Θόδωρος Σκυλακάκης: O Νίκος Λιναρδάτος ήταν ένας ευπατρίδης στην πολιτική

Θόδωρος Σκυλακάκης: O Νίκος Λιναρδάτος ήταν ένας ευπατρίδης στην πολιτική

2' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Υπάρχουν στην πολιτική αυτοί που φαίνονται και ακούγονται, υπάρχουν όμως και κάποιοι που η ευρεία κοινή γνώμη δεν έχει την ευκαιρία να γνωρίσει σε βάθος, αν και είναι άνθρωποι ξεχωριστοί και ιδιαίτεροι. Ο Νίκος Λιναρδάτος που «έφυγε» πριν από λίγες ημέρες ήταν ένας από αυτούς. Τον γνώρισα πολύ νέος, το 1987 στην επιτροπή εκλογών που είχε σχηματίσει ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Μητσοτάκης λίγο πριν από τις μεγάλες εκλογικές νίκες του 1989-90. Ανθρωπος σπάνιου ήθους και ανιδιοτέλειας, βαθιά δημοκράτης, προσηλωμένος στους θεσμούς και στις αξίες μιας αστικής τάξης που δυστυχώς δεν υπάρχει πια και έχω δυσκολία να εξηγήσω στους νεότερούς μου ότι κάποτε υπήρξε. Η πορεία του στην ενεργό πολιτική ήταν σύντομη. Μετά την πτώση της δικτατορίας (που την έλεγε πάντα χούντα), ανέλαβε καθήκοντα γενικού γραμματέα Τύπου και Πληροφοριών και αργότερα υφυπουργός Τύπου της υπηρεσιακής κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή που διεξήγαγε τις εκλογές του 1974. Διετέλεσε υφυπουργός Προεδρίας της κυβέρνησης Τζαννετάκη και υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ στην κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Στην κυβέρνηση εκείνη τον είχα για σχεδόν δύο χρόνια προϊστάμενο στο Μέγαρο Μαξίμου και, στο πλαίσιο των καθημερινών συσκέψεων της εποχής εκείνης, είδα το πώς επηρέαζε τον τότε πρωθυπουργό. Είχε ρεαλισμό ασφαλώς αλλά πάντα μια έντονη αίσθηση του δικαίου και του θεσμικά σωστού. Κάτι που έχει ανάγκη να έχει δίπλα του κάθε πρωθυπουργός για να μην παρασύρεται από την Κίρκη της εξουσίας.

Με τον ίδιο τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη είχε βαθύ δεσμό που στηριζόταν σε κοινές δημοκρατικές και φιλελεύθερες πολιτικά πεποιθήσεις, αλλά και στην εμπιστοσύνη που είχε ο τελευταίος στη χωρίς καμία υστεροβουλία κρίση του Νίκου Λιναρδάτου για ανθρώπους, πράγματα και καταστάσεις. Ως προσωπικότητα, η φυσική του ευγένεια, το ιδιότυπο κεφαλονίτικο χιούμορ του, το γλυκό χαμόγελό του σε κέρδιζαν από την πρώτη στιγμή. Η ειλικρίνειά του, η καλή του προαίρεση, η γνήσια αγάπη του για την πατρίδα, χαρακτηριστικά όλα ενός πραγματικού ευπατρίδη, ήταν τα σπουδαιότερα πολιτικά προσόντα του. Αγαπούσε επίσης πολύ τον τόπο καταγωγής του, το Ληξούρι, και το βοηθούσε όπου κι όπως μπορούσε. Εκεί τα καλοκαίρια ερχόταν σε πιο άμεση επαφή με την ελληνική κοινωνία και μάταια προειδοποιούσε όσους ήθελαν να ακούσουν (και ήταν λίγοι) για τα μελλούμενα.

Εγραφε στις 5 Απριλίου του 2008: «Καταχείμωνο στο Ληξούρι. Ολημερίς. Δευτέρα έως Σάββατο· και μερικές ώρες την Κυριακή. Ουρές στα ταμεία του σούπερ μάρκετ. Μόνο οι ντόπιοι. Ο,τι επιθυμήσει η καρδιά σου. Εφτά μάρκες malt ουίσκι. Η τοπική οικονομική παραγωγή ασήμαντη. Μυστήριο. Τα καφενεία ανοιχτά από το πρωί. Η χώρα μας πρέπει να έχει τον μεγαλύτερο κατά κεφαλήν αριθμό δημόσιων καρεκλών, πολυθρονών κ.ο.κ.».

Και λίγους μήνες αργότερα, στις 6 Σεπτεμβρίου 2008: «Αποτελούμε ένα σύνολο ατόμων, κανένα από τα οποία δεν είναι πρόθυμο, δεν είναι διατεθειμένο να δώσει, να συνεισφέρει· για το κοινό καλό… Ολοι προσπαθούν και έχουν καταφέρει να απομυζούν μεγάλο κομμάτι του οικονομικού προϊόντος της χώρας. Ο ένας από τον άλλον. Ολα τα κοινωνικά στρώματα· όλες οι επαγγελματικές ομάδες· τα άτομα. Χωρίς ηθικές αναστολές. Αλληλοτρωγόμαστε. Στην κυριολεξία».

Η συνέχεια δυστυχώς τον δικαίωσε. Και είναι κρίμα που έφυγε τώρα, σε μια στιγμή ιστορικής αλλαγής, όπως εκείνες που έζησε από πρώτο χέρι το 1974 και αργότερα το 1989. Τώρα που για πρώτη φορά διαφαίνεται ότι η κοινωνία αρχίζει να αλλάζει. Οχι δυστυχώς γιατί άκουσε ευγενικές φωνές, όπως αυτή του Νίκου Λιναρδάτου, αλλά γιατί έμαθε πλέον από τα παθήματα που μεσολάβησαν.

* Ο κ. Θόδωρος Σκυλακάκης είναι πρώην ευρωβουλευτής.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή