο και όχι από ξένο δανεισμό. Σήμερα με ενάμισι εκατομμύριο ανέργους, συντάξεις πείνας και χιλιάδες αυτοκτονίες συνανθρώπων μας, να διεκδικούν κάποιοι κλάδοι κεκτημένα που είναι κοντά στο ένα δισ. αποτελεί παραλογισμό. Είναι σαν να τρώμε την κότα που γεννάει αυγά ή την ίδια την αγελάδα που μας τρέφει με το γάλα της. Εάν αυτά τα χρήματα έπεφταν στην ελεύθερη αγορά για ανάπτυξη υπήρχε μια ελπίδα στο άμεσο μέλλον να μειωθεί η ανεργία, να επιστραφούν χρήματα στα ταμεία και το κράτος σε δεύτερη φάση να μοιράσει τα χρήματα σε όσους αδικήθηκαν. Ο Νοταράς στην πτώση της Πόλης, όταν αιχμαλωτίστηκαν τα δύο του παιδιά, άνοιξε τις κασέλες με τον θησαυρό που φύλαγε και ζήτησε να εξαγοράσει την ελευθερία των παιδιών του. Τότε ο πορθητής του απάντησε: «Αρχοντα Νοταρά, αν αυτά τα χρήματα τα έδινες νωρίτερα για την υπεράσπιση της πατρίδας σου μπορεί σήμερα τα παιδιά σου να ήταν ελεύθερα. Τώρα δεν έχεις τίποτα, ούτε πατρίδα ούτε οικογένεια ούτε χρήματα». Εδώ που βρίσκεται η χώρα, μια χρηστή πρόταση θα ήταν να επιστρέψουν μισθοί και αγαθά στην προ ευρώ εποχή, υπολογισμένου μόνο του ετήσιου πληθωρισμού. Διότι από τότε δεν παρήγαμε τίποτα που να δικαιολογεί κάποια αύξηση.

ΥΓ. Σ’ αυτή την περίπτωση ας αφήσουμε τον θυμόσοφο λαό να μιλήσει: «Στη μάχη για την ελευθερία άλλοι κοιτάζουν τ’ άρματα κι ο Μανολιός την πίτα», «Ο παπάς ευλογάει πρώτα τα γένια του», «Αν έχεις μαχαίρι τρως και πεπόνι» και «Ευεργετημένα μου χέρια σε ξένα αλεύρια».

Μαυραειδοπουλος Δημητρης – Αθήνα

Από τεχνοκράτης… πολιτικός

Κύριε διευθυντά

Διαβάσαμε με προσοχή στο φύλλο της «Κ» της 22/06 τη συνέντευξη που παραχώρησε στον συνεργάτη σας κ. Βασίλη Νέδο ο κ. Αλέκος Παπαδόπουλος. Ενδιαφέρουσα η συνέντευξη, αφού με τις παρεμβάσεις του ο πρώην. υπουργός πάντα πλουτίζει τον πολιτικό διάλογο που τόσο ανάγκη έχει ο τόπος μας. Εμείς, φυσικά, αισθανόμαστε πολύ μικροί για ν’ αναμετρηθούμε με  το ύψος του. Αυτό, όμως, δεν μας εμποδίζει να σταθούμε στο σημείο εκείνο της συνέντευξής του που θεωρεί πως «ξεπερνά τα όρια της πολιτικής ηθικής και γίνεται ύβρις η απομάκρυνση ίσως του καλύτερου μεταπολεμικού υπουργού, του υπουργού Γεωργίας Αθανασίου Τσαυτάρη…». Ξεχάσαμε και τον αείμνηστο Αλέξανδρο Μπαλτατζή. Θα λέγαμε, λοιπόν, πως η προσφυγή σε διθυραμβικές αναφορές καλό είναι να γίνεται με οικονομία. Μας λέει, βέβαια, ο κ. Α. Π. πως δεν γνωρίζει και δεν συνάντησε ποτέ του τον κ. Τσαυτάρη. Εμείς όμως; Συναντήσαμε δύο φορές στην πόλη μας και μία στη Θεσσαλονίκη  τον κ. Τσαυτάρη και θέσαμε υπόψη του παρουσία πολλών το πρόβλημα του σφαγείου μας, που προ τριετίας με απόφαση του,  προκατόχου του υπουργού κ. Σκανδαλίδη εντάχθηκε σε πρόγραμμα του υπουργείου του, για να αποκτήσουμε μια σύγχρονη μονάδα αδρανοποίησης υποπροϊόντων σφαγής, που τόσο ανάγκη έχουν ο νομός μας και η επιχείρηση του σφαγείου μας. Αναγνώριζε το δίκιο μας ο κ. Τσαυτάρης, «κάνανε λάθη οι υπηρεσίες μου και δεν με βοηθάνε να λύσω το πρόβλημα» μας είπε τελευταία. Ομηρος των γραφειοκρατών, ο υπουργός υπέκυπτε στα παραμύθια τους. Και αν τώρα για κάτι λυπούμαστε είναι ότι τον κ. Τσαυτάρη, ενώ τον γνωρίσαμε, χαιρετήσαμε και χειροκροτήσαμε στην πόλη μας ως έναν τεχνοκράτη επιστήμονα, αυτός μας προέκυψε πολιτικός.

Σταθης Μακριδης – Πρόεδρος Βιομηχανικών Σφαγείων Κιλκίς Α.Ε. – Επιχείρηση ΟΤΑ Αθήνα

Περί πατριωτισμού

Κύριε διευθυντά

Στην επιφυλλίδα του ο κ. Χρήστος Γιανναράς («Καθημερινή» 6/7/2014) αναφέρεται στην έκφραση πατριωτισμού – ελληνοκεντρισμού και την πολιτική τους σκέψη, των Μ. Χατζιδάκι, Γ. Σεφέρη, Ο. Ελύτη και Γ. Θεοτοκά, οι οποίοι αγνοήθηκαν και αγνοούνται συστηματικά από τα απολιθωμένα ιζήματα της «αριστερής διανόησης» της χώρας μας.

Με αφορμή τα ανωτέρω θέλω να αναφερθώ και στα όσα γράφονται στις πρώτες σελίδες της εισαγωγής για την ποίηση του Α. Κάλβου, από τις εκδόσεις σας «Eλληνες Ποιητές», που ομολογώ ότι με ξένισαν δυσάρεστα. Oπου μιλώντας για τον πατριωτισμό του ποιητή, τον συγκρίνει – διαχωρίζει από εκείνον της «Χρυσής Αυγής» και των «ΑΝΕΛ», τι παράδειγμα αλήθεια, τι εύρημα, τι πνευματικός πλούτος. Στην ουσία οδηγεί τον αναγνώστη σε συνειρμούς και τρόπον τινά σε κάποια ταύτιση του ποιητή με τα αντιαισθητικά αυτά πολιτικά μορφώματα. Την δε αγάπη του Α. Κάλβου για την πατρίδα την θεωρεί για τις ημέρες μας «ανεπίκαιρη». Νομίζω ότι ένα πραγματικό έργο τέχνης –και εδώ η ποίηση του Α. Κάλβου– είναι διαχρονικό, είναι πέρα και πάνω από την εποχή του, και πάντα επίκαιρο. Αξιολογείται, θαυμάζεται και κρίνεται για την αισθητική του και μόνο αξία. Aλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι ο Α. Κάλβος το έργο του το ολοκλήρωσε π. Μ. (προ Μαρξ), πριν από την κυκλοφορία του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου». Ας είμαστε λοιπόν επιεικείς μαζί του.

Γιωργος Σ. Φατουρος – Γεωπόνος – Πεύκη

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή