Ο νόμος για την επιτάχυνση των δικών (4)

Ο νόμος για την επιτάχυνση των δικών (4)

5' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οπως ήδη παρατηρήθηκε σε προηγούμενο σημείωμα («Καθημερινή» 21.11.01), η κατάργηση της προδικαστικής απόφασης (και γενικότερα της πρώτης συζήτησης) όχι μόνον θα υποβαθμίσει την ποιότητα της δικαιοσύνης, αλλά δεν θα επιτύχει ούτε τον στόχο της ελαφρύνσεως του φόρτου των δικαστηρίων. Αντίθετα, θα δημιουργήσει σοβαρότατη και αδικαιολόγητη αύξηση του φόρτου. Ενδιαφέρον από την πλευρά αυτή παρουσιάζουν ορισμένα στατιστικά στοιχεία.

1. Προδικαστικές

και μετ’ απόδειξη αποφάσεις

Ετσι, από στατιστικά στοιχεία των Πρωτοδικείων Αθηνών και Πειραιώς (όσα βέβαια είναι διαθέσιμα) προκύπτει ότι ο αριθμός των προδικαστικών αποφάσεων είναι πολύ μεγαλύτερος (σχεδόν διπλάσιος) από τον αριθμό των μετ’ απόδειξη αποφάσεων. Αυτό κατά τη γνώμη μου δεικνύει τον δικαιοδοτικό ρόλο τον οποίο παίζει η προδικαστική απόφαση. Δηλαδή δείχνει ότι πολλές φορές μετά την προδικαστική απόφαση δεν προχωρεί ή συμβιβάζεται μία υπόθεση σε μεγάλο βαθμό, ακριβώς διότι έχει την καθοδήγηση της προδικαστικής. Από την άλλη πλευρά, από τα ίδια στοιχεία προκύπτει ότι ο συνολικός αριθμός των αποφάσεων της τακτικής διαδικασίας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς για κάθε μία από τις χρονιές είναι πολύ μεγαλύτερος από το άθροισμα των προδικαστικών και των μετ’ απόδειξη και μάλιστα περισσότερο από διπλάσιος. Αυτές οι αποφάσεις οι οποίες δεν είναι ούτε προδικαστικές ούτε μετ’ απόδειξη είναι προφανές ότι είναι οι απορριπτικές από την πρώτη συζήτηση. Αυτό σημαίνει ότι περισσότερο από το 80% των υποθέσεων λύνονται θετικά ή αρνητικά από την πρώτη συζήτηση (με οριστική απορριπτική ή με προδικαστική απόφαση), χωρίς να χρειασθεί να γίνει η διαδικασία των διεξαγωγών με την εξέταση μαρτύρων που είναι το κυρίως χρονοβόρο τμήμα της τακτικής διαδικασίας. Οι δε μετ’ απόδειξη αποφάσεις είναι μεταξύ του 15% και 20% του συνόλου των αποφάσεων του Πολυμελούς Πρωτοδικείου.

Η επιβάρυνση των δικαστηρίων

Από τα στοιχεία αυτά πιστεύω ότι φαίνεται πόσο μεγάλη θα είναι η επιβάρυνση των δικαστηρίων όταν θα πρέπει να δικάσουν επί της ουσίας (δηλαδή να εξετάσουν και μάρτυρες και να αξιολογήσουν και το αποδεικτικό υλικό) το σύνολο αυτών των υποθέσεων και να εκδώσουν απόφαση που και τα νομικά θέματα να λύνει αλλά και κρίση επί της ουσίας να εκφέρει. Ακόμη και αν συνεχίσει ο αριθμός των απορριπτικών (για «νομικούς» λόγους) αποφάσεων να είναι μεγάλος, είναι βέβαιον ότι τα δικαστήρια θα έχουν ακούσει τους διαδίκους και τους μάρτυρες επί της ουσίας, μάρτυρες θα έχουν κινητοποιηθεί (είτε για να καταθέσουν στο δικαστήριο είτε για να δώσουν ένορκες βεβαιώσεις), οι δε διάδικοι θα πρέπει να έχουν συντάξει και προτάσεις ή προσθήκες επί της ουσίας αξιολογώντας και τις καταθέσεις μαρτύρων, οι οποίες τελικώς δεν θα ληφθούν υπόψη πράγμα που θα επιβαρύνει συνολικά τους συντελεστές της απονομής της δικαιοσύνης ήτοι δικαστές κυρίως και δικηγόρους αλλά και τους διαδίκους και τους μάρτυρες.

2. Αριθμός εισαγόμενων υποθέσεων και δημοσιευομένων αποφάσεων

Ενα δεύτερο σημαντικό συμπέρασμα το οποίο συνάγεται από τη μελέτη των στατιστικών στοιχείων είναι ότι ο αριθμός των εισαγόμενων υποθέσεων, π.χ. στο Πρωτοδικείο Πειραιώς (αλλά το ίδιο ισχύει και με το Πρωτοδικείο Αθηνών) είναι πολύ μεγαλύτερος από τον αριθμό των κατ’ έτος εκδιδόμενων αποφάσεων. Δηλαδή, κατ’ έτος, ο αριθμός των εκδιδόμενων αποφάσεων είναι από αρκετά έως πολύ μικρότερος από τον αριθμό των εισαγόμενων υποθέσεων (περίπου το 60%).

Τα θεωρητικώς δυνατά συμπεράσματα από αυτούς τους αριθμούς είναι είτε ότι οι εισαχθείσες υποθέσεις για τις οποίες δεν εκδίδονται αποφάσεις παραμένουν και σωρεύονται στα δικαστήρια, είτε ότι συμβιβάζονται ή για άλλο λόγο εγκαταλείπονται από τους διαδίκους. Η δική μου εκτίμηση είναι ότι ισχύει το δεύτερο (αρκεί να σκεφθεί κανείς πόσων υποθέσεων η συζήτηση ματαιώνεται και δεν επαναπροσδιορίζεται). Το βέβαιο όμως είναι ότι κάποιες υποθέσεις εγκαταλείπονται σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας, είτε διότι οι διάδικοι μόνοι τους είτε από την εξέλιξη της δίκης συνειδητοποιούν ότι η υπόθεσή τους δεν μπορεί να προχωρήσει άλλο ή ότι πρέπει να συμβιβαστεί και συμβιβάζεται. Πάντως, από την πείρα μου θεωρώ ότι σχεδόν ποτέ δεν εγκαταλείπονται υποθέσεις με την αιτιολογία ότι αργεί η διαδικασία.

Αυτό δείχνει και κάτι άλλο, ότι η δικαιοσύνη επιλύει διαφορές, δηλαδή επιτελεί το δικαιοδοτικό της έργο ακόμη και όταν δεν εκδίδει οριστικές αποφάσεις επί όλων των αιτήσεων που υποβάλλονται.

Επιτάχυνση

Αντιθέτως, η αντίληψη που υπάρχει στο υπουργείο είναι ότι οι υποθέσεις αυτές για τις οποίες δεν εκδίδονται αποφάσεις, σωρεύονται στα δικαστήρια και συνεπώς πρέπει να βρεθεί τρόπος επιταχύνσεως. Αυτό δεν φαίνεται να είναι ορθό τουλάχιστον στα πολιτικά δικαστήρια (σε αντίθεση με τα ποινικά ή διοικητικά δικαστήρια), όπου αν υπήρχε σώρευση παλαιών υποθέσεων θα γινόταν έντονα αντιληπτό στη διάρκεια μεγαλύτερης χρονικής περιόδου (π.χ. περίοδο 10 ετών), πράγμα όμως που δεν συμβαίνει.

Συνεπώς, το κυριότερο αίτιο της διαφοράς μεταξύ εισερχόμενων και εξερχόμενων υποθέσεων στα πολιτικά δικαστήρια φαίνεται να είναι ο συμβιβασμός ή η εγκατάλειψη των υποθέσεων. Για να επέλθει όμως και αυτή η έμμεση επίλυση των διαφορών που προκαλείται από την εκτόνωση των αρχικά εντόνων συναισθημάτων των διαδίκων ή με τη συνειδητοποίηση της πραγματικότητος, χρειάζεται κάποιος χρόνος. Με τους ταχείς ρυθμούς που επιβάλλει η νέα ρύθμιση στην εξέλιξη της δίκης (δηλαδή η μετά μακρά αναμονή για την έναρξη της δίκης, άμεση εκδίκαση των νομικών και πραγματικών ζητημάτων για έκδοση οριστικής αποφάσεως χωρίς προηγούμενες διαδικαστικές πράξεις του δικαστηρίου) πολύ λιγότερες υποθέσεις θα εγκαταλείπονται και πολύ περισσότερες θα δικάζονται επί της ουσίας (έναν μάρτυρα θα μπορεί να τον βρει οποιοσδήποτε για να δικάσει την υπόθεσή του!). Ετσι θα υπάρξει μια ακόμη επιβάρυνση των δικαστηρίων (και σε πρώτο και σε δεύτερο βαθμό). Το συμπέρασμα από αυτές τις παρατηρήσεις ίσως να είναι ότι η δικαιοσύνη πρέπει να είναι γρήγορη αλλά όχι και πολύ γρήγορη. Οι διάδικοι χρειάζονται κάποιο χρόνο για να συνειδητοποιήσουν ότι τους αποδίδεται δικαιοσύνη.

3. Το ποσοστό των υποθέσεων

τακτικής Πολυμελούς

Ενα τελευταίο συμπέρασμα που συνάγεται από τα στατιστικά στοιχεία είναι ότι οι αποφάσεις τακτικής διαδικασίας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου είναι ένα ασήμαντο ποσοστό στο σύνολο των αποφάσεων που εκδίδονται από το Πρωτοδικείο, σε βαθμό που να αναρωτιέται κανείς αν γι’ αυτό το μικρό ποσοστό αξίζει τον κόπο να υποβαθμιστεί η δικαιοσύνη (όπως πιστεύω ότι θα συμβεί με τη νέα νομοθεσία) για υποθέσεις μεγάλου και σοβαρού αντικειμένου, οι οποίες μπαίνουν στο σωρό του συνόλου των υποθέσεων. Ετσι, το ποσοστό των αποφάσεων τακτικής Πολυμελούς στο σύνολο των αποφάσεων που εκδόθηκαν από τα πολιτικά δικαστήρια Αθηνών και Πειραιώς τα προηγούμενα 5 χρόνια κυμαίνεται για μεν τον Πειραιά μεταξύ 14% και 8,5% (με σταθερή μείωση στα πιο πρόσφατα χρόνια) για δε την Αθήνα μεταξύ 7% και 9%. (Και από αυτές, όπως σημειώθηκε πιο πάνω, ένα μικρό μόνο ποσοστό δικάζεται επί της ουσίας μέχρι το τέλος).

Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι από τα στατιστικά στοιχεία προκύπτει πως οι νέες ρυθμίσεις μάλλον φόρτο θα προσθέσουν στα δικαστήρια, παρά ελάφρυνση θα επιτύχουν.

Στο επόμενο και τελευταίο άρθρο θα γίνει αναφορά στο θέμα των αναβολών, μια σύνοψη των προηγουμένων, κάποιες προτάσεις και θα συνοψισθούν κάποια συμπεράσματα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή