Από το κομματικό κράτος στον Βοναπαρτισμό

Από το κομματικό κράτος στον Βοναπαρτισμό

7' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το έργο του Μαρξ «H 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη» είναι γνωστό κυρίως για το εισαγωγικό του απόφθεγμα, σύμφωνα με το οποίο τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα εμφανίζονται δύο φορές, την πρώτη σαν τραγωδία και τη δεύτερη σαν φάρσα. Αφορμή είχε σταθεί η άνοδος στην εξουσία του Λουδοβίκου Βοναπάρτη του «μικρού», ανιψιού του Ναπολέοντα, «ενός μέτριου ανθρώπου, που η Ιστορία του ανέθεσε τον ρόλο του ήρωα», όπως έγραψε ο συγγραφέας του «Κεφαλαίου». Αλλά το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του έργου ήταν η ανάλυση του φαινομένου του «Βοναπαρτισμού» – ή, όπως θα λέγαμε με πιο σύγχρονους πολιτικούς όρους, του «λαϊκισμού»: Της ανάδειξης, δηλαδή, μιας πολιτικής προσωπικότητας σε ρόλο Μεσσία, που υψώνεται (ή θέλει να πείσει τους άλλους ότι υψώνεται) πέρα από κοινωνικές τάξεις και ιδεολογίες και συνομιλεί απευθείας με τον «λαό», παραμερίζοντας κόμματα, δημοκρατικούς θεσμούς και κάθε είδους διαδικασίες πολιτικής εκπροσώπησης.

Δεν εξηγεί τα αίτια

Οι αλυσιδωτές αλλαγές στο ΠΑΣΟΚ, που άρχισαν στις 3 Ιουλίου με την εκπαραθύρωση του K. Λαλιώτη υπέρ του M. Χρυσοχοΐδη και ολοκληρώθηκαν θεαματικά με την αντικατάσταση του K. Σημίτη από τον Γ. Παπανδρέου, αποδόθηκαν από πολλούς (ευθέως από την Αριστερά, εμμέσως από προβεβλημένα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας) σε παρασκηνιακή παρέμβαση του αμερικανικού παράγοντα για τον αποτελεσματικότερο έλεγχο των ελληνικών πολιτικών εξελίξεων. H υπόθεση αυτή, αν και δεν μπορεί, βεβαίως, να αποδειχθεί, ακούγεται εύλογη. Αλλά δεν αρκεί για να εξηγήσει ούτε τα γενεσιουργά αίτια ούτε τη διαφαινόμενη, έστω και προσωρινή, απήχηση του «φαινομένου Παπανδρέου». Ενός φαινομένου που σηματοδοτεί, κατά τη γνώμη μας, τη βαθύτατη κρίση της «κομματοκεντρικής» Δημοκρατίας και την προσπάθεια υπέρβασης αυτής της κρίσης με την προσφυγή σε ένα νέο είδος «Βοναπαρτισμού», πολύ διαφορετικού από τα ιστορικά του αρχέτυπα.

Εδώ και δέκα τουλάχιστον χρόνια, η περιλάλητη «υπέρβαση» του υπάρχοντος πολιτικού μας συστήματος μέσω της συγκρότησης προσωποκεντρικών «κομμάτων – μη κομμάτων» βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη των πολιτικών εξελίξεων. Πρόδρομοι αυτής της τάσης υπήρξαν, φυσικά με διαφορετικό χρώμα και άρωμα ο καθένας, ο Αντώνης Σαμαράς με την «Πολιτική Ανοιξη», ο Δημήτρης Τσοβόλας με το ΔΗΚΚΙ και ο Δημήτρης Αβραμόπουλος με το «Κίνημα Ελευθέρων Πολιτών». Μπορεί όλες αυτές οι προσπάθειες να απέτυχαν οικτρά, λειτούργησαν όμως ως τροχειοδεικτικά βλήματα για μελλοντικές, πιο σοβαρές απόπειρες, αυτήν τη φορά όχι «από τα έξω» αλλά από τα ίδια τα σπλάχνα των παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας.

Πρωτοφανής εκστρατεία

Η ουσία αλλά και η διαδικασία που ακολουθήθηκε στις περίφημες «πρωτοβουλίες του K. Σημίτη» συνιστούν, ουσιαστικά, μια πρωτοφανή, για τα ελληνικά δεδομένα, εκστρατεία εκμηδενισμού ενός κόμματος εξουσίας από τον ίδιο τον ηγέτη του. Αιφνιδιαστικά, χωρίς να δοθεί καμία εξήγηση στο κομματικό σώμα, ο K. Σημίτης αποφάσισε να αποπέμψει τον γραμματέα του ΠΑΣΟΚ και να διορίσει ένα Εκτελεστικό Γραφείο επιπέδου… Νομαρχιακής Επιτροπής Ημαθίας, καταδικάζοντας ολόκληρη την Κεντρική Επιτροπή σε ρόλο άβουλου χειροκροτητή. Αλλά και η παράδοση του «δακτυλιδιού» της διαδοχής στον Γ. Παπανδρέου, με τρόπο που, αν είχε επιχειρηθεί από τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, A. Παπανδρέου, θα είχε προκαλέσει χίλια «Πεντελικά», παραπέμπει λιγότερο σε εκσυγχρονιστικό, σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και περισσότερο σε διαδικασίες διαδοχής στο Αζερμπαϊτζάν του Αλίεφ ή στην Αίγυπτο του Μουμπάρακ. Ασφαλώς, το 97% που θα αποσπάσει ο Γ. Παπανδρέου στο αναμενόμενο δημοψήφισμα των «μελών και φίλων» του ΠΑΣΟΚ δεν θα βελτιώσει και πολύ αυτή την αίσθηση.

Για να είμαστε ειλικρινείς, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτή η εκτόπιση των παραδοσιακών, μαζικών κομμάτων από έναν ιδιόμορφο Βοναπαρτισμό δεν αποτελεί ελληνική ιδιομορφία αλλά διεθνή τάση, και μάλιστα καλπάζουσα. Μια τάση που δεν περιορίζεται στις ιδιόμορφες περιπτώσεις της περιφέρειας (όπως είναι η Βενεζουέλα του Τσάβες ή η Βραζιλία του Λούλα) αλλά επεκτείνεται και στις πιο ισχυρές Δημοκρατίες των δυτικών μητροπόλεων.

Ιταλία και Βρετανία

Πρωτοποριακή, σ’ αυτή την τάση, υπήρξε από μια άποψη η Ιταλία, η χώρα όπου, για συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους, το μοντέλο της κομματοκεντρικής Δημοκρατίας των μεταπολεμικών δεκαετιών είχε πάρει την πιο ακραία, τυπική του μορφή. H περίφημη επιχείρηση «Καθαρά χέρια» οδήγησε στον αφανισμό ολόκληρης της παραδοσιακής πολιτικής τάξης της χώρας και άφησε ανοιχτό τον δρόμο για την επέλαση του «μιντιακού – επιχειρηματικού Βοναπαρτισμού» του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Ενός ηγέτη που μπορεί να προκαλεί την οργή και τον καγχασμό της υπόλοιπης Ευρώπης, αλλά διατηρεί υψηλή δημοτικότητα στην ίδια του τη χώρα, έχοντας οικοδομήσει -βοηθούσης και της «δικτατορίας των 24 ιντσών»- σχέσεις απευθείας εκπροσώπησης με τον λαό «του», στον αντίποδα της «απρόσωπης, αποτυχημένης κομματικής γραφειοκρατίας».

Εντελώς διαφορετική προσωπικότητα από τον Μπερλουσκόνι, ο Τόνι Μπλερ ήρθε κι αυτός στην εξουσία με ένα είδος «αντι-κομματικής», μεσσιανικού τύπου δημαγωγίας. O ηγέτης των λεγόμενων Νέων Εργατικών στράφηκε όχι μόνον εναντίον του κοινωνικού κανιβαλισμού της Μάργκαρετ Θάτσερ αλλά και της υποτιθέμενης «ιδεολογικής αγκύλωσης» του ίδιου του κόμματός του. Κατά κάποιον τρόπο, το μήνυμα του Μπλερ ήταν ταυτόσημο με εκείνο του Σημίτη: «Οι παλιοί Εργατικοί είναι το πρόβλημα, εγώ είμαι η λύση. Το κόμμα, η ιστορία, τα σύμβολά του, οι σχέσεις του με τα εργατικά στρώματα και συμφέροντα είναι τα βαρίδια μας, εγώ είμαι το ισχυρό χαρτί για την κατάληψη της εξουσίας». Δεν είναι τυχαίο ότι η ρήξη των Νέων Εργατικών με τα μαζικά συνδικάτα ήταν το πρώτο και καθοριστικό βήμα για την «επανίδρυση» που πρέσβευε ο Μπλερ.

Γερμανία και Γαλλία

Ανάλογη είναι η πορεία της γερμανικής Κεντροαριστεράς, από τη στιγμή που ο πραγματιστής Σρέντερ αποκεφάλισε, με τις ευλογίες του Χρηματιστηρίου της Φρανκφούρτης, τον ιστορικό ηγέτη του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και επικεφαλής της αριστερής του πτέρυγας, Οσκαρ Λαφοντέν. Βεβαίως, στην περίπτωση της Γερμανίας, η αυτοκατάργηση του κόμματος δεν περνάει τόσο μέσα από την ανάληψη μεσσιανικού ρόλου από τον Σρέντερ όσο μέσω της σταδιακής απορρόφησης των «κόκκινων» (σοσιαλδημοκρατών) από τον «ερυθροπράσινο» συνασπισμό, του οποίου δεν αποκλείεται να ηγηθεί αύριο – μεθαύριο ο Φίσερ. Ενας πολιτικός που άλλαξε με μοναδική ευκολία το πράσινο με το «χακί» στον πόλεμο της Σερβίας, υποβάλλοντας τα διαπιστευτήριά του στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ακόμη και η Γαλλία, η δυτική χώρα όπου η παρέμβαση των λαϊκών μαζών στην πολιτική ζωή ήταν πιο ισχυρή και συχνά πιο «ακραία» από κάθε άλλη, δεν μένει έξω από τη γενική τάση του καιρού μας. Οι τελευταίες προεδρικές εκλογές έφεραν στο χείλος του πραγματικού εκμηδενισμού τα κατεξοχήν «μαζικά λαϊκά κόμματα», σοσιαλιστές και κομμουνιστές. O ίδιος ο κεντροδεξιός πρόεδρος Σιράκ ουσιαστικά διέλυσε το κόμμα του Ντε Γκολ (RPR), του οποίου ηγείτο, στο πλαίσιο της προσωποκεντρικής «Ενωσης για την Προεδρική Πλειοψηφία». Αντίπαλός του, στον δεύτερο γύρο, βρέθηκε ο ακροδεξιός Λεπέν, από μια άποψη πρόδρομος, για τα γαλλικά δεδομένα, του νέου Βοναπαρτισμού.

Με όλες τις ιδιομορφίες που χαρακτηρίζουν την ιστορική εξέλιξη κάθε χώρας, η γενική τάση βρίσκεται σε ένα είδος «αμερικανοποίησης» της ευρωπαϊκής πολιτικής ζωής: Αντικατάσταση του δικομματισμού Δεξιάς – Αριστεράς με έναν χαλαρό διπολισμό ανάμεσα σε δύο αλλοπρόσαλλους εκλογικούς συνασπισμούς χωρίς ξεκάθαρες διαχωριστικές γραμμές, με τις αντιπαραθέσεις να περιορίζονται σε δευτερεύοντα και τριτεύοντα ζητήματα. Σ’ αυτό το φόντο, ο αρχηγός της «παράταξης» μετατρέπεται σε πολιτικό πλασιέ ενός προϊόντος που δεν διαφέρει σχεδόν σε τίποτα από εκείνο του αντίπαλου αρχηγού και στηρίζεται απλώς στην καλύτερη διαφήμιση – όπως οι άπειρες οδοντόπαστες στα ράφια των σούπερ μάρκετ που, λίγο πολύ, κάνουν την ίδια δουλειά. Αυτή είναι η διαφορά του νέου, επικοινωνιακού Βοναπαρτισμού του Μπλερ ή του Γ. Παπανδρέου με τον παλιό, ριζοσπαστικό Βοναπαρτισμό του Περόν ή του A. Παπανδρέου: Τότε, ο «χαρισματικός ηγέτης» στηριζόταν στη δυναμική, λαϊκή κινητοποίηση, συχνά παίζοντας με τη φωτιά και εξαγοράζοντας με προχωρημένα κοινωνικά συμβόλαια και τολμηρές μεταρρυθμίσεις την απευθείας σχέση του με τα λαϊκά στρώματα. Σήμερα, η «υπέρβαση των κομμάτων» από τους κατασκευασμένους Μεσσίες γίνεται, ίσα-ίσα, για να εξοστρακισθεί σε κατάσταση πλήρους πολιτικής παθητικότητας η λαϊκή πλειοψηφία, να εκφυλισθεί η Δημοκρατία σε απλή διαδικασία νομιμοποίησης των ήδη ειλημμένων αποφάσεων των ελίτ – μέσω δημοψηφισμάτων για ψύλλου πήδημα, «μη κυβερνητικών οργανώσεων» και άλλων φτηνών υποκατάστατων της συμμετοχικής Δημοκρατίας.

Τι θα γίνει μετά…

Φυσικά, οι άνθρωποι προτιμούν συχνά να δουν αυτό που θέλουν να δουν και οι αναθαρρημένοι «πράσινοι» από το Καλέντζι της Αχαΐας, που καλωσόρισαν τον «γιο του Ανδρέα», μάλλον δεν αποτελούν εξαίρεση. Κάτι ανάλογο γινόταν άλλωστε και στη Γαλλία το 1851, όταν ο Μαρξ έγραφε το προαναφερθέν έργο του, το οποίο κατέληγε ως εξής:

«Κυνηγημένος από τις αντιφατικές απαιτήσεις της κατάστασής του και ταυτόχρονα αναγκασμένος σαν ταχυδακτυλουργός να κρατάει τα μάτια του κοινού καρφωμένα πάνω του, προβάλλοντας σαν υποκατάστατο του Ναπολέοντα με συνεχείς εκπλήξεις, κάνοντας δηλαδή κάθε μέρα και ένα πραξικόπημα σε μικρογραφία, ο Βοναπάρτης (ο μικρός) αναστατώνει όλη την κοινωνία… Οταν όμως ο αυτοκρατορικός μανδύας καλύψει επί τέλους τους ώμους του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, ο ορειχάλκινος ανδριάντας του Ναπολέοντα θα γκρεμιστεί από το ύψος της στήλης του Βαντόμ»!

Για όσους ενδιαφέρονται για την Ιστορία, προσθέτουμε ότι η πρόβλεψη του Μαρξ επιβεβαιώθηκε πριν στεγνώσει η μελάνη στο χαρτί του τυπογραφείου. O ανιψιός «εκτέλεσε» συμβολικά τον θείο γκρεμίζοντας το άγαλμα που, στην αρχή, προσκυνούσε…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή