H διαπλοκή στην προεκλογική σκηνή

H διαπλοκή στην προεκλογική σκηνή

6' 4" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι καταγγελίες για τη διαπλοκή της κυβέρνησης Σημίτη, με επιχειρηματικά συμφέροντα, ήταν ένας από τους πυλώνες της αντιπολιτευτικής εκστρατείας του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης τους μήνες που προηγήθηκαν των εκλογών του 2000. Τότε, ο Κ. Καραμανλής είχε μιλήσει με σκληρή γλώσσα για το φαινόμενο, αλλά είχε αποφύγει, παρά τις προκλήσεις, να αναφερθεί σε συγκεκριμένα ονόματα. Ορισμένοι έχουν ισχυρισθεί ότι αυτός είναι ένας από τους λόγους, που η συντριπτική πλειοψηφία των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών και των εφημερίδων στήριξε αμέριστα και με συνέπεια τον πρωθυπουργό. Στην πραγματικότητα, συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Επειδή το οικονομικοεκδοτικό κατεστημένο είχε από το 1996 με πρωτοφανή τρόπο ταχθεί στο πλευρό του Κ. Σημίτη και κάποια ΜΜΕ είχαν επιφυλάξει μια πολύ αρνητική μεταχείριση στον πρόεδρο της Ν.Δ., η Ρηγίλλης ύψωσε τη σημαία εναντίον της διαπλοκής. Κατά μία έννοια, εξωθήθηκε. Ισχυσε η παροιμία ότι «ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται», ή διαφορετικά «έκανε την ανάγκη φιλοτιμία».

Σ’ ένα τείχος…

Η αλήθεια είναι ότι οι σχετικές επιθέσεις του Κ. Καραμανλή προσέκρουαν για μεγάλο διάστημα σ’ εκείνο το τείχος που τα ΜΜΕ υψώνουν, όταν θέλουν να «πνίξουν» μία φωνή, χωρίς τυπικά να μπορείς να τα κατηγορήσεις ότι αποσιωπούν την είδηση. Εγκλωβισμένες σε μία μειωμένη και συχνά στρεβλή προβολή, που κατά κανόνα συνοδευόταν από ειρωνικά και απαξιωτικά σχόλια, οι καταγγελίες του αρχηγού της Ν.Δ. έχαναν μεγάλο μέρος από την πολιτική τους εμβέλεια. Παρ’ όλα αυτά, κατάφεραν να εγγράψουν το μείζον αυτό θέμα στην ημερήσια διάταξη και να το καταστήσουν σταδιακά κεντρικό ζήτημα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι όσο πλησίαζε στις εκλογές του 2000, ο Κ. Καραμανλής έστρεφε τον αντιπολιτευτικό λόγο του σ’ άλλους τομείς, ρίχνοντας παραλλήλως τους τόνους της κριτικής του για τη διαπλοκή. Επανήλθε, όμως, μετά την εκλογική ήττα του κόμματός του, προαναγγέλλοντας με επιστολή του προς τον πρωθυπουργό (Ιούλιος 2000) ότι η Ν.Δ. θα αναλάβει σχετικές πολιτικές πρωτοβουλίες. Κατέθεσε, επίσης, πρόταση νόμου για τη θωράκιση της δημοκρατίας και την προστασία του δημόσιου συμφέροντος. Με τον τρόπο αυτό κατέστησε σαφές ότι θα χρησιμοποιούσε και πάλι τις καταγγελίες εναντίον της διαπλοκής σαν πολιορκητικό κριό.

Διάταξη στο Σύνταγμα

Δεδομένου ότι την εποχή εκείνη βρισκόταν σε εξέλιξη μια όξυνση του ανταγωνισμού μεταξύ αντίπαλων οικονομικοεκδοτικών ομίλων, το Μέγαρο Μαξίμου φοβήθηκε όχι αδικαιολόγητα μήπως εγκλωβισθεί πολιτικά. Σε μια προσπάθεια αφενός να αποτρέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο κι αφετέρου να εξουδετερώσει εκ των προτέρων την επίθεση της Ν.Δ., ο πρωθυπουργός ζήτησε να συμπεριληφθεί -στο πλαίσιο της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος- διάταξη υπέρ της διαφάνειας και εναντίον της διαπλοκής.

Το γεγονός ότι η Ν.Δ. μετέτρεψε τη σημαία εναντίον της διαπλοκής σε αιχμή του αντιπολιτευτικού της δόρατος, δεν καθιστά το πρόβλημα ανύπαρκτο. Σ’ αυτό το μέτωπο, άλλωστε, δίνει το «παρών» με συνέπεια και ο πρόεδρος του Συνασπισμού Ν. Κωνσταντόπουλος. Ακόμη και οι δεδηλωμένοι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ, άλλωστε, είναι πεπεισμένοι ότι η Λερναία Υδρα της διαπλοκής είναι υπαρκτή, βλάπτει το δημόσιο χρήμα, νοθεύει τον υγιή ανταγωνισμό και υπονομεύει το ίδιο το δημοκρατικό πολίτευμα. Είναι ακριβώς γι’ αυτό που μετά τις εκλογές του 2000, οι πολίτες -σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις- αντιμετωπίζουν ολοένα και περισσότερο ως σοβαρό πρόβλημα τα διαπλεκόμενα συμφέροντα. Το γεγονός ότι το θέμα αυτό απέκτησε πολιτική δυναμική, αιφνιδίασε και έφερε σε αμηχανία την κυβέρνηση, η οποία δεν ήταν διατεθειμένη να μιλήσει με ειλικρίνεια.

«Ελέγχονται πλήρως»

Θα μείνει στην ιστορία η δήλωση του τότε κυβερνητικού εκπροσώπου. Οταν ερωτήθη από δημοσιογράφο εάν αυτοί που ελέγχουν τα ΜΜΕ είναι εργολάβοι δημόσιων έργων ή προμηθευτές του Δημοσίου, είχε απαντήσει τα εξής καταπληκτικά: «Από τους ελέγχους που διενεργούν οι υπηρεσίες μας δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Οι μέτοχοι των επιχειρήσεων, που έχουν υπό την εποπτεία τους Μέσα Ενημέρωσης, είναι γνωστοί. Κατατίθενται τα σχετικά στοιχεία. Τα πρόσωπα αυτά ελέγχονται απολύτως, ελέγχονται τα πόθεν έσχες και οι δραστηριότητές τους… Αρα, λοιπόν, δεν δικαιολογείται αυτή η κατηγορία».

Είναι αλήθεια ότι οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι υποχρεώνονται να λένε ψέματα, αλλά δύσκολα θα συναντήσει κανείς τέτοια πολιτική υποκρισία. Και ο τελευταίος πολίτης γνωρίζει άριστα ότι τα μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα και οι περισσότερες εφημερίδες ελέγχονται από μεγαλοεργολάβους και προμηθευτές του Δημοσίου. Ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος Δ. Ρέππας είχε καταφύγει σε τέτοιες ανοησίες όχι γιατί είναι προσωπικά ανεπαρκής, αλλά γιατί διαφορετικά θα έπρεπε να ομολογήσει αυτό που είναι τοις πάσι γνωστό, αλλά επί της ουσίας συνιστά κατάφωρη παρανομία.

Πάντα, βεβαίως, υπήρχαν ισχυροί οικονομικοί παράγοντες, οι οποίοι διατηρούσαν προνομιακές σχέσεις με τις εκάστοτε κυβερνήσεις για να αποσπούν κερδοφόρες συμβάσεις. Το ποιοτικά νέο προέκυψε από το γεγονός ότι οι «βαρώνοι» του χρήματος έχουν θέσει υπό τον έλεγχό τους τα πανίσχυρα ΜΜΕ, με αποτέλεσμα να μετατοπισθεί το κέντρο βάρους από την Πολιτική στην Οικονομία. Η νέα αυτή πραγματικότητα τροφοδοτεί μια τάση εξάρτησης της πολιτικής εξουσίας, που ενίοτε προσλαμβάνει διαστάσεις «υπαλληλοποίησης». Προσφέροντας χρήμα για τις προεκλογικές εκστρατείες και πολιτική στήριξη από τα ΜΜΕ που ελέγχουν, οι μεγάλοι εξωθεσμικοί παράγοντες έχουν συγκροτήσει ακόμη και δικές τους οριζόντιες «Κοινοβουλευτικές Ομάδες»!

Υπαγορεύουν αποφάσεις

Αλλά και οι πολιτικοί που αγωνίζονται να διατηρήσουν την ακεραιότητά τους απειλούνται άμεσα να περιπέσουν σε καθεστώς έμμεσης πολιτικής ομηρείας. Η μετατόπιση του κέντρου βάρους της δύναμης, επιτρέπει στους «βαρώνους» να επηρεάζουν καθοριστικά τον συσχετισμό πολιτικών δυνάμεων. Με τέτοια ισχύ μπορούν όχι μόνο να έχουν προνομιακή πρόσβαση στο δημόσιο χρήμα, αλλά και να υπαγορεύουν κρίσιμες κρατικές αποφάσεις. Κι όλα αυτά χωρίς να διαθέτουν την παραμικρή δημοκρατική νομιμοποίηση και χωρίς, βεβαίως, να έχουν καμία ευθύνη έναντι του εκλογικού σώματος.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, προκαλούσε δυσάρεστη έκπληξη η επίμονη προσπάθεια του πρωθυπουργού να υποβαθμίζει τους κινδύνους από τη γιγάντωση της δύναμης ορισμένων συγκροτημάτων. Η πάγια απάντηση του Κ. Σημίτη στις καταγγελίες περί διαπλοκής ήταν η υπεκφυγή «όποιος έχει στοιχεία να τα καταθέσει στον εισαγγελέα». Η θέση αυτή είναι νομική και όχι πολιτική. Μετατρέπει το δάσος σε άθροισμα μεμονωμένων δένδρων και κατ’ αυτόν τον τρόπο -ανεξαρτήτως προθέσεων- συμβάλλει στη συγκάλυψη του προβλήματος. Η εξατομίκευση του φαινομένου είναι απαραίτητη για την ποινική δίωξη, αλλά όχι για θεσμικές παρεμβάσεις.

Για το πόσο ενοχλείτο ο πρωθυπουργός όταν ετίθετο και στους κόλπους του κόμματός του θέμα διαπλοκής και διαφθοράς υπάρχει η δήλωση – μαρτυρία του Θ. Πάγκαλου τον Φεβρουάριο 2002. Στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, άλλωστε είναι γνωστά και σχετικά περιστατικά. Επιπροσθέτως, υπάρχει και το δείγμα γραφής, για το οποίο υπάρχουν τεκμηριωμένες καταγγελίες, αλλά και επίσημη κριτική από την Κομισιόν ειδικά για τα δημόσια έργα.

Την εξέθρεψε

Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η κυβέρνηση Σημίτη ανέχθηκε την διαπλοκή από φόβο για το κόστος μιας σύγκρουσης με πανίσχυρα εξωθεσμικά κέντρα. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι την εξέθρεψε, επειδή κατά γενική ομολογία είχε εξασφαλίσει μια πρωτοφανή και κραυγαλέα υποστήριξη από τη μεγάλη πλειοψηφία των ΜΜΕ. Γι’ αυτό και τα νομοθετήματα εναντίον της διαπλοκής εξυπηρέτησαν περισσότερο τα προσχήματα και λιγότερο την ουσία. Απλώς, υποχρέωσαν τα «μεγάλα αφεντικά» να προβούν στις κατάλληλες νομικές διευθετήσεις, προκειμένου μέσω των ανεξέλεγκτων υπεράκτιων εταιρειών να παρακάμψουν στην πράξη το ασυμβίβαστο μεταξύ βασικού μετόχου ΜΜΕ και εταιρείας που έχει συναλλαγές με το Δημόσιο. Οπως εύστοχα επισημαίνει παλαίμαχος κοινοβουλευτικός του ΠΑΣΟΚ με μακρά υπουργική θητεία, «ακόμη και οι έντιμοι έχουμε ψυχολογικά συμβιβασθεί με τη διαφθορά και τη διαπλοκή και προτιμάμε να στρέφουμε αλλού το βλέμμα. Στο σημείο που έχουν φθάσει τα πράγματα, όμως, συμφέρει και εμάς και τη Ν.Δ. να υπάρξουν νομοθετικές ρυθμίσεις, που θα μας επιτρέπουν να οχυρωθούμε πίσω τους για να αποκρούσουμε τις πιέσεις και πολλές φορές τους εκβιασμούς των μεγαλοεπιχειρηματιών. Κάθε κυβέρνηση, όμως, θέλει να είναι ανεξέλεγκτη για να παίζει τα παιχνίδια της με τους μεγαλοεκδότες και τους μεγαλοεπιχειρηματίες. Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι η έλλειψη πολιτικής βούλησης. Αυτή είναι η ωμή αλήθεια κι όλα τα άλλα είναι προφάσεις εν αμαρτίαις»

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή