Το ισχύον άρθρο 32 του Συντάγματος «απειλεί» με πρόωρη διάλυση της Βουλής στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί η αυξημένη πλειοψηφία των 180 βουλευτών για την εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας. Η διάταξη αυτή αποσκοπούσε, κατά την αρχική αντίληψη του συντακτικού νομοθέτη του 1975, στο να ωθήσει τις πολιτικές δυνάμεις στην εκλογή προσώπων με την ευρύτερη δυνατή συναίνεση.
Επειδή, όμως, δεν μπορούσε να αποκλεισθεί η σκόπιμη πρόκληση πρόωρων εκλογών μέσω της διαδικασίας του άρθρου 32, κατά τις εργασίες της συνταγματικής αναθεώρησης του 2001 προτάθηκε η αποσύνδεση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από το ενδεχόμενο πρόωρης διάλυσης της Βουλής. Σχετική πρόταση είχε διατυπωθεί ήδη από το 1995 σε άρθρο του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, ο οποίος υποστήριξε ότι η «προσφυγή στις εκλογές σε περίπτωση αδυναμίας της Βουλής να αναδείξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας είναι βλαπτική για την ομαλή πορεία της οικονομίας και αντιβαίνει στη σύλληψη του Συντάγματος για την ανάγκη τετραετούς θητείας της Βουλής για ολοκλήρωση και κρίση του κυβερνητικού έργου».
Κατά τις εργασίες συνταγματικής αναθεώρησης του 2001 η διάταξη του άρθρου 32 για πρόωρη διάλυση της Βουλής χαρακτηρίστηκε «ανακοπή» του πολιτεύματος, «εκβιαστικό δίλημμα», αιτία πρόκλησης πολιτικών συμπεριφορών που δεν τιμούν το κοινοβουλευτικό σύστημα, «πρωτοφανής για τα παγκόσμια συνταγματικά χρονικά», «δαμόκλειος σπάθη» και ρύθμιση που δεν βοηθά το πολίτευμα και διακινδυνεύει το συνταγματικο-πολιτικό αγαθό της κυβερνητικής σταθερότητας. Τελικά, όμως, το άρθρο 32 δεν αναθεωρήθηκε το 2001 επειδή δεν συγκεντρώθηκε η απαιτούμενη πλειοψηφία.
Η μετέπειτα πολιτειακή πραγματικότητα επιβεβαίωσε αναμφίβολα την ανάγκη αναθεώρησης του άρθρου 32, ώστε να αποσυνδεθεί η διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από την προκήρυξη πρόωρων εκλογών. Στην αναγκαιότητα αυτή φαίνεται να συμφωνούν όλες οι πολιτικές δυνάμεις. Δεν υπάρχει, όμως, συμφωνία ως προς το ακόλουθο ερώτημα: Μήπως θα πρέπει να εκλέγει ο ίδιος ο λαός τον νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, εάν δεν επιτευχθεί αυξημένη πλειοψηφία στη Βουλή παρά τις επανειλημμένες προς τούτο προσπάθειες; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να είναι, κατά την άποψή μου, αρνητική: Η άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον λαό θα προσδώσει στοιχεία ημι-προεδρικού συστήματος στο πολίτευμά μας και θα εμπλέξει εν τοις πράγμασι τον υπερκομματικό πρόεδρο σε έναν προεκλογικό κομματικό αγώνα. Κυρίως, όμως, η άμεση εκλογή δημιουργεί τον κίνδυνο μιας «δυαρχίας», όπου ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, χωρίς το Σύνταγμα να του χορηγεί ουσιαστικές αρμοδιότητες, θα μπορεί να προτάσσει έναντι του πρωθυπουργού τη λαϊκή του νομιμοποίηση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος.
Αλλά ακόμη και εάν δεν συμφωνήσουν οι πολιτικές δυνάμεις ως προς το σημείο αυτό στην τρέχουσα πρώτη φάση της διαδικασίας αναθεώρησης, θα παραμείνει το κέρδος της αποσύνδεσης της προεδρικής εκλογής από τις βουλευτικές εκλογές. Η δε νέα Βουλή, η αποκαλούμενη και «αναθεωρητική», θα αποφασίσει για την ειδικότερη διαδικασία με την οποία θα εκλέγεται ο Πρόεδρος. Θα έχουν εξάλλου μεσολαβήσει οι βουλευτικές εκλογές του 2019, στις οποίες ο λαός θα κληθεί να αποφασίσει και με βάση τις προτάσεις των κομμάτων για τη συνταγματική αναθεώρηση.
* Ο κ. Σπύρος Βλαχόπουλος είναι καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ.