Γιώργιος Πρεβελάκης: Η στρατηγική ανανέωση

Γιώργιος Πρεβελάκης: Η στρατηγική ανανέωση

3' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οπως και σήμερα, το 1974 η Ελλάδα βρέθηκε μπροστά στην τουρκική πρόκληση. Οπως και σήμερα, ο Ελληνας πρωθυπουργός απευθύνθηκε κυρίως στη Γαλλία. Οπως και σήμερα, εξασφάλισε στήριξη.

Μετά την τακτική αντιμετώπιση, η Ελλάδα του Κωνσταντίνου Καραμανλή συνέλαβε και ανέπτυξε τη μακροπρόθεσμη στρατηγική η οποία της επέτρεψε να ελέγξει την τουρκική απειλή. Η ένταξη της Ελλάδας και, κατόπιν, της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση ανέτρεψε τον αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων· η Τουρκία υποχρεώθηκε σε περισσότερο διαλλακτική στάση. Η «διπλωματία των σεισμών» οφείλεται και στο ότι η Ελλάδα είχε επιτύχει τον στρατηγικό της στόχο.

Σήμερα, η ελληνική πολιτική ηγεσία έχει ήδη κινητοποιηθεί απέναντι στον πρόσφατο τουρκικό αιφνιδιασμό. Πρέπει, όμως, να επεξεργαστεί και μια μακροπρόθεσμη στρατηγική. Οι τουρκικές προκλήσεις δεν είναι μεμονωμένες κινήσεις. Εντάσσονται σε έναν σχεδιασμό, οι ρίζες του οποίου ανάγονται σε μεγάλο χρονικό βάθος – τον αναπτύσσει ο Αχμέτ Νταούτογλου στο «Στρατηγικό βάθος. Η διεθνής θέση της Τουρκίας». Επομένως, όσα εκτυλίσσονται σήμερα στο Ανατολικό Αιγαίο έχουν προαναγγελθεί εδώ και δύο δεκαετίες. Η ελληνική στρατηγική σκέψη έχει, αντιθέτως, συσσωρεύσει καθυστερήσεις, καθώς οι προγενέστερες διευθετήσεις οδήγησαν την Ελλάδα σε εφησυχασμό. Η προσοχή στράφηκε στα ευρωπαϊκά θέματα, με τη θεωρία ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί εγγυώντο την ασφάλεια της χώρας. Σήμερα, απαιτούνται σημαντικές αναθεωρήσεις.

Για να διαμορφωθεί ένα νέο διπλωματικό και στρατηγικό δόγμα προϋποτίθεται ότι θα αναλυθούν οι νέες γεωπολιτικές συνθήκες και θα καταγραφούν οι δυνάμεις και οι αδυναμίες της ελληνικής διεθνούς θέσης. Πριν από όλα, βέβαια, χρειάζεται να εξηγηθεί η τουρκική συμπεριφορά.

Η αμερικανική στρατηγική απέναντι στη Σοβιετική Ενωση μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου αφορμάται από το περίφημο «μακρό τηλεγράφημα» του Τζορτζ Κέναν, Αμερικανού διπλωμάτη στη Μόσχα, το οποίο δημοσιεύθηκε το 1947 στο περιοδικό Foreign Affairs, με τίτλο «Οι πηγές της σοβιετικής συμπεριφοράς». Η πολιτική τού Containment και το Σχέδιο Μάρσαλ έχουν αφετηρία την ανάλυση αυτή.

Η σύμπτωση μιας φιλόδοξης ηγεμονικής ιδεολογίας και σοβαρών εσωτερικών προβλημάτων και, κυρίως, οι διασυνδέσεις ανάμεσα στις δύο αυτές παραμέτρους εξηγούσαν, κατά τον Kέναν, την επιθετική στάση της Σοβιετικής Ενωσης στην Ανατολική Ευρώπη. Προκειμένου να συγκρατήσει την εσωτερική αμφισβήτηση, η σοβιετική ηγεσία έπρεπε να πείσει ότι επεδίωκε έναν υψηλό στόχο. Η πραγματική ή υποθετική υπονόμευση του στόχου αυτού από τους αντιτιθεμένους δικαιολογούσε τις ταλαιπωρίες του πληθυσμού και τον αυταρχισμό του καθεστώτος.

Ο καθορισμός της ελληνικής στρατηγικής απαιτεί πρωτίστως να γίνουν κατανοητά τα ελατήρια της τουρκικής συμπεριφοράς. Δεν επαρκούν οι ερμηνείες οι οποίες εστιάζουν στην προσωπικότητα του Τούρκου προέδρου. Η ηγεμονική νεο-οθωμανική ιδεολογία της Τουρκίας, όπως άλλοτε η διεθνιστική-κομμουνιστική της Σοβιετικής Ενωσης, διαπλέκεται με τις εσωτερικές αντιφάσεις μιας κοινωνίας η οποία αμφισβήτησε τις κεμαλικές σταθεροποιητικές αναφορές και θεσμούς, χωρίς, όμως, να τις αντικαταστήσει αποτελεσματικά. Η επιδείνωση της τουρκικής οικονομίας εξηγεί και το «γιατί τώρα» η Τουρκία επέλεξε την εχθρική στάση απέναντι στην Ελλάδα και στην πολιτική της ηγεσία. Εξωτερική και εσωτερική πολιτική διασυνδέονται, σε βαθμό ώστε να μη διαφαίνεται σαφής διαχωριστική γραμμή.

Το δεύτερο κρίσιμο ζήτημα για τον καθορισμό της ελληνικής στρατηγικής αφορά τις προοπτικές της Τουρκίας. Πρόκειται να εξελιχθεί σε ηγεμονική δύναμη στη γεωπολιτική μας περιφέρεια; Ή, αντιθέτως, απειλείται από το κύμα αποσταθεροποίησης, το οποίο θίγει διαδοχικά τα εδάφη της τέως οθωμανικής αυτοκρατορίας; Θα εξελιχθεί σε νεο-αυτοκρατορική κατεύθυνση, όπως η Ρωσία του Πούτιν; Ή θα μπει σε περιδινήσεις, όπως η Γιουγκοσλαβία του Τίτο και, περισσότερο πρόσφατα, το Ιράκ, η Συρία και η Λιβύη; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα καθορίσει αν η Ελλάδα πρέπει να προχωρήσει σε ελιγμούς και διαπραγματεύσεις ή, αντιθέτως, να υιοθετήσει στάση αναμονής. Και για τις δύο αυτές υποθέσεις υπάρχουν επιχειρήματα.

Η ανάλυση αυτή ενδιαφέρει όλη την Ευρώπη. Η Ελλάδα όμως, ως περισσότερο εκτεθειμένη, οφείλει να διαδραματίσει ρόλο πρωτοπορίας. Πρέπει να εξηγηθεί στους εταίρους μας η διπλή φύση της απειλής: είτε ισχυρή και επιθετική είτε αδύναμη και σε αποσύνθεση, η Τουρκία μπορεί να αναδειχθεί σε παράγοντα μείζονος στρατηγικού κλονισμού. Καθώς η Ευρώπη τείνει να υποτιμά τα γεωπολιτικά προβλήματα στη γεωγραφική της περιφέρεια, το ευρωπαϊκό κέντρο ενδέχεται να αιφνιδιαστεί – άλλη μία φορά.

Δυστυχώς, η φωνή της Ελλάδας δυσκολεύεται να διεισδύσει στα ευρωπαϊκά fora όπου, μετά μία δεκαετία ελληνογενούς υπεραπασχόλησης, κυριαρχεί κόπωση. Τη στιγμή όπου υπάρχει η μεγίστη ανάγκη, η σύνολη ευρωπαϊκή προσοχή, ενδεχομένως τη εξαιρέσει της Γαλλίας, παρουσιάζεται αποσπασματικά και ελλειμματικά. Η Ελλάδα, και στον γεωπολιτικό τομέα, πληρώνει τις ατασθαλίες του 2015 – και όχι μόνον από την άποψη του στρατιωτικού εξοπλισμού.

* Ο κ. Γιώργος Πρεβελάκης είναι καθηγητής Γεωπολιτικής στη Σορβόννη (Paris I).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή