H εποχή του εύκολου χρήματος τελείωσε. Αυτό διαμηνύουν εκπρόσωποι μεγάλων venture capitals καθώς προσπαθούν να περιγράψουν σε αδρές γραμμές τη φετινή αλλαγή του επενδυτικού περιβάλλοντος, εν μέσω ενός κλίματος πρωτοφανών πληθωριστικών πιέσεων. Το 2021 επικρατούσε μια επενδυτική φρενίτιδα, νεοφυείς επιχειρήσεις αντλούσαν τεράστια κεφάλαια χρηματοδότησης και ορισμένες φορές σε παράλογα υψηλές αποτιμήσεις. Τώρα, σε μια περίοδο πληθωρισμού και μείωσης της ζήτησης, βάζουν φρένο στη δίχως όρια ανάπτυξη, προχωρούν σε περικοπές και στρέφουν το βλέμμα στην επίτευξη οργανικής κερδοφορίας. Τέτοια είναι τα παραδείγματα εταιρειών στον κλάδο του online delivery, αλλά και εταιρείες όπως η fintech Klarna, Stripe, Lyft κ.ά.
Σύμφωνα με την πλατφόρμα δεδομένων crunchbase, το 2021, 643 δισ. δολάρια διοχετεύτηκαν παγκοσμίως από τα venture capitals έναντι 330 δισ. δολαρίων το 2020, ενώ οι επενδύσεις σε start-ups πρώιμου σταδίου ανάπτυξης (early stage) σημείωσαν σε ετήσια βάση 100% αύξηση. Δηλαδή, το 2021 επενδύθηκαν σε 8.000 εταιρείες 201 δισ. δολάρια έναντι 101 δισ. δολαρίων σε πάνω από 6.500 εταιρείες το 2020.
«Oι start-ups θα αναγκαστούν να βγουν πιο γρήγορα στην κερδοφορία, ενώ έχουμε αφήσει πίσω μας την περίοδο που το φθηνό και εύκολο χρήμα για επενδύσεις έρρεε άφθονο. Πολλές δεν θα καταφέρουν να στραφούν προς την κερδοφορία χωρίς την υποστήριξη επενδύσεων και άλλες δεν θα αντέξουν τον περιορισμό της ζήτησης και την πτώση των εσόδων, με αποτέλεσμα να κλείσουν». Κάπως έτσι σχολιάζει το παγκόσμιο περιβάλλον στον κλάδο των start-ups ο Παναγιώτης Καραμπίνης, διευθύνων σύμβουλος της Endeavor Greece. «Πολλά από τα κορυφαία funds στον κόσμο έχουν διατηρήσει τη δραστηριότητά τους, αλλά οι αποτιμήσεις των εταιρειών έχουν μειωθεί δραστικά. Το ίδιο συμβαίνει και με τον χρόνο που μεσολαβεί μεταξύ των γύρων χρηματοδότησης», επισημαίνει ο κ. Καραμπίνης, παρατηρώντας πως οι επενδυτές είναι πιο συγκρατημένοι στη διοχέτευση κεφαλαίων σε εταιρείες τεχνολογίας.
Το ελληνικό οικοσύστημα
Τι συμβαίνει όμως στη χώρα μας; Είναι γεγονός πως ο τεχνολογικός κόσμος που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα δεν θα μείνει αλώβητος από την κρίση και από την αλλαγή της στάσης των επενδυτών, των εταιρειών-πελατών τους αλλά και των καταναλωτών. Εάν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις για μια επερχόμενη σοβαρή ύφεση, τότε είναι πιθανόν αμερικανικές εταιρείες που αγοράζουν προϊόντα και υπηρεσίες να προχωρήσουν σε περικοπές. Μια τέτοια εξέλιξη θα έπληττε αρκετές ελληνικές start-ups που πωλούν τα προϊόντα τους σε αμερικανικές επιχειρήσεις. Ωστόσο, προς το παρόν, το ελληνικό οικοσύστημα των start-ups διατηρεί μια ανθεκτικότητα και δείχνει –μέχρι στιγμής– αντοχές απέναντι στην κρίση. «Η χρονιά που πέρασε άλλαξε σε πολύ μεγάλο βαθμό τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής start-up σκηνής, η οποία δεν είχε την ανάπτυξη που αναμέναμε μετά τη σημαντική δυναμική που καταγράφηκε το 2021», αναφέρει ο Δημήτρης Καλαβρός-Γουσίου, συνιδρυτής και εταίρος στην εταιρεία κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών Velocity.Partners VC και συνιδρυτής και εταίρος στην εταιρεία επιχειρηματικών συμβούλων Found.ation. «Σε ό,τι αφορά την ελληνική start-up σκηνή, το 2022 χαρακτηρίστηκε από μειωμένες αποτιμήσεις, σαφώς λιγότερες νέες επενδύσεις, λιγότερες νέες εταιρείες και επιχειρηματίες», προσθέτει.
Μειώνονται οι επενδύσεις
Μολονότι από το β΄ τρίμηνο οι επενδύσεις σε start-ups στην Ελλάδα και στο εξωτερικό άρχισαν να επιβραδύνονται, η χρονιά ξεκίνησε αρκετά δυναμικά. «Στην αρχή του 2022 ενθουσιαστήκαμε από μεγάλα γεγονότα, όπως εξαγορές και μεγάλοι γύροι χρηματοδοτήσεων και δανεισμού, που αποτελούσαν όμως απόνερα του 2021. Στη συνέχεια και με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία και την πτώση των χρηματιστηρίων, είχαμε σχεδόν μια απόλυτη ανυπαρξία χρηματοδοτικών γύρων οποιουδήποτε σταδίου», αναφέρει ο Πάνος Παπαδόπουλος, εταίρος στο Marathon Venture Capital. Στις αρχές του έτους, η εταιρεία Flexcar και η Spotawheel σήκωσαν μεγάλους γύρους, ύψους άνω των 200 και 100 εκατ. ευρώ, σε δανειακά και επενδυτικά κεφάλαια. Παράλληλα, εξαγοράστηκαν εταιρείες που ιδρύθηκαν μέσα στην οικονομική κρίση (ή λίγο πριν) και καρπώθηκαν φέτος τα οφέλη της επιχειρηματικής τους προσπάθειας. Πρόκειται για την Pollfish, την Accusonus, που απορροφήθηκε από τη Facebook, αλλά και την Transifex. Μάλιστα, στα μέσα Δεκεμβρίου έκλεισε η συμφωνία απόκτησης του 48,5% της Viva Wallet από την αμερικανική JP Morgan.
Σε ό,τι αφορά την απασχόληση εργαζομένων σε ελληνικές start-ups, ο κ. Καραμπίνης αναφέρει πως το ελληνικό οικοσύστημα καινοτομίας και τεχνολογίας έχει δημιουργήσει περίπου 30.000 θέσεις εργασίας, εκ των οποίων οι 12.700 είναι από start-ups (66% αυτών στην Ελλάδα), πάνω από 8.000 θέσεις εργασίας έχουν δημιουργηθεί από μεγάλες ελληνικές εταιρείες, ενώ άλλες 8.000 θέσεις έχουν δημιουργηθεί από πολυεθνικές εταιρείες στη χώρα.
Δύσκολη χρονιά το 2023
Σε ό,τι αφορά τις χρηματοδοτήσεις του 2022, παράγοντες της αγοράς παρατηρούν σημαντική μείωση άνω του 50% σε αριθμό αλλά και αξία επενδύσεων για τις νεοφυείς εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα. Κάποιοι κάνουν λόγο και για μείωση του ρυθμού των προσλήψεων. «Το φρένο στις επενδύσεις φαίνεται και στη χώρα μας, εάν και συνήθως η παγκόσμια ύφεση αργεί να έρθει σε μικρότερες αγορές», αναφέρει ο κ. Καραμπίνης. «Το 2023 θα είναι μια χρονιά όπου λογικά η πτώση της τάξης του 50% στις επενδύσεις θα αφορά όλες τις start-ups και όχι μόνο αυτές που βρίσκονται σε πρώιμο στάδιο ανάπτυξης», προβλέπει. Σύμφωνα με τον κ. Παπαδόπουλο από το Marathon Venture Capital, «οι περισσότερες εταιρείες έχουν παγώσει τις νέες προσλήψεις και κάποιες προχώρησαν και σε μικρό αριθμό περικοπών. Ταυτόχρονα δεν έγιναν μεγάλοι χρηματοδοτικοί γύροι, που αποτελούν και το καύσιμο νέων προσλήψεων», αναφέρει. «Τα δικά μας νούμερα δείχνουν μείωση των ανοιχτών θέσεων εργασίας της τάξης του 40% σε σχέση με το 2021».
Ορισμένες ελληνικές start-ups δείχνουν λίγο πιο συγκρατημένες σε ό,τι αφορά τα πλάνα ανάπτυξής τους. Λόγω μάλιστα του δυσμενούς περιβάλλοντος, κάποιες αναβάλλουν ορισμένα από τα σχέδιά τους και φιλοδοξούν από το επόμενο έτος να φθάσουν στην κερδοφορία. Σε συνέντευξή του στην «Κ» τον περασμένο Σεπτέμβριο, ο Αλέξανδρος Χατζηελευθερίου, ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της Blueground, δήλωσε πως η εταιρεία θα προσαρμόσει το επιχειρηματικό της πλάνο με πιο προσεκτικά και στρατηγικά βήματα ανάπτυξης. «Εξακολουθούμε να στοχεύουμε στην είσοδό μας στο χρηματιστήριο τα επόμενα έτη και, όταν η αγορά “γυρίσει”, θα το πραγματοποιήσουμε», δήλωσε, προσθέτοντας πως η είσοδος σε νέες αγορές θα γίνει με όσο το δυνατόν λιγότερο κόστος. Η εταιρεία στις αρχές του έτους γνωστοποίησε την επένδυσή της στη βραζιλιάνικη –παρόμοιου αντικειμένου– start-up Tabas, προχωρώντας τον Νοέμβριο στην πλήρη εξαγορά της. Με όχημα την Tabas, έναν δηλαδή γνώριμο σε εκείνη παίκτη, η Blueground επέλεξε να μπει και να επεκταθεί στην αγορά της Λατινικής Αμερικής, αποκτώντας πρόσβαση σε ένα έτοιμο χαρτοφυλάκιο άνω των 1.000 διαμερισμάτων σε κεντρικές περιοχές της Βραζιλίας (Σάο Πάολο, Ρίο ντε Τζανέιρο, Μπραζίλια).
«Σε γενικές γραμμές οι ελληνικές start-ups ποτέ δεν επιδόθηκαν σε ξέφρενο ρυθμό ανάπτυξης και εξόδων. Και όπου αυτό έγινε –πάντα σε μικρότερο βαθμό από τα ανεπτυγμένα οικοσυστήματα– σίγουρα τώρα μπήκε ένα φρένο. Είναι ενδεικτικό ότι οι ελληνικές start-ups έχουν έναν χρόνο ζωής αρκετά μεγαλύτερο από τον μέσο όρο. Βέβαια, συχνά διαπιστώνουμε και πολλές start-ups ζόμπι, που απλώς επιβιώνουν χωρίς να αναπτύσσονται, έχοντας γίνει μικρές, σχεδόν οικογενειακές εταιρείες», υποστηρίζει ο κ. Παπαδόπουλος.
Το φρένο στην ανάπτυξη με στόχο τη συρρίκνωση του κόστους έχει πλήξει και εταιρείες τεχνολογίας που αποτέλεσαν για την Ελλάδα success stories. Πέρυσι, η Free Now (πρώην Βeat) ανακοίνωσε πως αποσύρεται από τη ζημιογόνο αγορά της Λατινικής Αμερικής, όπου λειτουργούσε υπό το brand της Βeat, προκειμένου να ενισχύσει την επένδυσή της στην Ευρώπη. Αυτό επηρέασε 170 εργαζομένους της που απασχολούνταν στο hub στην Αθήνα και είχαν αναλάβει την ανάπτυξη και την υποστήριξη της συγκεκριμένης αγοράς. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό και με τον κατώτερο –των αρχικών προσδοκιών– αντίκτυπο κάποιων εξαγορών στο ελληνικό οικοσύστημα και ευρύτερα στην οικονομία, καθιστά αρκετούς εκπροσώπους επιφυλακτικούς απέναντι στα λεγόμενα success stories. Ωστόσο η εξαγορά κάποιων εταιρειών σηματοδοτεί και το τέλος εποχής για το management team», αναφέρει εκπρόσωπος της αγοράς, δίνοντας ως παράδειγμα εταιρείες όπως η Softomotive (εξαγοράστηκε από τη Microsoft 2020), όπου τα ιδρυτικά στελέχη έφυγαν και ο αριθμός των εργαζομένων δεν ενισχύθηκε σημαντικά.
Οι επενδυτές είναι επιφυλακτικοί
Παρά την επιβράδυνση των επενδύσεων και τη μείωση του αριθμού των λεγόμενων success stories, στην ελληνική αλλά και στην παγκόσμια αγορά υπάρχουν αρκετά διαθέσιμα προς επένδυση κεφάλαια. Η διαφορά ωστόσο είναι πως, πλέον, οι επενδυτές ακολουθούν το δόγμα «wait and see». Δηλαδή, λόγω της παγκόσμιας αβεβαιότητας, οι ίδιοι παραμένουν εξαιρετικά επιφυλακτικοί ως προς τη διοχέτευση των κεφαλαίων τους στην αγορά. Επίσης στην Ελλάδα αρκετά venture capitals επέλεξαν να στηρίξουν κατά τη φετινή χρονιά εταιρείες του χαρτοφυλακίου τους προκειμένου να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητά τους. «Σε ό,τι αφορά τα προς επένδυση κεφάλαια στην ελληνική αγορά, περιμένουμε την έναρξη νέων επενδυτικών σχημάτων τα οποία αναμένεται να καλύψουν το χρηματοδοτικό κενό που παρατηρήθηκε στη χώρα μας το 2022, λόγω της ολοκλήρωσης της επενδυτικής περιόδου των funds του Equifund. Επίσης, δεν είναι πλέον λίγα τα funds από τις γειτονικές χώρες τα οποία παρατηρούμε ότι αφιερώνουν όλο και περισσότερο χρόνο στη χώρα μας προς αναζήτηση ευκαιριών», αναφέρει ο κ. Καλαβρός-Γουσίου. Με κεφάλαια και από την ΕΑΤΕ, ήδη κάποια επενδυτικά σχήματα, όπως τα Venture Friends III, Marathon Venture Capital II, L-Stone Capital κ.ά., έχουν ξεκινήσει τη δραστηριότητά τους, ενώ και το Big Pi Ventures δημιουργεί νέο fund, έτοιμο για νέες επενδύσεις. Από την άλλη, πρόσφατα συστάθηκαν και funds τα οποία προς το παρόν δεν έχουν επιδείξει κάποια αξιοσημείωτη επενδυτική δραστηριότητα. Μεγάλο ενδιαφέρον για επενδύσεις σε νεοφυείς εταιρείες επιδεικνύουν πλέον και family offices, καθώς και εταιρικά επενδυτικά κεφάλαια (corporate venture capital). Ενδεικτική είναι η περίπτωση του επενδυτικού βραχίονα των Public, Public Capital Partners, που πρόσφατα συμμετείχε στον επενδυτικό γύρο ύψους 800 εκατ. δολαρίων της σουηδικής Klarna.
Υπενθυμίζεται πως η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα Επενδύσεων διαθέτει σε επίδοξους fund managers εργαλεία για τη δημιουργία της επόμενης γενιάς των venture capitals. Μέσα από το Ταμείο Ανάκαμψης, συνολικά 500 εκατ. ευρώ θα επενδυθούν από την ΕΑΤΕ για τη δημιουργία νέων σχημάτων με σκοπό αυτά να χρηματοδοτούν start-ups αλλά και ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Η ίδια συμμετέχει περίπου σε 14 επενδυτικά σχήματα, στα οποία έχει δεσμεύσει πάνω από 300 εκατ. ευρώ, ενώ, μέσα από τη συμφωνία συνεπένδυσης ύψους 400 εκατ. ευρώ με τον κρατικό επενδυτικό βραχίονα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, Mubadala Investment Company, επενδύει σε ελληνικά venture capitals και private equity.
Εν τω μεταξύ, η Επιτροπή Έρευνας και Τεχνολογίας της Βουλής δημοσιοποίησε στα μέσα Σεπτεμβρίου έκθεση με αντικείμενο την «επιχειρηματική αξιοποίηση της τεχνολογικής έρευνας και καινοτομίας». Η Επιτροπή, υπό τον πρόεδρό της Χρήστο Ταραντίλη, καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και βουλευτή Επικρατείας της ΝΔ, συνέταξε τη συγκεκριμένη έρευνα μετά από εκτενή διαβούλευση με όλους τους stakeholders. Τόσο θεσμικούς (υπουργούς, πρυτάνεις, επικεφαλής ερευνητικών κέντρων, δημόσιων οργανισμών και ευρωπαϊκών θεσμών κ.ά.) όσο και ιδρυτές νεοφυών (start-up) επιχειρήσεων, τεχνολογικής καινοτομίας και εταιρειών (spin-off) που αξιοποιούν τα αποτελέσματα που παράγονται στα ελληνικά πανεπιστήμια αλλά και ερευνητικά κέντρα της χώρας. Ανάμεσά τους, ιδρυτές ελληνικών εταιρειών που εξαγοράστηκαν από διεθνείς επιχειρηματικούς κολοσσούς, επενδυτές, ιδρυτές ταμείων επιχειρηματικών συμμετοχών, και όχι μόνο, που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας. Η έκθεση περιλαμβάνει σχεδόν 60 προτάσεις πολιτικής για την ενίσχυση του οικοσυστήματος καινοτομίας, οι οποίες εστιάζονται σε θέματα στρατηγικού σχεδιασμού, βελτίωσης των υποδομών, ταλέντου, χρηματοδότησης, οικονομικής αποτελεσματικότητας και προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας.
Διόρθωση αποτιμήσεων
Ορισμένοι εκπρόσωποι της αγοράς εκτιμούν πως, έως έναν βαθμό, η μείωση της ρευστότητας και η επιβράδυνση των χρηματοδοτήσεων εξαιτίας του γενικότερου κλίματος αβεβαιότητας μπορεί να ευνοήσει το ελληνικό οικοσύστημα. Αυτό γιατί η παρούσα συνθήκη θα «διορθώσει» τις αποτιμήσεις των εταιρειών και μπορεί να μειώσει τον ανταγωνισμό μεταξύ ελληνικών και ξένων start-up εταιρειών.
«Πριν, διανύαμε μια περίοδο που υπήρχε παράλογος ανταγωνισμός. Ειδικά για τις ελληνικές start-ups, που σχεδόν καμία δεν είχε τη χρηματοδότηση να ανταγωνιστεί εξωφρενικά πολύ καλά χρηματοδοτημένους και σε εξωφρενικές αποτιμήσεις ανταγωνιστές, αυτή η επιβράδυνση κλείνει την ψαλίδα και ευνοεί όσους είναι πιο παραγωγικοί, έχουν χαμηλότερο κόστος λειτουργίας και πιο σπαρτιατική νοοτροπία», αναφέρει ο Μάρκος Βερέμης, πρόεδρος και συνιδρυτής της Upstream, εταίρος στο Big Pi Ventures και πρόεδρος της Επιτροπής Καινοτομίας του ΣΕΒ. Κατά τον ίδιο, οι ελληνικές εταιρείες έχουν μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα και μεγαλύτερη παραγωγικότητα (έσοδα ανά υπάλληλο), αλλά και πιο σπαρτιατική νοοτροπία, χαρακτηριστικά που είναι απαραίτητα σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Επιπλέον, ο υψηλός μισθολογικός πληθωρισμός στην Αμερική αλλά και το γεγονός πως ο χρόνος παραμονής των εργαζομένων σε εταιρείες τεχνολογίας είναι μικρός (ένας χρόνος μέσο διάστημα παραμονής ενός προγραμματιστή στο Σαν Φρανσίσκο) δημιουργούν ευκαιρίες για την Ελλάδα, «διότι αρχίζει να βγάζει περισσότερο νόημα να στηθούν εδώ πέρα κάποια τμήματα παραγωγής», λέει. «Έχω πάει τρία ταξίδια στις ΗΠΑ το τελευταίο εξάμηνο, συναντώντας πολλές εταιρείες, venture capitals κ.ά. Δεν έχω ξαναδεί μεγαλύτερο ενδιαφέρον για μεταφορά δεξιοτήτων σε άλλες χώρες και η Ελλάδα είναι μία από αυτές». Ο ίδιος εκτιμά πως το επόμενο έτος θα δούμε στην Ελλάδα περισσότερα deals. Συνήθως, όταν υπάρχουν κεφάλαια και ο ανταγωνισμός είναι λιγότερος, αλλά και οι αποτιμήσεις χαμηλότερες, τότε γίνονται περισσότερα deals. Ο μικρότερος ανταγωνισμός θα ωφελήσει ενδεχομένως αρκετές ελληνικές start-ups που βρίσκονται σε σταθερά αναπτυξιακή τροχιά. «Εταιρείες όπως οι Persado, Workable, Blueground, Dialectica κ.ά. είναι σε αρκετά στέρεη φάση. Δεν φοβάμαι για τη βιωσιμότητά τους, διότι δεν έχουν μεγάλο δανεισμό και οι περισσότερες είναι κοντά ή έχουν ήδη φτάσει στην κερδοφορία». Tι τάση θα κυριαρχήσει το επόμενο διάστημα; «Η νοικοκυροσύνη», απαντά ο κ. Βερέμης, καθώς η έμφαση στο cash flow και στην προσεκτική διαχείριση των εξόδων είναι κάτι που είχε ξεχαστεί στα χρόνια της μεγάλης ευφορίας.
Τι φέρνει το 2023
Αισιόδοξες είναι οι περισσότερες προβλέψεις για το 2023, με εκπροσώπους του κλάδου να βλέπουν μεγάλη ζήτηση για προϊόντα σε τομείς όπως η κυβερνοασφάλεια και για προϊόντα που σχετίζονται με τον ψηφιακό μετασχηματισμό όλου του φάσματος των επιχειρήσεων παγκοσμίως. Το 2023, αρκετοί, ανάμεσά τους και ο κ. Παπαδόπουλος, αναμένουν επιστροφή των επενδυτικών γύρων ανάπτυξης (Series B, Series C), καθώς και εξαγορές από εταιρείες αλλά και private equity. Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες, ήδη μεγάλο private equity του εξωτερικού «φλερτάρει» ελληνική νεοφυή εταιρεία που δραστηριοποιείται σε αρκετά δημοφιλή κλάδο τεχνολογίας. «Επίσης, ευελπιστούμε να δούμε τη δημιουργία περισσότερων επενδυτικών ταμείων στην Ελλάδα, ειδικά από νέες και δυναμικές ομάδες που να προέρχονται από πετυχημένες start-ups», αναφέρει. Ο κ. Καλαβρός-Γουσίου εκτιμά πως μεγάλο ενδιαφέρον έχει πλέον το ηλικιακό group των GenZ καταναλωτών αλλά και οι εταιρείες που αναπτύσσουν λογισμικό ως υπηρεσία για εταιρικούς πελάτες (B2BSaaS). «Σε ό,τι αφορά τους GenZers, πιστεύω πως στη δεκαετία που διανύουμε η συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα θα οδηγήσει την επόμενη φάση ανάπτυξης της ψηφιακής οικονομίας παγκοσμίως. Λύσεις που θα απευθύνονται στις χρηματοοικονομικές τους ανάγκες, στον οικονομικό τους αλφαβητισμό, στην ανάγκη τους για συνεχή εκπαίδευση και ανάπτυξη νέων δεξιοτήτων, στον τρόπο με τον οποίο εργάζονται (ευέλικτα, υβριδικά ή παραδοσιακά) αλλά και στη βιωσημότητα».
Σε μια τόσο δύσκολη συγκυρία αρκετοί εκτιμούν πως η Ελλάδα πλεονεκτεί έναντι άλλων χωρών. «Έχουμε το πλεονέκτημα ότι η ελληνική επιχειρηματικότητα έχει αντιμετωπίσει αντίξοες συνθήκες και μακροχρόνιες προκλήσεις, οπότε είμαστε πιο προετοιμασμένοι, οξυδερκείς και ανθεκτικοί ως επιχειρηματίες και πολίτες», καταλήγει ο κ. Καραμπίνης.