Άμεση προτεραιότητα η στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων

Άμεση προτεραιότητα η στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων

Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής επιχειρηματικότητας. Πρέπει να στηριχθούν για να αντέξουν το βάρος των συσσωρευμένων υποχρεώσεων. Σε διαφορετική περίπτωση, το πρόβλημα δεν θα είναι μόνο οικονομικό.

6' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο
Άμεση προτεραιότητα η στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων-1

Κανείς δεν θέλει να θυμάται το 2020. Και κανείς από όσους ζήσαμε αυτή τη χρονιά δεν θα την ξεχάσει, καθώς αφήνει ένα οδυνηρό ίχνος στην ιστορία και μαζί στις προσωπικές και συλλογικές μας μνήμες. Οι ανθρώπινες απώλειες συνεχίζουν να αυξάνονται, την ώρα ακριβώς που αναζωπυρώνει την ελπίδα το μεγάλο επίτευγμα ενός εμβολίου, στον μικρότερο χρόνο που έχει ποτέ βρεθεί και αναπτυχθεί. Πέρα από τις ζωές που χάθηκαν, ένα μεγάλο ερώτημα είναι πώς θα ξαναβρούν οι χώρες, οι πόλεις και οι κοινότητες τη χαμένη κοινωνικότητά τους. Και, βέβαια, πώς θα επουλωθεί η πληγή που αφήνει –αλλά άνισα κατανεμημένη– στην οικονομία όλου του κόσμου αυτό το απότομο φρένο στην οικονομική και παραγωγική δραστηριότητα, σε όλους τους τομείς, σε όλα τα κράτη, χωρίς εξαιρέσεις. Για την Ελλάδα, αυτή η νέα δοκιμασία ήρθε τη χρονιά που όλοι περίμεναν ότι η οικονομία θα σήκωνε κεφάλι ύστερα από δέκα δύσκολα χρόνια. Η ανταπόκριση της χώρας και του κράτους ήταν γενικά επαρκής και σε ορισμένους τομείς και περιόδους πολύ παραπάνω από τις προσδοκίες μας. 

Η χριστουγεννιάτικη περίοδος είναι, έστω και με τις φετινές συνθήκες, πηγή αισιοδοξίας, αλλά θέλει μέτρο για να μη μας παρασύρει πέρα από τη λογική. Η λογική των αριθμών δείχνει πως πραγματικά φαίνεται φως στην άκρη της σήραγγας, αλλά ακόμη δεν έχουμε φτάσει εκεί. Και για να φτάσουμε με ασφάλεια, πρέπει να έχουμε συνείδηση των μεγάλων δυσκολιών που θα βρούμε μπροστά μας το αμέσως επόμενο διάστημα. Αν στη σκέψη όλων το 2021 σηματοδοτεί το σημείο όπου αφήνουμε πίσω μας την πανδημία, τότε το 2021 τουλάχιστον για την οικονομία, αλλά πιθανότατα και από υγειονομική άποψη, δεν αρχίζει την 1η Ιανουαρίου. Οι πρώτοι μήνες του νέου έτους θα μοιάζουν περισσότερο με αυτό που ζήσαμε στη μεγαλύτερη διάρκεια του 2020. Η περασμένη χρονιά θα κλείσει με μια ύφεση της τάξης του 10% – μια μικρή απόκλιση δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Η γενική εκτίμηση για φέτος είναι για ανάπτυξη στην περιοχή του 4-5%, που σημαίνει ότι ίσως ανακτήσουμε μόνο το μισό από το χαμένο έδαφος. Η αναπτυξιακή δυναμική, όμως, δεν θα είναι ισοκατανεμημένη χρονικά. Η ανάπτυξη θα είναι οπισθοβαρής, με ισχυρούς και επιταχυνόμενους ρυθμούς από το β΄ εξάμηνο και μετά, αλλά με υφεσιακό υπόλειμμα στην αρχή της χρονιάς, οπότε είναι πιθανό να έχουμε, έστω για μικρό διάστημα, ίσως ανά περιοχές, συνθήκες λοκντάουν. Κι όταν αρθούν οριστικά όλα τα περιοριστικά μέτρα, και πάλι μόνο σταδιακά θα ανακτούμε όσα ξέραμε ως καθημερινότητα και κανονικότητα, ιδιαίτερα στις καταναλωτικές συμπεριφορές. 

Ένα μεγάλο ζήτημα, επομένως, για τους μήνες που ακολουθούν είναι πώς θα διασφαλίσουμε την επανεκκίνηση των επιχειρήσεων καθώς θα ξανανοίγει η οικονομία. Χρειάζεται μια συγκροτημένη προσπάθεια για να μη δούμε μακροπρόθεσμα βιώσιμες επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν κίνδυνο «αιφνίδιου θανάτου», επειδή θα βρεθούν ξαφνικά απέναντι στην ανάγκη πλήθους άμεσων πληρωμών. Από την αρχή του χρόνου λήγουν τα τραπεζικά «μορατόρια», λόγω της οδηγίας της ΕΚΤ για μέγιστο διάστημα αναστολής δόσεων τους 9 μήνες για κάθε δάνειο. Λίγους μήνες αργότερα, εκπνέει η αναστολή που έχει δώσει το Δημόσιο για την εκπλήρωση φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων. Και, βέβαια, σε συνθήκες ομαλής δραστηριότητας, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να είναι συνεπείς με τις κάθε είδους υποχρεώσεις που δημιουργούνται στη ροή της φυσιολογικής λειτουργίας τους. Καθένα από αυτά ήταν ήδη δύσκολο για αρκετές μικρομεσαίες επιχειρήσεις – ακόμη και πριν από την πανδημία. Τώρα, όλα μαζί συνθέτουν ένα δυσβάστακτο φορτίο. Η σώρευσή τους μπορεί να οδηγήσει πολλές να λυγίσουν κάτω από το βάρος τους και να προτιμήσουν την αναστολή της δραστηριότητάς τους. Είναι μια εξέλιξη που πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια για να αποτρέψουμε, αφενός επειδή είναι άδικο να κλείνουν βιώσιμες επιχειρήσεις, αλλά και για να αποφύγουμε την αρνητική επίπτωση στην ανεργία (ακόμη υπερβολικά υψηλή στη χώρα μας) και την αντίστοιχη επίπτωση στον ρυθμό ανάπτυξης που θέλουμε να πετύχουμε. Το πρόβλημα εστιάζεται στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και μάλιστα στο λιανικό εμπόριο, που έχουν ήδη πληγεί βαριά τα προηγούμενα χρόνια. Πρόκειται για την επιχειρηματικότητα, η οποία, ορθά από κοινωνική άποψη, αποκαλείται «ραχοκοκαλιά» της ελληνικής οικονομίας. Περίπου 600.000 επιχειρήσεις στην Ελλάδα, ατομικές, μικρές και μεσαίες, περιλαμβάνονται σε αυτή την κατηγορία. Ειδικότερα δε, εννιά στις δέκα επιχειρήσεις στην Ελλάδα απασχολούν κάτω από 4 άτομα και οκτώ στις δέκα έχουν κύκλο εργασιών κάτω από 150.000 ευρώ. Αυτοί είναι και οι πιο ευάλωτοι στη συγκυρία. 

Για τα νοικοκυριά, η πολιτεία προχώρησε σε μια γενναία και ουσιαστική παρέμβαση που θα βοηθήσει σημαντικά όσους έχουν δεχτεί το ισχυρότερο πλήγμα από την πανδημία στη μεταβατική περίοδο. Το πρόγραμμα «Γέφυρα» εστιάζει στις ανάγκες των δανειοληπτών και τους διευκολύνει ώστε να αναλάβουν ξανά βήμα προς βήμα ολόκληρο το βάρος της εξυπηρέτησης των δανείων τους. Για την αντίστοιχη διαδικασία που αφορά επιχειρήσεις, και ιδίως μικρομεσαίες, είναι απαραίτητο να υπάρξει χωρίς την παραμικρή χρονοτριβή αντίστοιχη πρωτοβουλία και για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ειδικά για το πρώτο εξάμηνο του 2021. 

Η δομή του χρηματοπιστωτικού τομέα έχει αλλάξει ουσιαστικά με την ανάδυση και στην Ελλάδα, όπως προηγουμένως σε άλλες χώρες με βαθιά κρίση, του κλάδου των Εταιρειών Διαχείρισης. Το βάρος, επομένως, δεν ανήκει αποκλειστικά στο κράτος και στις τράπεζες. Σήμερα, υπάρχουν τρεις άμεσα εμπλεκόμενοι. Το Δημόσιο θα πρέπει να αποφασίσει πώς θα μπορέσουν οι επιχειρήσεις να πληρώσουν οφειλές σε αναστολή και νέες φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις χωρίς να δημιουργηθεί ένα νέο βουνό οφειλών, που να εμποδίζει τη δραστηριότητα των οφειλετών. Οι τράπεζες έχουν την ευθύνη να στηρίξουν κατεξοχήν τους ενήμερους πελάτες τους που έπληξε η πανδημία, ώστε να μη φτιαχτεί μια νέα γενιά «κόκκινων δανείων», με όλες τις δραματικές συνέπειες που είδαμε στο παρελθόν. Αυτή την κληρονομιά του παρελθόντος έχουν στα χέρια τους σήμερα κυρίως οι Εταιρείες Διαχείρισης. Τα χαρτοφυλάκια δανείων σε καθυστέρηση έχουν μοιραστεί σε πολλές κατευθύνσεις: άλλα παραμένουν στους ισολογισμούς των τραπεζών, άλλα έχουν τιτλοποιηθεί, άλλα έχουν πωληθεί σε ιδιώτες επενδυτές. Η διαχείρισή τους, όμως, έχει ως επί το πλείστον ανατεθεί στους εξειδικευμένους οργανισμούς. Επομένως, έχουν εκ των πραγμάτων αναλάβει μια βαριά θεσμική, κοινωνική και κοινωνική ευθύνη. Ο ρόλος τους είναι να βρουν τη δύσκολη αλλά απαραίτητη ισορροπία ανάμεσα στις εύλογες προσδοκίες των πελατών τους (τραπεζών και επενδυτών) και τις πραγματικές ανάγκες και δυνατότητες των δανειοληπτών, ώστε να μεγιστοποιηθεί το όφελος για την οικονομία και να ελαχιστοποιηθούν οι επιπτώσεις στην κοινωνία. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την ανάκαμψη ότι υπάρχει ένας ώριμος πια κλάδος, έτοιμος να αναλάβει αυτό το δύσκολο εγχείρημα.

Η doValue Greece είναι η υπ’ αριθμόν 1 εταιρεία του νέου αυτού κλάδου. Η μοίρα διάλεξε να ξεκινήσει την αυτόνομη πορεία της μέσα στις πρωτόγνωρες φετινές συνθήκες. Η αντιμετώπιση της πανδημίας και η στήριξη των πληγέντων ήταν επιβεβλημένη προτεραιότητα και στο πλαίσιο αυτό ανέστειλε τις πληρωμές σε 86.000 δάνεια, ενώ 50.000 δανειολήπτες εντάχθηκαν στο κρατικό πρόγραμμα «Γέφυρα». Ταυτόχρονα, ρυθμίστηκαν 43.000 δάνεια συνολικού ύψους 1,8 δισ., από τα οποία 7.000 με εξατομικευμένες λύσεις, που λαμβάνοντας υπόψη τις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες των δανειοληπτών περιλάμβαναν άφεση χρέους. Από τις επιχειρήσεις που ρύθμισαν τον δανεισμό τους, η συντριπτική πλειονότητα είναι μικρομεσαίες ή πολύ μικρές σε μέγεθος.  

Ως μέλος του ομίλου της doValue, του κορυφαίου ομίλου που ειδικεύεται στη διαχείριση δανείων και ακινήτων στη Νότια Ευρώπη, έχουμε ένα πρόσθετο οπλοστάσιο για να ανταποκριθούμε στις αυξημένες απαιτήσεις της συγκυρίας. Έχουμε, δηλαδή, τη δυνατότητα να μεταφέρουμε στην ελληνική αγορά εμπειρία, τεχνογνωσία, τεχνολογικές υποδομές και βέλτιστες πρακτικές από προγράμματα που ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη σε άλλες χώρες με αντίστοιχες συνθήκες. Αποτελεί προνόμιο για τον ελληνικό πυλώνα το ότι ο όμιλος δραστηριοποιείται σε δύο ακόμη μεγάλες χώρες, την Ιταλία και την Ισπανία, που είναι κοντά μας σε νοοτροπία αλλά και έχουν αντιμετωπίσει συνθήκες οικονομικής κρίσης, ενώ σήμερα έχουν την ατυχία να δοκιμάζονται πιο σκληρά από οποιεσδήποτε άλλες στην Ευρώπη από την πανδημία. Η αξιοποίηση της εμπειρίας τους και της δικής μας γνώσης της ελληνικής αγοράς και των πελατών μας μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στο να πετύχουμε τη χρυσή τομή για να εξυπηρετήσουν οι μικρομεσαίοι τα δάνειά τους και ταυτόχρονα να εξασφαλιστεί η ομαλή συνέχιση της λειτουργίας τους. 

Για να μπορέσουν, όμως, τόσο οι Εταιρείες Διαχείρισης όσο και οι Τράπεζες αλλά και το Δημόσιο να στηρίξουν εκείνους που έχουν πραγματικά ανάγκη, εκείνους που θέλουν βοήθεια και όχι χάρισμα, εκείνους που μπορούν να τα καταφέρουν, χρειάζεται να απαλλαγούμε από το βάρος όσων για μία ακόμη φορά επιχειρούν να εκμεταλλευτούν μια κακοτυχία κοινή για όλους, ώστε να αποφύγουν υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει και δύνανται να εκπληρώσουν. Στις σημερινές συνθήκες, αυτή η συμπεριφορά, δυστυχώς όχι μεμονωμένη στο παρελθόν, είναι ακόμη πιο επιβλαβής για τις άλλες επιχειρήσεις που δοκιμάζονται, για την οικονομία και το κοινωνικό σύνολο. Ας το πούμε χωρίς περιστροφές: αν δεν πληρώσουν όλοι όσοι μπορούν, θα την πληρώσουν όλοι – και κυρίως οι πιο αδύναμοι.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή