Ναι στην αξιολόγηση και στην αξιοκρατία, αλλά όχι στην αριστεία;

Ναι στην αξιολόγηση και στην αξιοκρατία, αλλά όχι στην αριστεία;

4' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Αρίστευσα, μπαμπά!» ακούτε το παιδί από το διπλανό τραπέζι να λέει. Τι θα μπορούσε να εννοεί άραγε; Ότι βελτιώθηκε, για παράδειγμα, σημαντικά σε σχέση με την επίδοση της προηγούμενης χρονιάς και πέτυχε 14.000 μόρια στις πανελλαδικές εξετάσεις; Ή ότι κατάφερε να τερματίσει σε έναν αγώνα αντοχής, ακόμη κι αν βγήκε τελευταίο; Μάλλον όχι. Δεν αναφέρεται στην προσωπική του βελτίωση, αλλά στη διάκρισή του έναντι των συμμαθητών ή συναθλητών του. Με λίγα λόγια, αριστεία σημαίνει διάκριση. Και διάκριση δεν σημαίνει απαραίτητα αυτοβελτίωση ή αυτοπραγμάτωση. Πάνω από όλα, δεν σημαίνει ευτυχία. Η στενή κομματική και ιδεοληπτική αντιπαράθεση, όμως, δεν μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε το ζήτημα αντικειμενικά.

Στην πράξη είναι δύσκολο κανείς να αυτοβελτιωθεί δίχως να συγκριθεί με άλλους ώστε να διαπιστώσει αν υπερέχει ή υστερεί. Αν πω ότι το ατομικό μου ρεκόρ στα 100μ. είναι 10.96 μπορείτε να μου πείτε αν είμαι ικανός σε αυτό το αγώνισμα; Θα ρωτήσετε πιθανόν ποιο είναι το παγκόσμιο και το πανελλήνιο ρεκόρ και την κατάταξή μου στις ελληνικές λίστες της χρονιάς. Τότε θα αποκτήσετε μια εικόνα για την ικανότητά μου. Αναλογιστείτε μάλιστα ότι μιλάμε για αγώνισμα με αντικειμενικά κριτήρια και χρονόμετρο όπου μπορείτε εύκολα να αποκομίσετε μια αντικειμενική εικόνα. Ακόμη κι εγώ όμως, περίπου το ίδιο θα κάνω. Θα κοιτάω τους άλλους για να κρίνω τον εαυτό μου.

Η αρχική διατύπωση της κοινωνιοψυχολογικής θεωρίας της κοινωνικής σύγκρισης από τον Festinger το 1954 πραγματοποιεί την υπόθεση ότι οι άνθρωποι κοιτάμε κυρίως τους ελαφρά καλύτερους από εμάς για να κρίνουμε τους εαυτούς μας και να μπορούμε να βελτιωνόμαστε. Σε ανθρωπιστικές προσεγγίσεις της ψυχολογίας η αυτοβελτίωση και η πλήρης αξιοποίηση των εγγενών μας δυνατοτήτων, η λεγόμενη «αυτοπραγμάτωση», αποτελεί θεμελιώδη ανάγκη του ατόμου. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, η σύγκριση με τους άλλους είναι αναπόφευκτη και η τάση μας να μιμηθούμε τους καλύτερους είναι εγγενής. Ένα ενδιαφέρον ερώτημα είναι αν αυτή η εγγενής τάση για βελτίωση θα ενδυναμωθεί περισσότερο εφόσον, ως κοινωνία, επιβραβεύουμε τους διακριθέντες με χρήματα, κύρος, βραβεία ή μετάλλια, όπως επιτάσσει η κουλτούρα της αριστείας.

Σε ένα κλασικό ψυχολογικό πείραμα του 1971, o Edward Deci ανέθεσε στους συμμετέχοντες να κάνουν μια εγγενώς ενδιαφέρουσα δραστηριότητα, συγκεκριμένα, να παίξουν με ένα τρισδιάστατο παζλ. Τους χώρισε σε δυο ομάδες, αλλά μόνο στη μια ομάδα έδωσε χρηματική ανταμοιβή για να συμμετάσχει. Όταν τελείωσε το έργο, έφυγε από το δωμάτιο και παρακολούθησε τους συμμετέχοντες από ένα καθρέφτη διπλής όψης. Είχαν άραγε μεγαλύτερο κίνητρο να ασχοληθούν με το παζλ όσοι είχαν εισπράξει χρηματική ανταμοιβή; Στην πράξη, το αντίθετο συνέβη: οι συμμετέχοντες που είχαν λάβει αμοιβή ασχολήθηκαν λιγότερο με το παζλ. Ήταν η πρώτη ένδειξη ότι οι ανταμοιβές υπονομεύουν τις εγγενείς τάσεις των ανθρώπων.

Από τότε ακολούθησαν εκατοντάδες έρευνες (εντός της θεωρίας που αργότερα ονομάστηκε θεωρία αυτοπροσδιορισμού – ο Deci είναι βασικός συν-συγγραφέας) που έδειξαν ότι, όταν οι άνθρωποι ανταμείβονται για τις επιδόσεις τους, παύουν να κάνουν τις δραστηριότητες γιατί τους εκφράζουν ή τους ταιριάζουν. Τις κάνουν για τις ανταμοιβές. Έτσι, ακόμη κι αν πετυχαίνουν, δεν είναι πλέον το ίδιο δημιουργικοί και ευτυχισμένοι αφού έχουν χάσει πλέον την επαφή με τις εγγενείς τους τάσεις. Έχουν βγει, με άλλα λόγια, από το μονοπάτι της αυτοπραγμάτωσης.

Παιδιά, για παράδειγμα, παρατούν τον αθλητισμό όταν σε μεγαλύτερες ηλικιακές κατηγορίες δεν μπορούν πλέον να κατακτήσουν μετάλλια. Φοιτητές εγκαταλείπουν το διάβασμα επειδή δεν μπορούν να πετύχουν τις υψηλές επιδόσεις των παιδικών τους χρόνων. Εργαζόμενοι δυστυχούν γιατί καταλήγουν να εργάζονται μόνο για τα χρήματα ή το μπόνους.

Το ίδιο συμβαίνει ακόμη κι αν η επιβράβευση της διάκρισης εντοπίζεται σε συλλογικό επίπεδο (το σημειώνω γιατί ο Υπουργός Παιδείας Κώστας Γαβρόγλου πρόσφατα τάχθηκε υπέρ αυτού του είδους διάκρισης). Η υπονομευτική επίδραση των ανταμοιβών διαπιστώνεται και στις συλλογικότητες, αν και τα αρχικά ευρήματα δείχνουν ότι είναι ηπιότερη από ό,τι σε αυστηρά ατομικό πλαίσιο.

Είναι λοιπόν σημαντικό η ανάπτυξη των ικανοτήτων μας να μην συνοδεύεται από μια κουλτούρα ατομικής ή συλλογικής ανταμοιβής – μέσω βραβείων, κύρους, επαίνων ή χρημάτων- των ανθρώπων που διακρίνονται. Οποιαδήποτε εξωγενής επιβράβευση της διάκρισης, ακόμη και μέσω του κοινωνικού κύρους του τίτλου του «άριστου», μπορεί να υπονομεύσει την προσπάθεια εκπλήρωσης των εγγενών μας δυνατοτήτων και, εν τέλει, την ευτυχία μας. Οι άνθρωποι άλλωστε πάντα θα κοιτάμε τους γύρω μας για να αυτοαξιολογούμαστε και θα προσπαθούμε να βελτιωθούμε. Ιδανικά, το περιβάλλον θα μας παρέχει την πληροφόρηση δίχως ανταμοιβές και θα μας δίνει διεξόδους για τη συνεχή εξέλιξή μας μέσω της αξιολόγησης και της τοποθέτησής μας σε κατάλληλες θέσεις – δηλαδή, μέσω της αξιοκρατίας.

Έχοντας πλήρη άγνοια των παραπάνω επιστημονικών ευρημάτων και θεωριών, οι πολιτικές δυνάμεις που εξαίρουν την αριστεία παραβλέπουν τις αρνητικές επιπτώσεις της στην ανάπτυξη και την ευτυχία των ανθρώπων. Από την άλλη, οι πολιτικές δυνάμεις που καταδικάζουν την αριστεία – συνήθως λόγω ιδεολογίας και όχι λόγω επιστημονικής κατάρτισης- υπονομεύουν παράλληλα την αξιολόγηση και δεν αναζητούν σοβαρούς τρόπους ώστε οι άνθρωποι να λαμβάνουν συστηματικά πληροφόρηση για τις δραστηριότητές τους και να μπορούν να βελτιώνονται. Ταυτόχρονα, δεν φροντίζουν να τοποθετούν τους ανθρώπους σε θέσεις ανάλογες των ικανοτήτων τους. Τελευταίο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της στείρας πολιτικής σύγκρουσης είναι η καθιέρωση ενός «όρκου αριστείας» στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και ο χαρακτηρισμός του ως «αρλουμπολογία» από τον υπουργό κ. Γαβρόγλου. Η σύγκρουση βαίνει αυξανόμενη μέχρι σήμερα εις βάρος του εκπαιδευτικού συστήματος.

Αν θέλαμε να θέσουμε λακωνικά το επιστημονικό συμπέρασμα, θα λέγαμε «ναι» στην αξιολόγηση και στην αξιοκρατία, αλλά «όχι» στην αριστεία. Για να βαδίσουμε στη σωστή κατεύθυνση, όμως, πρέπει η πολιτική να παύσει να στηρίζεται στην ιδεοληψία και στο φανατισμό και να αρχίσει να βασίζεται περισσότερο στην επιστήμη. Μόνον τότε θα μπορεί να βοηθήσει πραγματικά τους ανθρώπους να βρουν την ευτυχία.

* Ο κ. Αλέξης Αρβανίτης είναι Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή