Eνα γεγονός που οι δυτικές κοινωνίες δεν φαίνεται να έχουν συνειδητοποιήσει ακόμα είναι η, σχεδόν νομοτελειακή, επερχόμενη έλλειψη επαρκούς ποσότητας τροφίμων για τις ανάγκες του αυξανόμενου πληθυσμού. Οι αριθμοί είναι δυστυχώς αμείλικτοι και δεν αμφισβητούνται από κανέναν. Μέχρι το 2050, ο παγκόσμιος πληθυσμός θα έχει αυξηθεί στα 10 δισ. ανθρώπων, από τα 7,5 δισ. που είναι σήμερα. Ταυτόχρονα, η καλλιεργήσιμη επιφάνεια της γης θα παραμείνει, στην καλύτερη περίπτωση, σταθερή στα περίπου 50 δισ. στρέμματα.
Όλα τα παραπάνω σημαίνουν ότι η πρωτογενής παραγωγή θα πρέπει να αυξηθεί έως το 2050 κατά τουλάχιστον 50%. Είναι ένας στόχος, η επίτευξη του οποίου φαντάζει σχεδόν αδύνατη, αν λάβει κανείς υπόψη του τις σημερινές διαθέσιμες τεχνολογίες αλλά και την πολιτική απροθυμία πολλών κυβερνήσεων να αναγνωρίσουν το πρόβλημα.
Να σημειωθεί ότι η αύξηση αυτή θα πρέπει να συνοδευτεί, όσο κι αν αυτό ακούγεται αντιφατικό, από μια ταυτόχρονη, σημαντική στρεμματική μείωση όλων των φυσικών πόρων που χρησιμοποιούνται στη γεωργία (νερό, ενέργεια, λιπάσματα, ανθρωποώρες κ.λπ.), μια που ο αυξανόμενος ανθρώπινος πληθυσμός θα ανταγωνίζεται ευθέως τη γεωργία στην κατανάλωσή τους. Με άλλα λόγια, πρέπει να επιτύχουμε τη λεγόμενη «αειφόρο εντατικοποίηση» (sustainable intensification).
Είναι φανερό ότι, για να επιτευχθούν ταυτόχρονα όλοι οι ανωτέρω στόχοι, η αγροτεχνολογία θα πρέπει να κινηθεί άμεσα προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις, όπως στην ανάπτυξη πιο παραγωγικού πολλαπλασιαστικού υλικού με στοχευμένες διατροφικές ιδιότητες, τη δραστική μείωση της κατανάλωσης νερού, την αξιόπιστη πρόβλεψη του καιρού σε μικροτοπικό επίπεδο, την ανάπτυξη και τη χρήση εφαρμογών digital farming για τη μείωση των εισροών, τη χρήση drones, κ.λπ.
Δυστυχώς ο μικρός μέσος κλήρος, ένα παλιό και αναγνωρισμένο πρόβλημα της ελληνικής γεωργίας, δεν αποτελεί τροχοπέδη μόνο στο παρόν, αλλά, αν δεν αλλάξει κάτι δραστικά, θα αποτελέσει σοβαρότατο εμπόδιο και στο μέλλον όσον αφορά την οικονομική βιωσιμότητα των παραγωγών και στη χρήση εργαλείων ψηφιακής γεωργίας. Ως εκ τούτου, καθίσταται ακόμα πιο εμφανές ότι η προοπτική ανάπτυξης της γεωργίας και της αύξησης του αγροτικού εισοδήματος περνάει οπωσδήποτε μέσα από συνεργασίες, βασισμένες πάνω σε οργανωμένες ομάδες παραγωγών από τη μια πλευρά και τη συμβολαιοποιημένη παραγωγή προϊόντων συμφωνημένων προδιαγραφών από την άλλη, δημιουργώντας προστιθέμενη αξία στον τελικό χρήστη, είτε είναι αυτός ο καταναλωτής είτε η βιομηχανία τροφίμων.
Αναγκαίοι οι ρεαλιστικοί στόχοι
Η νέα πολιτική της Ε.Ε. όσον αφορά την Πράσινη Συμφωνία, τις Στρατηγικές «Από το αγρόκτημα στο Πιάτο» και τη Βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2030, πιστεύω ότι αντιμετωπίστηκε θετικά από το σύνολο του κλάδου της αγροδιατροφής, έναν διαχρονικά ένθερμο υποστηρικτή κάθε προσπάθειας προστασίας του περιβάλλοντος, του καταναλωτή και των φυσικών πόρων. Ταυτόχρονα, όμως, έχουμε την υποχρέωση ως κλάδος να καταδείξουμε το γεγονός ότι απαραίτητη προϋπόθεση κάθε ευρωπαϊκής νομολογίας είναι οι στόχοι που τίθενται να είναι ρεαλιστικοί, να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας και να δίνεται το κατάλληλο χρονικό περιθώριο για την επίτευξή τους.
Σε κάθε άλλη περίπτωση, η Ευρώπη μας κινδυνεύει να απολέσει σταδιακά κάθε ουσιαστική αγροτική δραστηριότητα, κάτι που, πέρα από τον αναπόφευκτο οικονομικό αντίκτυπο, θα θέσει σε μεγάλο κίνδυνο τον βασικό στρατηγικό στόχο που κάθε κράτος ή ένωση κρατών πρέπει να έχει: αυτόν της επισιτιστικής επάρκειας.
Η ΕΤΑΙΡΕΙΑ ME MIA MAΤΙΑ
Η Κ&Ν Ευθυμιάδης Μ.Α.Β.Ε.Ε. ιδρύθηκε το 1935 και είναι η μεγαλύτερη εταιρία του Ομίλου Ευθυμιάδη. Ο Όμιλος περιλαμβάνει 10 επιχειρήσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, οι οποίες παρέχουν προϊόντα και υπηρεσίες στη Γεωργία για την παραγωγή αγροτικών προϊόντων με υψηλή προστιθέμενη αξία και απασχολούν 330 εργαζομένους, ενώ πραγματοποιούν συνολικό τζίρο 75 εκ.€.