Σήμερα, μετά την ολοκλήρωση της συνεδρίασης της Κυβερνητικής Επιτροπής που θα συνέλθει στο Μέγαρο Μαξίμου με διευρυμένη σύνθεση, θα «ανοίξει τα χαρτιά του» ο πρωθυπουργός κ. K. Σημίτης για το νέο εκλογικό νόμο που θα στοχεύει στο «τρίπτυχο» της διασφάλισης σταθερών κυβερνήσεων, της μεγαλύτερης αναλογικότητας και του περιορισμού του πολιτικού χρήματος.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση θα προσκαλέσει τα κόμματα σε έναν πρώτο κύκλο διαλόγου μέχρι τα τέλη του μηνός. Ενώ, εάν κατά τις επαφές που θα πραγματοποιήσει ο υπουργός Εσωτερικών κ. K. Σκανδαλίδης με τις ηγεσίες των κομμάτων διαπιστωθεί άρνηση των τελευταίων να μετάσχουν στον προτεινόμενο από την κυβέρνηση διάλογο, τον Σεπτέμβριο η κυβέρνηση θα προσκαλέσει σε συζήτηση επί του νέου εκλογικού νόμου τους κοινωνικούς φορείς. Σε κάθε περίπτωση, πρόθεση του κ. Σημίτη είναι ο εκλογικός νόμος να ψηφιστεί εντός του Νοεμβρίου.
Κατά τις ίδιες πηγές, ο νέος εκλογικός νόμος στους βασικούς του άξονες θα εδράζεται στις «σταθερές» που είχε αναφέρει από την περασμένη Παρασκευή η «K»: Το πρώτο κόμμα θα διασφαλίζει την αυτοδυναμία με ποσοστό άνω του 41%, η αναλογικότητα για τα μικρά κόμματα θα αυξηθεί από 70% που είναι σήμερα στο 80% – 85%, το όριο του 3% για την είσοδο στη Βουλή διατηρείται, πρωθείται η κατάτμηση A΄ και B΄ Αθήνας καθώς και της A΄ Θεσσαλονίκης, καθιερώνεται η εκλογή με λίστα 40 – 80 βουλευτών, ενώ καταργείται το σύστημα της εξομάλυνσης. Επίσης, δεν εισάγεται το σύστημα της λίστας αλλά οι βουλευτές θα εκλέγονται σε επίπεδο νομού και περιφέρειας. Σε επίπεδο νομού ο νόμος θα προσεγγίζει την απλή αναλογική, ενώ από την περιφέρεια θα διασφαλίζει στο πρώτο κόμμα την αυτοδυναμία. Ακόμη καταργείται η διάταξη που καθιστά απαγορευτικές τις προεκλογικές συνεργασίες.
Συγκάλυψη αναταράξεων
Η έναρξη της συζήτησης για το νέο εκλογικό νόμο εκτιμάται στο Μέγαρο Μαξίμου ότι θα συγκαλύψει και τις συνεχιζόμενες αναταράξεις στο εσωκομματικό πεδίο. Χθες, η κυβέρνηση απέφυγε -για μία ακόμη φορά- να αντιδράσει στις νέες βολές του πρώην υπουργού κ. Θ. Πάγκαλου κατά του ίδιου του κ. Σημίτη, αλλά και των κορυφαίων κυβερνητικών στελεχών. «Μπορούμε να εκτιμάμε πότε θα σχολιάζουμε», ήταν η χαρακτηριστική απάντηση του υπουργού Τύπου κ. Χρ. Πρωτόπαπα.