Ενα σχέδιο για τη δημοκρατική ανανέωση του ευρώ

Ενα σχέδιο για τη δημοκρατική ανανέωση του ευρώ

5' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τους τελευταίους μήνες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά και 14 Γάλλοι και Γερμανοί οικονομολόγοι έχουν δημοσιεύσει τις προτάσεις τους για τη ενίσχυση της αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης.

Οι προτάσεις αυτές διέπονται από ένα πνεύμα συμβιβασμού, αλλά περιορίζονται από τα υφιστάμενα πολιτικά όρια, όπως τα αντιλαμβάνονται οι συντάκτες τους. Εξαιτίας αυτού, εστιάζουν στις αναγκαίες συνθήκες για τη σταθερότητα της ΟΝΕ, αλλά δεν περιλαμβάνουν τις προϋποθέσεις για να ευδοκιμήσει.

Πιστεύουμε ότι συμβιβαστικές λύσεις που περιορίζονται στο οικονομικό πεδίο αγνοούν τα βαθιά θεσμικά, πολιτικά και δημοκρατικά αίτια της ευρω-κρίσης και παραγνωρίζουν το γεγονός ότι αν η νομισματική ένωση δεν πετύχει οικονομικά (αντί απλά να επιβιώνει), θα καταλήξει πολιτικά μη βιώσιμη. Χρειάζεται μία ευρύτερη, πιο τολμηρή προσέγγιση.

Στον απόηχο της κρίσης κρατικού χρέους στην Ευρωζώνη, εδραιώθηκε σταδιακά ένας κοινός τόπος σχετικά με την ΟΝΕ.

Σύμφωνα με τη νέα κυρίαρχη άποψη, μετά την αποκατάσταση της υγείας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η δημιουργία της τραπεζικής ένωσης, που θα επεκτεινόταν με την ένωση των κεφαλαιαγορών, θα επέτρεπε επαρκή διαμοιρασμό του ρίσκου (risk sharing), όπως σε ένα ασφαλιστικό σύστημα, ώστε να σταθεροποιήσει τη νομισματική ένωση. Αν σχεδιαστεί σωστά, αυτή προσέγγιση θα μπορούσε να διορθώσει τα χειρότερα ελαττώματα της αρχικής αρχιτεκτονικής – αλλά δεν αρκεί για να εξασφαλίσει την επιτυχία του κοινού νομίσματος.

Οι κλασικοί οικονομολόγοι πιστεύουν ότι οι χρηματαγορές, οι κινήσεις των τιμών και τα οικονομικά κίνητρα μπορούν να αποτελέσουν μία μοναδική πηγή πειθαρχίας και συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα στον επενδυτικό κίνδυνο. Αλλά μία λειτουργική νομισματική ένωση δεν μπορεί να θεμελιωθεί στη βάση αμοιβαίων εξασφαλίσεων που αναπόφευκτα θέτουν πιστωτές και οφειλέτες σε τροχιά σύγκρουσης.

Μία νέα πολιτική προσέγγιση

Τα τελευταία χρόνια έχουν δείξει ότι οι θεσμοί διακυβέρνησης του ευρώ δεν επαρκούν για την πρόληψη κρίσεων – και ακόμα λιγότερο για τη διαχείρισή τους. Ο καθορισμός της οικονομικής πολιτικής από έναν αναποτελεσματικό συνδυασμό σύνθετων κανόνων, αλλοπρόσαλλης πειθαρχίας των αγορών και χαλαρών διακανονισμών διακυβερνητικής συνεργασίας, δεν μπορεί να είναι ο δρόμος του μέλλοντος για την Ευρωζώνης.

Αντ' αυτού προτείνουμε μια νέα πολιτική προσέγγιση με επίκεντρο ένα πραγματικό ευρωπαϊκό εκτελεστικό όργανο, που θα λογοδοτεί στo νέο κοινοβούλιο της Ευρωζώνης και θα καθορίζει την οικονομική πολιτική, διαθέτοντας την απαραίτητη τεχνογνωσία και μεγαλύτερο βαθμό πολιτικής αυτονομίας. Μία απλή πιστωτική γραμμή από τον κοινοτικό προϋπολογισμό ή ένα αποθεματικό ταμείο για δύσκολους καιρούς απέχουν πολύ από το να επαρκούν για τη χρηματοδότηση ενός τέτοιου μηχανισμού προσαρμογής. Αυτό θα ήταν δυνατό μόνο με έναν πραγματικό, επαρκούς μεγέθους προϋπολογισμό, που θα επιτελέσει πέντε κρίσιμες λειτουργίες:

Θα εγγυάται τη φερεγγυότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος: πέρα από τη χρήση του υφιστάμενου ταμείου εξυγίανσης όποτε χρειάζεται, αυτό σημαίνει συμφωνία σε ένα πανευρωπαϊκό πλαίσιο εγγύησης καταθέσεων, αλλά και σε μία ενιαία και ενισχυμένη αρχή εξυγίανσης.

Θα ενισχύσει τις δυνατότητες μακροοικονομικής σταθεροποίησης σε περίπτωση εξωγενών σοκ, π.χ. με τη θεσμοθέτηση ενός ελάχιστου επιδόματος ανεργίας για ολόκληρη την Ευρωζώνη. Χρηματοδοτούμενο από τη φορολογία, θα μπορούσε το επίδομα αυτό να καλύπτει μέρος του μισθού για τους πρώτους 12 μήνες ανεργίας. Θα ήταν κάτι μικρό αλλά σημαντικό. Εξετάζοντας πώς θα είχε εφαρμοστεί στο παρελθόν αυτή η πρόταση, βλέπουμε ότι στις αρχές της δεκαετίας του 2000 η Γερμανία θα ήταν καθαρός αποδέκτης των πόρων του πανευρωπαϊκού επιδόματος, ενώ η Ισπανία θα ήταν καθαρός χρηματοδότης. Η πρόταση επίσης ανακουφίζει την ΕΚΤ από το ρόλο του μοναδικού υπεύθυνου για την προσαρμογή σε κυκλικά σοκ – μία κατάσταση που σήμερα λειτουργεί διχαστικά στην ευρωπαϊκή πολιτική.

Θα μπορεί, σε αντίθεση με το κοινοτικό προϋπολογισμό όπως ισχύει σήμερα, να επιβάλλει φόρους, να αποφασίζει σχετικά με τις δαπάνες και να εκδίδει χρέος. Το αποτέλεσμα αυτού θα ήταν να μπορεί η Ευρωζώνη να εκδίδει περιουσιακά στοιχεία χωρίς ρίσκο σε περιόδους κρίσης, συνδράμοντας έτσι τα κράτη-μέλη εκείνα των οποίων ικανότητα έκδοσης ασφαλών ομολόγων έχει πληγεί. Αυτό θα ήταν ακόμα πιο αναγκαίο αν τα κράτη-μέλη αυτά επρόκειτο να κηρύξουν στάση πληρωμών στο χρέος τους.

Θα δημιουργήσει μία νέου τύπου πολιτική συνοχής και σύγκλισης για κράτη-μέλη που αντιμετωπίζουν προκλήσεις διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας και θεσμικές παθογένειες. Αυτή η νέα πολιτική θα συμβάλλει στην προώθηση των επενδύσεων και των μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την παραγωγικότητα (πανεπιστήμια, σχολεία, νομικά συστήματα, προγράμματα κατάρτισης, υποδομές) και μειώνουν τις εξωτερικές ανισορροπίες. Αλλά θα ενθαρρύνει επίσης τις επενδύσεις και την κοινωνική πολιτική σε χώρες με διαρθρωτικά πλεονάσματα. Το υφιστάμενο πλέγμα οικονομικών μεταρρυθμίσεων βασίστηκε αποκλειστικά στη λογική της εσωτερικής υποτίμησης, που αποδείχθηκε πολιτικά και κοινωνικά καταστροφική, ενώ είναι και οικονομικά αποσταθεροποιητική δεδομένων των τεράστιων εξωτερικών πλεονασμάτων της Ευρωζώνης.

Τέλος, παρότι το όριο μεταξύ δημόσιων αγαθών για την Ε.Ε. και δημόσιων αγαθών για την Ευρωζώνη είναι θολό, υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα υπέρ μίας επενδυτικής ατζέντας που εστιάζει στα δημόσια αγαθά, στους τομείς της άμυνας, της καινοτομίας και του περιβάλλοντος, που θα αύξαναν το ΑΕΠ της Ευρωζώνης και θα βοηθούσαν τις χώρες εκείνες με μεγάλη δυναμική στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Αυτό το μέρος του προϋπολογισμού του ευρώ θα μπορούσε να συμπληρώσει τον κοινοτικό προϋπολογισμό και συνεπώς να είναι ανοιχτό σε κράτη-μέλη εκτός ευρώ.

Οι λειτουργίες αυτές θα απαιτούσαν νέα έσοδα, που θα μπορούσαν να προκύψουν από μέρος των εσόδων του ΦΠΑ, του φόρου επί των εταιρικών κερδών ή από έναν νέο φόρο άνθρακα. Τα έσοδα αυτά θα επέτρεπαν στο νέο προϋπολογισμό να ξεκινήσει με ένα μετριοπαθές μέγεθος (1% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης). Παρότι θα είναι υπό τον έλεγχο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και χωρίς να προκαταλαμβάνει ζητήματα που αφορούν τη χρηματοδότηση της Ε.Ε., ο προϋπολογισμός του ευρώ πρέπει να είναι ξεχωριστός από τον κοινοτικό, διαθέτοντας επαρκή θεσμική και χρηματοδοτική ανεξαρτησία και ευελιξία.

Δημοκρατική λογοδοσία

Αυτές οι τεχνικές λύσεις στο νομισματικό και το δημοσιονομικό μέτωπο θα είχαν ευρύτατες πολιτικές συνέπειες και θα απαιτούσαν ένα άλμα στη διακυβέρνηση της Ευρωζώνης. Θα καθιστούσαν αναγκαίο το διορισμό ενός Ευρωπαίου επιτρόπου με αρμοδιότητα για τις νομισματικές και δημοσιονομικές υποθέσεις της Ευρωζώνης, που θα προήδρευε στο Eurogroup, θα λάμβανε εκτελεστικές αποφάσεις στο όνομά του και υπόκειτο σε δημοκρατική λογοδοσία στο νέο κοινοβούλιο της Ευρωζώνης.

Το νέο αυτό κοινοβούλιο, που θα συστηνόταν από ένα υποσύνολο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, θα είχε την εξουσία να αποπέμψει τον πρόεδρο του Eurogroup με πρόταση μομφής. Αυτό το τολμηρό βήμα θα έθετε τα θεμέλια της ευρωπαϊκής οικονομικής κυριαρχίας και θα αναγνώριζε ότι οι αποφάσεις για την οικονομική πολιτική απαιτούν εκτελεστική εξουσία αλλά και δημοκρατική λογοδοσία – κάτι που η κυρίαρχη άποψη τη δεκαετία του 1990 απέρριψε. Ένα σύγχρονο όραμα για την Ευρωζώνη πρέπει να προωθεί αντί να αποφεύγει την πολιτική ένωση της Ευρώπης.

Λάζλο Άντορ, πρώην Ευρωπαίος Επίτροπος

Περβάνς Μπερές, Ευρωβουλευτής της Ομάδας των Σοσιαλιστών, εισηγητής της έκθεσης για τον προϋπολογισμό της Ευρωζώνης

Λορένζο Μπίνι Σμάγκι, πρόεδρος Δ.Σ. της Société Générale, πρώην μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της ΕΚΤ

Λοράνς Μπουν, επικεφαλής οικονομολόγος της AXA, πρώην επικεφαλής του οικονομικού γραφείου του προέδρου Ολάντ

Σεμπαστιάν Ντουλιέν, Καθηγητής Οικονομικών

Γκιγιόμ Ντιβάλ, δημοσιογράφος στο περιοδικό Alternatives Economiques

Λουίς Γκαριτσάνο, καθηγητής Οικονομικών, υπεύθυνος του οικονομικού προγράμματος των Ciudadanos

Μάικλ Α. Λάντεσμαν, καθηγητής Οικονομικών

Γιώργος Παπακωνσταντίνου, πρώην υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας

Αντόνιο Ρολντάν, βουλευτής των Ciudananos, εκπρόσωπος για θέματα Οικονομικής Πολιτικής

Γκέρχαρντ Σικ, μέλος της κοινοβουλευτικής ομάδας των Πρασίνων στην Μπούντεσταγκ

Ζαβιέ Τιμπό, διευθυντής της Observatoire Français des Conjonctures Economiques

Άχιμ Τρούγκερ, καθηγητής Οικονομικών

Σαχίν Βαλέ, Οικονομολόγος στην Soros Fund Management, πρώην σύμβουλος του Εμανουέλ Μακρόν

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή