Του «κατά Λουκά» μανιφέστου, η ανάγνωση και επεισόδια, ποιητική αδεία…

Του «κατά Λουκά» μανιφέστου, η ανάγνωση και επεισόδια, ποιητική αδεία…

5' 31" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Χθες το βράδυ που έγραφα, ξενύχτησα κιόλας, ήθελα να γράψω ένα κομμάτι ακόμη, έναν επίλογο». Είναι ο Δημήτρης Κουφοντίνας που μιλάει με τη βαριά, σκοτεινή σε τόνους φωνή του. Στέκεται μπροστά από την έδρα του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων που τον δικάζει, μαζί με τους άλλους κατηγορουμένους. Φοράει μαύρο φανελάκι με κοντά μανίκια, τα μαλλιά του κοντά, ψαλιδισμένα, χλωμότερος από το σύνηθες, ήρεμος. Ανησυχητικά ήρεμος. «Δεν το ‘γραψα. Θα σας πω μερικούς στίχους του Παλαμά. Είναι από τους «Πατέρες»…

Παιδί, το περιβόλι μου, που θα κληρονομήσεις / όπως το βρεις, κι όπως το δεις, να μην το παρατήσεις…/ Μη φοβηθείς τον χαλασμό, φωτιά, τσεκούρι κράδα,/ ξεμπέρδεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόφτο./ Και χτίσε κάστρο πάνω του και ταμπουρώσου μέσα,/ για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα/ που όλο την περιμένουμε κι όλο κινά για να ‘ρθει» – εδώ σταματά, από την έκφραση των δικαστών θα πρέπει να κυλούν δάκρυα στα μάγουλά του, εμείς βλέπουμε, γυρτή την πλάτη του «κι όλο, συντρίμμι, χάνεται, στο γύρισμα των κύκλων»…

Οι φωνασκίες

Η δακρυσμένη φωνή σπάει και αμέσως, χειροκροτήματα. Τα πρώτα δειλά, στη συνέχεια ολοένα πιο δυνατά, ρυθμικά και μαζί φωνές. Το ηλεκτρικό κουδούνι του προέδρου ηχεί, αλλά οι φωνές είναι πλέον δυνατότερες. «Δόξα και Τιμή στον Αγωνιστή», φωνάζει κάποιος από το πίσω μέρος της αίθουσας, ενώ άλλοι, νέοι, με μαύρα φανελάκια, ξεκινούν, ρυθμικά, το σύνθημα των διαδηλώσεων» το πάθος για τη λευτεριά είναι δυνατότερο από όλα τα κελιά!

«Εκκενώστε αυτήν την πτέρυγα, που θορυβεί», φωνάζει ο πρόεδρος κ. Μιχ. Μαργαρίτης. Αλλά η κατάσταση έχει ξεφύγει από τον έλεγχό του και ο επικεφαλής της ασφαλείας μαζί με αστυνομικούς δημιουργούν τείχος και οδηγούν τους «χειροκροτητές» έξω, κλείνοντας και την πόρτα.

Ο πρόεδρος κηρύσσει «διακοπή της συνεδριάσεως», αλλά τα πνεύματα έχουν οξυνθεί πλέον. H χήρα Ρουσέτη, του οδηγού που σκοτώθηκε μαζί με τον Μομφεράτο, ώς εκείνη την ώρα καθόταν μαζί με τον πατέρα και αδελφό Περατικό ήσυχη και αξιοπρεπής και άκουγε τα όσα έλεγε στην απολογία – μανιφέστο του ο Δημήτρης Κουφοντίνας, που χθες έδωσε τόσο το δικό του πορτρέτο όσο και της οργάνωσης στην οποία ομολογεί ότι ανήκει. «O ένοπλος επαναστάτης σέβεται τη ζωή, κινδυνεύει να χάσει τη ζωή του, για να προχωρήσει η επαναστατική υπόθεση. Οσο για τα θύματα, σε αυτές τις οικογένειες οφείλουμε σεβασμό και συμπόνια», είχε πει, και οι τέσσερίς τους -μαζί και ο αδελφός του Παύλου Νίκος Μπακογιάννης- άκουγαν, χωρίς τον παραμικρό μορφασμό. «Γιατί θυμόμαστε τα 45άρια και ξεχνάμε τα αστυνομικά 38άρια» είχε πει λίγο πριν, για τις άλλες απώλειες «τις χιλιάδες τα ναυάγια και τα εργατικά ατυχήματα – Βαρδινογιάννη – Λάτση – Μποδοσάκη – Σωληνουργεία Κορίνθου, Σαμίνα; Και αυτοί είχαν ονόματα και συγγενείς και δεν αξιώθηκαν ποτέ τόσο σημαντικούς πολιτικούς συνηγόρους…». H αλήθεια είναι ότι με την παραίνεσή του «να μιλήσει, να δώσει απαντήσεις σε τούτο το δωμάτιο, να μην φοβηθεί τη ρήξη με το δικαστήριο, αλλά μόνον τη ρήξη με την αλήθεια, γιατί το διανοητικό του επίπεδο είναι τέτοιο ώστε να μπορεί να δώσει μία εικόνα», ο πρόεδρος κ. Μιχ. Μαργαρίτης «θέρισε αυτά που έσπειρε». Γιατί την έδωσε την εικόνα, στην Αίθουσα του Δικαστηρίου, ο Δημήτρης Κουφοντίνας, με λέξεις που τις ήθελε πύρινες, δυνατές σαν σφαίρες, αλλά μόνον τους άφρονες «οπαδούς της βίας» και κάτι νεαρά άπηχτα μυαλά μπόρεσε να ξεσηκώσει. Αυτούς που, με την προτροπή της συνηγόρου υπεράσπισης κ. Ιωάννας Κούρτοβικ, στην έναρξη της 92ας ημέρας της δίκης, ο πρόεδρος δέχθηκε να μπουν «μέχρι συμπληρώσεως των προβλεπομένων 120 θέσεων». Οπως και έγινε. Και παρά τη σύστασή του να μην υπάρξουν φωνές και πάσης φύσεως διακοπές, «γιατί η πτέρυγα θα εκκενωθεί και θα υπάρξει τιμωρία», τα πράγματα ξέφυγαν από τον έλεγχο του δικαστηρίου και χρειάστηκε η αστυνομική επέμβαση για να βγουν έξω.

Οι επόμενοι «120»

Οι δημοσιογράφοι, ορισμένοι από αυτούς, άδραξαν την ευκαιρία να ζητήσουν από τους κατηγορουμένους να πάρουν θέση, αλλά εκείνοι σιωπούσαν και κοίταζαν με βλέμμα που σήμαινε πολλά, ολόγυρα. Νέα προτροπή της υπεράσπισης «να μπουν μέσα άνθρωποι, η αίθουσα είναι άδεια». O πρόεδρος ελίσσεται «τώρα που φύγαν αυτοί, να μπουν οι άλλοι, που περιμένουν ώς τον αριθμό 120». Οι αστυνομικοί μετρούσαν, σαν να είμαστε σε αεροπλάνο, μη μείνει κανένας έξω, «120» είναι, έβγαινε ο αριθμός.

Και ο Δημήτρης Κουφοντίνας, στην επανάληψη, το ίδιο ήρεμος, αρνήθηκε να πάρει το μέρος του προέδρου που του έλεγε «βλέπετε τι γίνεται; Πέστε τους κι εσείς»! Αλλά εκείνος, ήσυχα, συμφώνησε πως «ναι, υπάρχει πρόβλημα. Πρέπει να μην διακοπεί η δημοσιότητα της δίκης». Οπότε ο πρόεδρος εξανίσταται «μα εγώ ήθελα ώς και την τηλεόραση μέσα, εσείς δεν τη θέλατε». Με τη μια πτέρυγα, αραιά κατειλημμένη, από τους συγγενείς -που δεν δημιούργησαν πρόβλημα- και από τους μάρτυρες κατηγορίας, τους οποίους, επίσης πήρε η μπάλα της αστυνομικής επέμβασης (η χήρα Ρουσέτη, αρνήθηκε να καθήσει πιο πίσω «μαζί με αυτούς που άφησαν το παιδί μου ορφανό») και βγήκε έξω, για να επανέλθει με την επανάληψη, ύστερα από παρέμβαση του δικηγόρου της κ. Παπαλάμπρου, που τους τοποθέτησε αφήνοντας μια σειρά καθισμάτων κενή, από τη μερίδια του ακροατηρίου που λειτούργησε ως χορός στήριξης των λεγόμενων Κουφοντίνα.

Εύστοχη η μοναδική διακοπή του εισαγγελέως κ. Λάμπρου «δεν επιτρέπεται στην απολογία η ανάγνωση κειμένου», γιατί ο Κουφοντίνας, όλα όσα είπε, για την «ιδεολογική» τοποθέτηση της 17(άλλοτε την αποκαλούσε «δεκαεπτά νι» και άλλοτε «δεκαεπτά Νοέμβρη») και για την αναγκαιότητα της βίας που τη γεννά το σύστημα, τα διάβαζε κι έπινε και μια γουλιά νερό.

Ισως η απολογία-μανιφέστο, που περιείχε χιλιοακουσμένες ρήσεις και κλισέ της «αριστεράς», όπως την εννοεί ο Δ.Κ., να κούραζε όλους και επεισόδια να μην είχαν γίνει, αλλά ας όψεται η δύναμη του ποιητικού λόγου του Παλαμά και το ότι το ποίημα αρχίζει με τη λέξη «Παιδί» και, συνειρμικά, τινές των δημοσιογράφων και όλη η πλευρά του συμπαθούντος ακροατηρίου το έλαβαν ότι αποτελεί «παραίνεση προς τον γιο του». «Σκάψε το χώμα πιο βαθιά» – «πόσο πιο βαθιά, απ’ όσο βάλατε μέσα τον άντρα μου», αναστέναξε η χήρα του οδηγού Ρουσέτη, του βιοπαλαιστή οδηγού του εκδότη Μομφερράτου. Γιατί η ποίηση μιλάει σε όλους και δονεί όλων τις χορδές. Στα 60 χρόνια από τον θάνατο του Παλαμά, απέτισε τον δικό του φόρο τιμής και ο απολογηθείς «Λουκάς», κατά κόσμον Κουφοντίνας. Στον οποίον τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα στα δελτία ειδήσεων αφιέρωσαν χρόνο πολύ και απαγγελίες στίχων.

«Στον Ιωνα Δραγούμη» είχε αφιερώσει τους παρακάτω στίχους ο Παλαμάς: «Ακούστε. Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατ’ είμ’ εγώ κι ο χτίστης, ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης. Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι. Στου μίσους τα μεσάνυχτα τρέμει ενός πόθου αστέρι! Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός, του χαλασμού πατέρας, πάντα κοιτάζω προς το φως τ’ απόμακρο της μέρας».

Πολύ μας έλειψε αυτό το φως στον τεχνητό ψυχρό φωτισμό της αίθουσας ακροατηρίου, χθες, πρώτη ημέρα. Ταραχώδη των απολογιών.

Αλήθεια, ποιος θα μεταφράσει Παλαμά στα γαλλικά;

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή