«Σφάξε με, αγά, ν’ αγιάσω;»

Κύριε διευθυντά

Μέσα στην ομίχλη των γονιδιακής φύσης αντιφάσεων της κυβερνητικής πολιτικής διακρίνεται αμυδρά η διστακτική επιστροφή της χώρας στην κανονικότητα – όπως διαπιστώνει με την ψυχραιμία και αντικειμενικότητά της η «Καθημερινή».

Παρά ταύτα, η αλήθεια είναι πως η προσωπική κατάσταση της πλειονότητας των Ελλήνων όχι μόνο δεν ανακάμπτει προς την άλλοτε «κανονικότητα» (την και τότε γοερώς διεκτραγωδούμενη από τους πολιτικούς εργολάβους του κερδοσκοπικού λαϊκισμού), αλλά επιδεινώνεται με τους ρυθμούς μιας ρουτίνας που έχει πλήρως εξουδετερώσει τα ανακλαστικά μας. Εχουμε πια συνηθίσει στο κλίμα του ζόφου και, ευχόμενοι μόνο να μη σκοτεινιάσει περισσότερο, φαίνεται ότι έχουμε φτάσει στον βυθό του «σφάξε με, αγά, ν’ αγιάσω»! Και αυτό νομίζω ότι είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε ένα λαό: Το να κοπούν οι τένοντες της ορθοστασίας του συνιστά εθνική απειλή.

Ισως γι’ αυτό χρειάζεται μια νέα έγερση και ένα σάλπισμα αισιοδοξίας, που μπορεί να προέλθει από τη σοβαρή και υπεύθυνη δημοσιογραφία, σε αντιστροφή μιας άλλης επίδρασης που το πρόσφατο παρελθόν κατέγραψε εις βάρος της άλλης όψης του λειτουργήματος αυτού. Στη δύσκολη συγκυρία, πάντως, που όλο λέει να φύγει κι όλο χειρότερη γυρνάει κοντά μας, καταφύγιο ο Καβάφης: «Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως, / που κάτι ξέρεις από φάρμακα, / νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω». Προστρέχουμε, λοιπόν: Ηταν άλλες εποχές, χωρίς αμφιβολία. Οταν ο Σικελιανός τόνιζε τους ρυθμούς του «Πνευματικού Εμβατηρίου» του, αμέσως μετά τον πόλεμο και την Κατοχή, τότε η οικονομική κατάσταση των Ελλήνων ήταν ασύγκριτα χειρότερη από τη σημερινή.

Ωστόσο, το μήνυμά του ήταν, όπως ο ίδιος το ονομάτισε, πνευματικό: «Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα […] / Τι, ιδέτε, εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη / κι α, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μέσα στο αίμα! / Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος. / Σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη /σπρώχτε με στήθος και με γόνα να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα». Φλόγιζε τότε τις καρδιές μια νέα ελπίδα. Κι άναψε ο Ποιητής τον πυρσό του από τις φρυκτωρίες που έστελναν σ’ όλη τη γη τ’ αντιφεγγίσματά της, που τόσο θλιβερά τα έσβησαν οι κατοπινές δεκαετίες: «Σιμώνει ο νέος ο Λόγος π’ όλα θα τα βάψει / στη νέα του φλόγα, / νου και σώμα, ατόφιο ατσάλι… […] / Σπρώχτε με χέρια και κεφάλια για ν’ αστράψει ο ήλιος Πνέμα». Τον σήκωσαν τον ήλιο οι Ελληνες, μα αντίς να τον κρατήσουν ψηλά, τον βούλιαξαν στους χυλούς της καλοπέρασης, μετατρέποντας τον «ήλιο Πνέμα», σε «ήλιο Ψέμα». Εστω και με τους ρυθμούς ενός εμβατηρίου, που έχει πρόταγμα και πρόσταγμά του την οικονομία, ας ακουστεί ξανά εκείνο το βροντερό: «Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα»…

Γερασιμος Μιχαηλ Δωσσας, Θεσσαλονίκη

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή