Γιατί δεν αρκούν οι τριάντα «ώρες παρουσίας» στο Σχολείο!

Γιατί δεν αρκούν οι τριάντα «ώρες παρουσίας» στο Σχολείο!

6' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Του Νικήτα Καστή

Επιβεβαιώνοντας εκτιμήσεις πολλών εκ των παροικούντων την Ιερουσαλήμ της οικονομίας, ενώ πλέον διανύουμε περίοδο μάλλον εύθραυστης -για τους λόγους που θα δούμε πιο κάτω – εξισορρόπησης του δημοσιονομικού ελλείμματος, ταυτόχρονα, αργά μα σταθερά, αναδεικνύεται το «θεμελιακό», πρωτογενές έλλειμμα, αυτό της ανάπτυξης.

Για την αντιμετώπιση του οποίου, εκτός από τη διαθεσιμότητα επενδυτικών κεφαλαίων, είναι αναγκαία («συνθήκη») και η διασφάλιση ενός φιλικού (βοηθητικού) θεσμικού περιβάλλοντος (βλ. διαδικασίες αδειοδότησης, ασφάλισης, απονομή δικαιοσύνης κ.α.) καθώς και η διαθεσιμότητα ποσοτικά και ποιοτικά επαρκούς ανθρώπινου κεφαλαίου.

Χρειάζεται, πολύ απλά, να δημιουργούνται δουλειές με την εισροή κεφαλαίων και τη διευκόλυνση της τοποθέτησής τους σε επεκτεινόμενες επιχειρηματικές δραστηριότητες, ενώ ταυτόχρονα να διατίθεται ικανός αριθμός και δη ικανών εργαζόμενων. Ώστε, με την αύξηση της απασχόλησης καθώς και της παραγωγικότητας, που επηρεάζεται από τις διαδικασίες (οργάνωση) αλλά και από τις ικανότητες των εργαζόμενων, να επιτύχουμε την ταχεία οικονομική ανάκαμψη. Μια και τώρα στην αρχή του «επόμενου κύκλου» χρειάζεται να καταφέρουμε αρκετά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, έτσι ώστε να βγούμε από τον φαύλο κύκλο της δημοσιονομικής λιτότητας και να εισέλθουμε στον ενάρετο της ανάκαμψης και της συνεχούς βελτίωσης της βιωσιμότητας του χρέους. Να γιατί, αναδεικνύεται πλέον καθαρά η εντατική και αμφιμονοσήμαντη σύνδεση της ανάπτυξης με την εκπαίδευση, ενόψει μάλιστα της βαθιάς και γενικευμένης κρίσης που περνά η χώρα.

Γι’ αυτόν λοιπόν τον λόγο πρέπει, ξεκινώντας, να προσβλέπουμε στην αναβάθμιση της παρουσίασης των εκπαιδευτικών θεμάτων στον δημόσιο διάλογο και στην ενημέρωση της κοινής γνώμης. Που θα έπρεπε να προβληματίζουν πέραν των συνηθισμένων κατ’ έτος συγκυριών, όπως είναι η έναρξη της σχολικής χρονιάς και οι εισαγωγικές εξετάσεις σε ΑΕΙ-ΤΕΙ. Να προβληματίζουν σχετικά με τις κατάλληλες παρεμβάσεις, για την έγκαιρη αναβάθμιση της ποιότητας του εκπαιδευτικού συστήματος. Που θα το καταστήσει επαρκές να καλύπτει, χωρίς εκπτώσεις, τις αυξανόμενες ανάγκες ενός πολυ-πολιτισμικού μαθητικού πληθυσμού, τις ανάγκες ποιοτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης καθώς και αρχικής και συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης, αλλά και – εξίσου σημαντικό – να διασφαλίζει εκπαίδευση δεύτερης ευκαιρίας για όλους.

Χρειάζεται γι’ αυτό οι φορείς της εκπαίδευσης αλλά και το πολιτικό προσωπικό της χώρας, μαζί και η κοινωνία, να κλείσουν τα αυτιά τους στις σειρήνες του εύκολου εντυπωσιασμού. Και να ευαισθητοποιηθούν και ενημερωθούν κατάλληλα για τις αναγκαίες αυτές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες, κατά τα συμφωνημένα τουλάχιστον στη Συμφωνία Δημοσιονομικής Προσαρμογής & Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων (Μνημόνιο 3ο), θα πρέπει να σχεδιασθούν και εισαχθούν ενδεχομένως στο επόμενο δωδεκάμηνο. Με βάση την εκ νέου και οσονούπω αναμενόμενη διαγνωστική έκθεση του ΟΟΣΑ, και με ορίζοντα εφαρμογής την ερχόμενη δεκαετία.

Στο μεταξύ και απέναντι στον «θόρυβο» μιας επιφανειακής επικοινωνίας, που ενδεχομένως επιταθεί στους μήνες αυτούς, καλό θα ήταν να έχουμε ξεκαθαρίσει ορισμένες σταθερές. Ότι, πριν απ’ όλα, η εκπαίδευση, από την προσχολική ως και κατ’ ελάχιστο την ηλικία των 18 ετών, αποτελεί κοινωνικό αγαθό μεγάλης αξίας, για το άτομο και την κοινωνία στο σύνολό της. Γι’ αυτόν τον λόγο, κάθε κοινωνία, σε όλον πια τον κόσμο, πασχίζει για να διασφαλίζει ότι το αγαθό αυτό προσφέρεται σε όλα τα μέλη της, σε επαρκή ποιότητα και με τις ίδιες προϋποθέσεις, ανεξάρτητα από το κοινωνικό και οικονομικό υπόβαθρο του καθενός.

Να γνωρίζουμε επίσης ότι το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, όπως αναπτύχθηκε, λειτούργησε και επεκτάθηκε εντυπωσιακά σε όλον τον αναπτυγμένο κόσμο, στον 20ο αιώνα, έχει – κι αυτό – εισέλθει σε μακρά κρίση. Η οποία φαίνεται ότι, δυστυχώς, επιβαρύνει συστηματικά τη θέση των οικονομικά ασθενέστερων και κοινωνικά μειονεκτούντων. Έτσι, ενώ υποβαθμίζεται σταδιακά η ποιότητα της δημόσιας σχολικής εκπαίδευσης, στις περισσότερες χώρες και στην Ελλάδα, οι κοινωνίες δεν έχουν βρει τα κατάλληλα εκείνα, νέα θεσμικά σχήματα που θα διασφαλίσουν το δημόσιο χαρακτήρα του κοινωνικού αγαθού. Μια και ακόμη όπου (χώρες) διαπιστώνεται αύξηση των πιστώσεων στο λεγόμενο σύστημα τυπικής εκπαίδευσης δημόσιου χαρακτήρα (σχολείο – πανεπιστήμιο), φαίνεται να επωφελούνται περισσότερο τα υψηλά παρά τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα της κοινωνίας. Με τεράστιους κινδύνους για την κοινωνική συνοχή και μακροπρόθεσμα, και πάλι, για την ανάπτυξη.

Τούτων δοθέντων, θα έλεγε κάποιος ότι μια χώρα με το έλλειμμα ανάπτυξης, όπως αυτό που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, θα ήταν σκόπιμο να εστιάσει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και στη μετά το σχολείο επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση και διά βίου μάθηση. Δυστυχώς, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Γιατί, ενώ εστιάζοντας στη μετά το σχολείο εκπαίδευση και κατάρτιση μπορεί κανείς (υποτίθεται) να διασφαλίσει ταχύτερα το ανθρώπινο κεφάλαιο του πρώτου αναπτυξιακού κύκλου, δεν φαίνεται να διασφαλίζει ταυτόχρονα την αειφορία ενός μακροπρόθεσμα υγιούς αναπτυξιακού μοντέλου, που προϋποθέτει μιαν κοινωνία πολιτών, ανοικτή στην καινοτομία και τη διαφορετικότητα. Έτσι ώστε να διαμορφώνονται οι όροι μιας αυτοτροφοδοτούμενης ανάπτυξης, με ελάχιστο μέσο ρυθμό επέκτασης ίσο με 2% (του ΑΕΠ – σας θυμίζει κάτι αυτό;).

Χαρακτηριστική επ’ αυτού η περίπτωση των ΗΠΑ, που διασφαλίζει, κατά κάποιον τρόπο, την αναπλήρωση του χαμένου στις σχολικές ηλικίες εδάφους («περίφημη» είναι άλλωστε η ανισομερής κατανομή της ποιοτικής σχολικής εκπαίδευσης στις ΗΠΑ), μέσω της διεθνώς ανταγωνιστικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Διά της οποίας συγκεντρώνει τους κατά τεκμήριο πλέον ικανούς – στις κρίσιμες ηλικίες – νέους του κόσμου. Διασφαλίζοντας μεν έτσι την οικονομική ανάπτυξη, αλλά αφήνοντας ακάλυπτο το σχολικό έλλειμμα της κοινωνικής συνοχής. Και η αμερικανική κοινωνία ήδη βιώνει αυτό το έλλειμμα με σοβαρές συνέπειες, με χαρακτηριστικές τις ισχυρές δόσεις του σύγχρονου λαϊκισμού καθώς και την ενίσχυση των κοινωνικών ανισοτήτων.

Επομένως, συμπέρασμα πρώτο: όσοι ασχολούνται με τον σχεδιασμό και την εφαρμογή της εκπαιδευτικής πολιτικής, και βέβαια το υπεύθυνο πολιτικό προσωπικό στην Ελλάδα, δεν δικαιούνται να αφήσουν και άλλες ευκαιρίες να χαθούν. Πρέπει να αναλάβουν δράση στο παρόν – στην επόμενη τριετία για τα μέτρα του εκπαιδευτικού χρόνου -, με εγκυρότητα, συνάφεια και συνέπεια. Μην έχοντας την πολυτέλεια εστίασης σε συγκεκριμένη βαθμίδα ή και μορφή εκπαίδευσης.

Εξ’ ού και συμπέρασμα δεύτερο: η εκπαιδευτική πολιτική, αντίστοιχη των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η χώρα, πρέπει να είναι ολοκληρωμένη, σχεδιασμένη ώστε να υποστηρίξει βήμα-βήμα αλλαγές σε όλες τις βαθμίδες και τους τύπους της εκπαίδευσης και σε συνέργεια. Ο σχεδιασμός ολιστικός και η υλοποίηση καλά τεκμηριωμένη και βήμα-βήμα, για την επόμενη τριετία. Περιλαμβάνοντας καταλυτικές αλλαγές στη λεγόμενη υποχρεωτική εκπαίδευση και την αρχική και μαζί τη συνεχιζόμενη επαγγελματική εκπαίδευση (& κατάρτιση). Και «νοικοκύρεμα», με συγχωνεύσεις και συναγωνισμό στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Αντιμετωπίζουμε, ως κοινωνία, ένα σοβαρό έλλειμμα ανθρώπινου κεφαλαίου! Το οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με αποσπασματικές και άστοχες ρυθμίσεις, με τη μορφή δύο (στο σύνολο των 400) άρθρων του πολυνομοσχεδίου, όπως συζητείται προς ψήφιση στη βουλή τούτες τις μέρες. Και δη με αντικείμενα, το ένα τη συγχώνευση σχολικών μονάδων – χωρίς να διασφαλίζει την ουσιαστική υποστήριξη της αναγκαίας να εφαρμοσθεί σχετικής πολιτικής -, και το άλλο τον ελάχιστο αριθμό «ωρών παρουσίας» (30), που θα πρέπει να «συμπληρώνουν» όλοι οι εκπαιδευτικοί στον χώρο του σχολείου. Με μιαν έως κωμική αναφορά στα καθήκοντα, που θα φέρουν τότε σε πέρας, πέραν των ωρών διδασκαλίας! Να είμαστε σίγουροι ότι ακόμη και 60 να γίνουν οι ώρες αυτές, το προαναφερθέν έλλειμμα θα παραμένει. Όσον, μαζί ενδεχομένως με μιαν παρόμοια ρύθμιση, δεν εισάγεται ένα πλαίσιο ρύθμισης της συνολικής λειτουργίας της σχολικής μονάδας.

Ας μη θεωρούμε ότι το έλλειμμα ανθρώπινου κεφαλαίου οφείλεται (μόνον) σε έλλειμμα πόρων. Στην πραγματικότητα πρόκειται για έλλειμμα σοβαρότητας, συνέπειας, επιστημοσύνης και επαγγελματισμού στην προσέγγιση του εκπαιδευτικού ζητήματος. Αυτό χαρακτηρίζει, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, τις πολιτικές ηγεσίες, τους εκπροσώπους των ομάδων συμφερόντων στην εκπαίδευση, των κοινωνικών εταίρων αλλά και πολλών εκπροσώπων των φορέων ενημέρωσης. Είναι το έλλειμμα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε άμεσα, ώστε να μπορέσουμε να καλύψουμε εντέλει το άλλο, το έλλειμμα ανάπτυξης.

Αυτό άλλωστε κατάφερε, στην πραγματικότητα, η Φινλανδία, δέκα τουλάχιστον χρόνια πριν δούμε τη χώρα αυτή να πρωτοπορεί με τις επιδόσεις της, ταυτόχρονα στην οικονομία και την εκπαίδευση. Κατάφερε να καταστήσει την τελευταία κοινωνικό πρόταγμα και σταθερό στόχο άσκησης πολιτικής. Αντί να την τοποθετεί παροδικά στο «στόχαστρο» της πολιτικής αντιπαράθεσης και της εξ αυτής ενημέρωσης!

*Ο Δρ Νικήτας Καστής είναι σύμβουλος πολιτικής για το εκπαίδευση και απασχόληση στην εταιρία Mind2Innovate. Οι απόψεις του δεν αποτελούν και θέσεις του μελετητικού φορέα, στον οποίο προσφέρει τις υπηρεσίες του.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή