ΗΠΑ και χούντα ήθελαν να κλείσουν το Κυπριακό

ΗΠΑ και χούντα ήθελαν να κλείσουν το Κυπριακό

11' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«O μόνος τρόπος να αποφευχθεί ο πόλεμος είναι να αποδεχθεί η Ελλάδα το συντομότερο τους τουρκικούς όρους». Σε αυτήν τη λιτή φράση που περιέχεται σε έγγραφο του Αμερικανού πρεσβευτή στην Αθήνα Φίλιπς Τάλμποτ προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, στις 23 Νοεμβρίου 1967, συμπυκνώνεται η συμφορά που φέρνει στην Κύπρο η πολιτική της χούντας των συνταγματαρχών, από τον πρώτο κιόλας χρόνο της εξουσίας της. Και αυτό γιατί ο ουσιωδέστερος τουρκικός όρος συνίσταται στην άμεση αποχώρηση από τη Μεγαλόνησο της ελληνικής μεραρχίας που έχει στείλει μυστικά εκεί από το 1964 ο Γεώργιος Παπανδρέου. Τι σημασία έχει αυτή η απόσυρση της μεραρχίας, η οποία υλοποιείται ήδη από τον Δεκέμβριο του 1967, θα φανεί επτά χρόνια αργότερα, τον Ιούλιο του 1974, όταν ο τουρκικός «Αττίλας» θα καταλάβει τη μισή Κύπρο με στρατιωτικό περίπατο.

Το δικτατορικό καθεστώς της Αθήνας έχει αρχίσει τους εκβιασμούς του εναντίον του Μακαρίου ήδη από την 1η Ιουλίου 1967, την ώρα που η Μέση Ανατολή και όλος ο κόσμος είναι ανάστατος από τον «πόλεμο των έξι ημερών» του Ισραήλ εναντίον των Αράβων, ο οποίος έχει γίνει τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς. Οι υπό καθεστώς λογοκρισίας αθηναϊκές εφημερίδες εξαπολύουν επίθεση εναντίον του προέδρου της Κύπρου, φωτογραφίζοντάς τον χωρίς να τον κατονομάζουν μιλώντας για «αρνητάς και λιποτάκτας του αγώνος», οι οποίοι «πρέπει να απομονωθούν και να υποχρεωθούν όπως εγκαταλείψουν τα υπεύθυνα αξιώματά των». «Οι κατευθυνόμενες επιθέσεις από τον Τύπο αποσκοπούν στον εξαναγκασμό του Μακάριου… να αποδεχθεί κάποια συμφωνία μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής κυβέρνησης ή να παραιτηθεί», αναφέρει σε έγγραφό του ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Ντιν Ρασκ. Πραγματικά, ο δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος, συνοδεύοντας τον πρωθυπουργό-ανδρείκελο K. Κόλλια, συναντάται στις 9 και 10 Σεπτεμβρίου στην Αλεξανδρούπολη και στην τουρκική κωμόπολη Κεσάν για να λύσουν το Κυπριακό. H συνάντηση του Εβρου καταλήγει σε οικτρό φιάσκο.

Η χούντα ολοκληρώνει το έγκλημά της στα μέσα Νοεμβρίου, όταν ελληνικές δυνάμεις υπό τον Γρίβα διαπράττουν σφαγές Τουρκοκύπριων αμάχων στα χωριά Κοφίνου και Αγιος Θεόδωρος. H Αγκυρα βρίσκει την ευκαιρία που ζητούσε. Ετοιμάζεται να εισβάλει στην Κύπρο και θέτει ως όρο την αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας για να μη το κάνει. O πλήρως άσχετος με το Κυπριακό Σάιρους Βανς αποστέλλεται ως μεσολαβητής εκ μέρους του προέδρου των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον, στις 23 Νοεμβρίου, και δύο 24ωρα αργότερα το δικτατορικό καθεστώς της Αθήνας έχει υποκύψει ολοκληρωτικά στους τουρκικούς όρους, αφήνοντας την Κύπρο άοπλη.

Οι Αμερικανοί κάθε άλλο παρά απογοητεύονται από την εξέλιξη. «H Ελλάδα επιθυμεί να απαλλαγεί από το βάρος του Κυπριακού και αυτό είναι κάτι που μπορεί να πετύχει μόνο υπό δικτατορικό καθεστώς και κατά συνέπεια πρέπει να συνεισφέρουμε στη διευθέτηση του εν λόγω προβλήματος πριν από την επαναφορά της δημοκρατίας στη χώρα», τονίζει ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Ντιν Ρασκ σε συνεδρίαση, παρουσία του προέδρου Τζόνσον, στις 5 Δεκεμβρίου 1967.

Τα αρχεία

Η διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος αποτέλεσε άμεσο και διακαή πόθο της νεοσύστατης κυβέρνησης των Συνταγματαρχών, δεδομένου ότι τυχόν θετική εξέλιξη στο μείζον αυτό εθνικό θέμα, όχι μόνον θα της προσέδιδε κύρος, αλλά θα την εδραίωνε ακόμη περισσότερο στην εξουσία. Στην προσπάθειά της αυτή, η χούντα ήταν διατεθειμένη να χρησιμοποιήσει θεμιτά και αθέμιτα μέσα, που υποσκέλιζαν την ανεξαρτησία της Κύπρου και προσέβλεπαν στον εκτοπισμό του Μακαρίου.

Οι προθέσεις της ελληνικής κυβέρνησης είχαν γίνει αντιληπτές στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, το οποίο στις 12 Ιουλίου του 1967 απέστειλε σε όλες τις πρεσβείες του στις χώρες-μέλη του NATO έγγραφο με την υπογραφή του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Ντιν Ρασκ, στο οποίο αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Βάσει ανεξακρίβωτων πληροφοριών που συγκεντρώθηκαν τις τελευταίες εβδομάδες, η ελληνική κυβέρνηση φέρεται να μελετάει το ενδεχόμενο λύσης του γόρδιου δεσμού του Κυπριακού ανεξαρτήτως της στάσης του Μακαρίου και του πολιτικού του περίγυρου. Παρά τις φήμες που κυκλοφορούν τελευταία, τόσο στην Αθήνα όσο και τη Λευκωσία, δεν διαθέτουμε αδιάσειστα στοιχεία ότι επίκειται πραξικόπημα κατά του Μακαρίου. Φαίνεται ότι οι κατευθυνόμενες επιθέσεις από τον Τύπο εις βάρος του τελευταίου αποσκοπούν στον εξαναγκασμό του να εγκαταλείψει την πάγια θέση του περί «αυθεντικής Ενωσης», να αποδεχθεί κάποια συμφωνία μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής κυβέρνησης ή να παραιτηθεί».

Ο Ρασκ επιχειρεί να εξηγήσει το παρεμβατικό σκεπτικό της ελληνικής κυβέρνησης, εστιάζοντας το πρόβλημα στα εξής: Στον μη δημοκρατικό της χαρακτήρα που της δίνει τη δυνατότητα να διευθετήσει το ζήτημα, ικανοποιώντας παράλληλα τις απαιτήσεις της Τουρκίας (παραχωρώντας ή ενοικιάζοντας ενδεχομένως στρατιωτική βάση στη γείτονα). Στο ότι η επίλυση του Κυπριακού θα τονώσει το ηθικό των πολιτών και θα προσδώσει διεθνές κύρος στο καθεστώς. Στον φόβο ότι ο Μακάριος μπορεί να επιλέξει τον δρόμο της πλήρους ανεξαρτησίας και στη δράση του κρυφο-κομμουνιστικού ΑΚΕΛ, που θεωρείται απειλή για τον ευρύτερο ελληνισμό.

Ο Αμερικανός ΥΠΕΞ σημειώνει ότι οι πρόσφατες συνομιλίες μεταξύ του υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας, Γκούρα, και του Τούρκου ομολόγου του, Τσαγλαγιανγκίλ, δεν κατέληξαν σε συμφωνία, καθώς ο τελευταίος επέμεινε σε παραχώρηση βάσης στη βόρεια Κύπρο με πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα για λογαριασμό της Τουρκίας και όχι ενοικίαση. H τότε εκτίμηση του αμερικανικού ΥΠΕΞ, αναφορικά με τις εξελίξεις στην Κύπρο, ήταν η παρακάτω: «1) Μυστική συμφωνία Ελλάδας – Τουρκίας για «Ενωση» με παραχώρηση στρατιωτικής βάσης στην Τουρκία είτε στη Δεκέλεια είτε στην Καρπασία χερσόνησο και εγγυήσεις για τα δικαιώματα της τουρκικής μειονότητας. 2) Εξουδετέρωση, ακόμα και με στρατιωτικά μέσα, του Μακαρίου, του ΑΚΕΛ και όσων διαφωνούν με την «Ενωση». 3) «Ενωση» υπό καθεστώς κοινοπολιτείας». Λίγες ημέρες νωρίτερα, την 1η Ιουλίου, ο Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα, Φιλ Τάλμποτ, είχε ενημερώσει με τηλεγράφημά του την Ουάσιγκτον πως «η χούντα ετοιμάζει κάτι σχετικά με το Κυπριακό».

Το μνημόνιο

Οπως διαφαίνεται από μνημόνιο, που απέστειλε ο Ρασκ στον πρόεδρο Τζόνσον, στις 21 Ιουλίου του 1967, η θέση της αμερικανικής κυβέρνησης είναι να αποδεχθεί «την οποιαδήποτε συμφωνία στην οποία θα καταλήξουν τα ενδιαφερόμενα κράτη (Ελλάδα, Τουρκία, Βρετανία και Κύρπος)». O ίδιος θεωρεί επιτακτική την αναθέρμανση των σχέσεων ΗΠΑ – Ελλάδας, «δεδομένου ότι στη χώρα υπάρχουν εγκαταστάσεις υψίστης σημασίας για τον αμερικανικό στρατό, δεδομένης της κρίσης στη Μέση Ανατολή και του σοβιετικού παρεμβατισμού στην ευρύτερη περιοχή».

Παρά ταύτα, όπως καθίσταται σαφές από την αλληλογραφία μεταξύ του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και της πρεσβείας των ΗΠΑ, στην Αγκυρα τον Αύγουστο του 1967, και ενώ είχε ήδη δρομολογηθεί η συνάντηση του Εβρου, η τουρκική κυβέρνηση δεν έβρισκε σημείο επαφής με τη χούντα. Σε τηλεγράφημά του προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ (29 Αυγούστου) ο Αμερικανός πρέσβης Χαρτ μετέφερε εμπιστευτική συνομιλία του με τον Τσαγλαγιανγκίλ, στην οποία ο Τούρκος αξιωματούχος εξέφραζε τη δυσπιστία του ως προς τις προθέσεις της ελληνικής κυβέρνησης για την προγραμματισμένη συνάντηση σε επίπεδο πρωθυπουργών («αποτελεί χειρονομία που αποσκοπεί στο να επιδείξει στους συμμάχους της στο NATO τη νομιμότητά της»), φέρεται να μην αποδέχεται την ενοικίαση βάσης στη βόρεια Κύπρο και προτείνει στους Αμερικανούς να ασκήσουν πίεση στον βασιλιά Κωνσταντίνο να «αποδεχθεί λύση του Κυπριακού, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα της χώρας του και την έκρυθμη κατάσταση που επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή».

Ο Χαρτ τόνισε στον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών ότι η στιγμή είναι η πλέον κατάλληλη για επίλυση του Κυπριακού, «δεδομένου ότι η συγκεκριμένη ελληνική κύβέρνηση δεν είναι εκλεγμένη και συνεπώς δεν θα δεχθεί πιέσεις από την εγχώρια κοινή γνώμη». Με τηλεγράφημά του στις 31 Αυγούστου, ο Χαρτ ενημέρωσε τους ανωτέρους του πως επίκειται συνάντηση μεταξύ του Ελληνα και του Τούρκου πρωθυπουργού στη Θράκη στις 9 και 10 Σεπτεμβρίου. O ίδιος παράλληλα σημείωσε, πάντως, την απαισιοδοξία του Τούρκου πρωθυπουργού, Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, για κάποια θετική εξέλιξη.

Η συνάντηση του Εβρου

Τα αρχεία που έδωσε στη δημοσιότητα το Στέιτ Ντιπάρτμεντ δεν αναφέρονται λεπτομερώς στη συνάντηση του Εβρου. H αποτυχία της, ωστόσο, καταγράφεται στα πρακτικά της συνάντησης Τζόνσον – Κωνσταντίνου, στις 11 Σεπτεμβρίου, όπου ο βασιλιάς εκφράζει την απογοήτευσή του για την αποτυχία των συνομιλιών. Σε τηλεγράφημά του προς την πρεσβεία στην Αθήνα, ο Ρασκ δηλώνει επίσης απογοητευμένος από την εξέλιξη της συνάντησης Παπαδόπουλου – Ντεμιρέλ και τονίζει ότι «η ελληνική αντιπροσωπεία έφτασε στην Αλεξανδρούπολη με φουσκωμένες προσδοκίες» και σημειώνει ότι «η τουρκική κυβέρνηση αύξησε το τίμημα της «Ενωσης»».

Από την πλευρά του ο Παπαδόπουλος, όπως αναφέρει σε τηλεγράφημά του (20 Σεπτεμβρίου) ο Τάλμποτ, πίστευε πως «πίσω από τα τερτίπια των Τούρκων κρύβονταν οι Βρετανοί». Από τα αρχεία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ προκύπτει ότι, κατόπιν της παραπάνω εξέλιξης, οι ΗΠΑ επιθυμούσαν να διαδραματίσουν ενεργό διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ της χούντας και των Τούρκων, ενώ η κυπριακή πλευρά επέμενε να παίζει το χαρτί του OHE.

H Κύπρος

Τον Νοέμβριο του 1967, η κατάσταση στην Κύπρο επιδεινώθηκε εξαιτίας των προβοκατόρικων επιχειρήσεων των ελληνικών δυνάμεων υπό τον στρατηγό Γρίβα στον Αγιο Θεόδωρο και στην Κοφίνου. Στις 16 Νοεμβρίου, και ενώ οι μάχες μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων παραστρατιωτικών μαίνονταν, η Τουρκία απαίτησε από τη χούντα την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από το νησί, την ανάκληση του Γρίβα, την αποζημίωση των θυμάτων των ελληνοκυπριακών επιθέσεων και την άρση των περιορισμών εις βάρος των Τουρκοκυπρίων.

Στις 22 Νοεμβρίου, ο πρόεδρος Τζόνσον ζήτησε από τον υφυπουργό Αμυνας Σάιρους Βανς να αναλάβει διαμεσολαβητικό ρόλο, προκειμένου να αποτραπεί η σύρραξη Ελλάδας – Τουρκίας. Στις 15 Νοεμβρίου, σε τηλεφωνική συνομιλία που είχε με τον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Στιούαρτ Ρόκγουελ, ο Αμερικανός πρέσβης στην Αγκυρα, Χαρτ, εξέφραζε την πεποίθησή του ότι «εφόσον η κατάσταση ομαλοποιηθεί, οι Τούρκοι δεν θα προβούν σε κάποια επιθετική ενέργεια, αν και οι όποιες προληπτικές κινήσεις από πλευράς τους είναι αναμενόμενες». O Ρόκγουελ ενημέρωσε τον πρέσβη πως η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε από την κυπριακή την απόσυρση της Εθνικής Φρουράς (στο έγγραφο σημειώνεται ότι οι δύο Αμερικανοί αξιωματούχοι ήλπιζαν ότι η συνομιλία τους παρακολουθούνταν από τους Τούρκους). Σε τηλεγράφημά του προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ (17 Νοεμβρίου), πάντως, ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα, Τάλμποτ, σημειώνει ότι ο πρωθυπουργός, Κόλλιας, του επισήμανε πως «ο Γρίβας παίρνει εντολές από την κυπριακή κυβέρνηση και όχι από την Αθήνα» και ότι ο Κωνσταντίνος τον ενημέρωσε ότι «ο Γρίβας διετάχθη να αποχωρήσει».

Οταν στις 18 Νοεμβρίου ο Χαρτ μετέφερε μήνυμα του Αμερικανού προέδρου προς τον Τούρκο ομόλογό του, Σουνάι, για επίδειξη ψυχραιμίας, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών έκανε λόγο για σφαγές Τουρκοκυπρίων και τόνισε: «Περίμενα ότι δεδομένης της κατάστασης, οι Αμερικανοί φίλοι μας θα μας διεμήνυαν ότι μετάνιωσαν που στο παρελθόν απέτρεψαν την τουρκική πρωτοβουλία και θα αναγνώριζαν ότι πλέον η όποια απόφαση βρίσκεται στα χέρια μας».

Στις 22 Νοεμβρίου, ύστερα από έκτακτη συνεδρίαση στο Πεντάγωνο, ο Κωνσταντίνος κάλεσε τον Τάλμποτ για να του ζητήσει να μεσολαβήσει προκειμένου να πραγματοποιηθεί συνάντηση μεταξύ του ιδίου του Σουνάι, των πρωθυπουργών και των υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας στις ΗΠΑ υπό την αιγίδα του προέδρου Λίντον Τζόνσον.

Αποστρατιωτικοποίηση

Οπως αναφέρει ο Τάλμποτ σε τηλεγράφημά του προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ (22 Νοεμβρίου), ο Κωνσταντίνος είχε νωρίτερα, το απόγευμα της ίδιας ημέρας, κάνει λόγο για αποστρατιωτικοποίηση της Κύπρου και πλέον επιθυμούσε την παρέμβαση του προέδρου Τζόνσον για τον σκοπό αυτό.

Υπέρ της αποστρατιωτικοποίησης του νησιού τασσόταν και ο Μακάριος, ο οποίος όμως, όπως φαίνεται από το τηλεγράφημα του Αμερικανού πρέσβη στη Λευκωσία, Μπλέτσερ (22 Νοεμβρίου), δεν επιθυμούσε -αναλογιζόμενος το πολιτικό κόστος- να αναλάβει την ευθύνη μιας τέτοιας πρότασης.

Η πρόταση της τουρκικής πλευράς για την ειρηνική διευθέτηση της κρίσης ήταν η εξής: «1) Επιβεβαίωση από πλευράς της Τουρκίας της ακεραιότητας της Δημοκρατίας της Κύπρου. 2) Απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας, η παρουσία της οποίας αποτελεί καταπάτηση των συνθηκών της Ζυρίχης και του Λονδίνου. 3) Αναβάθμιση του ρόλου της ειρηνευτικής δύναμης του OHE (UNFICYP). 4) Καταβολή αποζημιώσεων στις οικογένειες των θυμάτων. 5) Διευθέτηση του ζητήματος της ασφάλειας των Τουρκοκυπρίων ανεξαρτήτως των ελληνοκυπριακών αρχών».

Σύμφωνα με τηλεγράφημα του Μπλέτσερ προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ (22 Νοεμβρίου), ο Μακάριος αποδεχόταν τους τρεις πρώτους όρους της Τουρκίας, αλλά εξέφρασε τις επιφυλάξεις του για το ζήτημα των αποζημιώσεων και της ασφάλειας των Τουρκοκυπρίων.

Κατόπιν των παραπάνω εξελίξεων, οι Αμερικανοί με κύριο εκφραστή τους τον Σάιρους Βανς ξεκίνησαν έναν αγώνα δρόμου προκειμένου να πείσουν την τουρκική πλευρά να άρει την άκαμπτη και πολεμοχαρή στάση της και να υποχρεώσουν την ελληνική κυβέρνηση, αλλά και τον Μακάριο, να αποδεχθούν τους όρους των Τούρκων. «O μόνος τρόπος να αποφευχθεί ο πόλεμος», υποστηρίζει σε τηλεγράφημά του προς την Ουάσιγκτον (23 Νοεμβρίου) ο Τάλμποτ, «είναι να αποδεχθεί η Ελλάδα τους τουρκικούς όρους το συντομότερο». H κυβέρνηση των Συνταγματαρχών επέλεξε αρχικά μια «σκληρή» στάση ενώπιον του Βανς.

Σε άλλο έγγραφο της πρεσβείας των ΗΠΑ προς την Ουάσιγκτον (23 Νοεμβρίου) αναφέρεται πως «ο υπουργός Εξωτερικών Πιπινέλης επιθυμούσε την ειρήνη, αλλά όχι με τίμημα την εθνική ταπείνωση». H εκτίμηση του τελευταίου ήταν ότι η αποχώρηση της μεραρχίας θα σήμαινε την εκδήλωση νέων ταραχών με τελική κατάληξη την τουρκική εισβολή.

Ο Βανς αντιπρότεινε να καλέσει ταυτόχρονα ο γενικός γραμματέας του OHE την Ελλάδα να αποσύρει τη μεραρχία και την Τουρκία να ρίξει τους τόνους, πρόταση που δεν βρήκε αντίθετο τον Πιπινέλη. H Τουρκία, ωστόσο, δεν έκανε αποδεκτό το σχέδιο Βανς. «Κατά την άποψη του Τσαγλαγιανγκίλ», γράφει ο Χαρτ σε τηλεγράφημά του προς την Ουάσιγκτον, «το σχέδιο Βανς δεν αποτελεί παρά μια προσπάθεια διάσωσης της διεθνούς εικόνας των Ελλήνων, αγνοώντας το κύρος της Τουρκίας».

Η ελληνική πλευρά αποδέχθηκε, τελικά, στις 28 Νοεμβρίου, όλους τους όρους των Τούρκων, που υποχώρησαν μόνο στο ζήτημα του χρόνου απόσυρσης της ελληνικής μεραρχίας.

Πλέον, το πρόβλημα των Αμερικανών ήταν να πείσουν τον Μακάριο. Εντολή του Ρασκ προς την αμερικανική πρεσβεία στη Λευκωσία ήταν να αποτραπεί με κάθε τρόπο η όποια προσπάθεια του Μακαρίου να «προσπεράσει» την ελληνοτουρκική συμφωνία και να θέσει το ζήτημα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Παρά τις επίμονες αντιρρήσεις του σχετικά με τον όρο της συμφωνίας που αναφερόταν στη διεύρυνση του ρόλου της UNFICYP, ο Μακάριος αποδέχθηκε το σχέδιο κατόπιν παρέμβασης του γενικού γραμματέα του OHE, Θαντ.

Τα πρακτικά της συνεδρίασης μεταξύ του προέδρου Τζόνσον, του Σάιρους Βανς, του Ρασκ και των λοιπών αξιωματούχων του αμερικανικού ΥΠΕΞ, που πραγματοποιήθηκε στον Λευκό Οίκο στις 5 Δεκεμβρίου του 1967, αναδεικνύουν την άποψη της κυβέρνησης των ΗΠΑ για τον ρόλο της χούντας.

Ο Ρασκ ανέφερε χαρακτηριστικά: «H Ελλάδα επιθυμεί να απαλλαγεί από το βάρος του Κυπριακού και αυτό είναι κάτι που μπορεί να επιτύχει μόνο υπό δικτατορικό καθεστώς και κατά συνέπεια, πρέπει να συνεισφέρουμε στη διευθέτηση του εν λόγω προβλήματος πριν από την επαναφορά της δημοκρατίας στη χώρα».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή