Στρατηγική «εξημέρωσης του θηρίου»

Στρατηγική «εξημέρωσης του θηρίου»

6' 28" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Συνάρτηση με πολλές μεταβλητές θυμίζουν πια οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, αφού η προοπτική τους φαίνεται να εξαρτάται περισσότερο από τις εσωτερικές ισορροπίες στην Αγκυρα, οι οποίες με τη σειρά τους θα επηρεασθούν αποφασιστικά από το εάν η Ε.Ε. θα θέσει τον Δεκέμβριο τη γειτονική μας χώρα σε τροχιά ένταξης. Το «όχι» των Ελληνοκυπρίων στο δημοψήφισμα δεν λειτούργησε αποσταθεροποιητικά στην τρέχουσα διαδικασία της ελληνοτουρκικής προσέγγισης, γιατί κύριος στόχος της τουρκικής διπλωματίας ήταν να διεκδικήσει ημερομηνία ενταξιακών διαπραγματεύσεων χωρίς το βάρος του Κυπριακού στην πλάτη της.

Προειδοποίηση της Κομισιόν

Απηχώντας την επιθυμία των Ευρωπαίων να μην το κληρονομήσουν, η Κομισιόν είχε επισήμως προειδοποιήσει ότι «η μη διευθέτηση του Κυπριακού θα μπορούσε να καταστεί σοβαρό εμπόδιο στις ευρωπαϊκές φιλοδοξίες της Τουρκίας». Με άλλα λόγια, την είχε προειδοποιήσει ότι ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της ερχόταν σε αντίφαση με την παραδοσιακή στρατηγική της στη Μεγαλόνησο. Εγκλωβισμένο στα δικά του στερεότυπα, το μετακεμαλικό καθεστώς ήταν ανίκανο να λύσει την αντίφασή του. Την έλυσε, όμως, ο κ. Ερντογάν. Υποσχέθηκε να ικανοποιήσει το αμερικανικό αίτημα για στρατιωτική ανάμιξη της χώρας του στο Ιράκ και πήρε ως αντάλλαγμα την υπόσχεση ότι το τελικό Σχέδιο Ανάν θα ικανοποιεί τις σημαντικότερες τουρκικές απαιτήσεις στο Κυπριακό.

Ο νεοϊσλαμιστής πρωθυπουργός δικαιολογημένα θεωρεί εξαιρετικά συμφέρουσα για τη χώρα του την προτεινόμενη λύση και θα ήθελε την εφαρμογή της. Από την άλλη πλευρά, όμως, είχε επίγνωση ότι μία μεγάλη μερίδα της στρατογραφειοκρατίας συνεχίζει να θεωρεί ότι το Κυπριακό έχει λυθεί στην πράξη με την εισβολή και την ανακήρυξη του ψευδοκράτους και ως εκ τούτου αντιμετωπίζει αρνητικά ακόμα και το τόσο ευνοϊκό για τα τουρκικά συμφέροντα Σχέδιο Ανάν. Φοβόταν, λοιπόν, ότι εάν τα δημοψηφίσματα ήταν θετικά, η κυβέρνησή του θα αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υπονόμευσης. Ενώ τώρα, κέρδισε πόντους διεθνώς και ταυτοχρόνως υποχρέωσε ακόμα και το «βαθύ κράτος» να τον χειροκροτήσει. Είναι γι’ αυτούς τους λόγους, που το βράδυ της 24ης Απριλίου θα πρέπει να του άφησε γλυκόπικρη γεύση.

Το μεγάλο στοίχημα του κ. Ερντογάν είναι η απόσπαση τον Δεκέμβριο ημερομηνίας έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Εάν το επιτύχει θα ενισχύσει αποφασιστικά τη θέση του. Σε αντίθεση με τα άλλα κόμματα, που αποτελούσαν οργανικό μέρος του μετακεμαλικού καθεστώτος και ουσιαστικά είχαν αποδεχθεί την κηδεμονία των πασάδων, οι νεοϊσλαμιστές έχουν κάθε συμφέρον να δώσουν ένα τέλος σ’ αυτήν την κατάσταση. Παρ’ όλη τη σαρωτική κοινοβουλευτική πλειοψηφία τους, όμως, δεν έχουν δυνατότητα να κάνουν μόνοι τους ένα τέτοιο βήμα. Γι’ αυτό και αντιμετωπίζουν σαν μάννα εξ ουρανού τη θέση της Ε.Ε. ότι δεν μπορεί να αρχίσει ενταξιακές διαπραγματεύσεις με μία χώρα, όπου οι ένοπλες δυνάμεις ποδηγετούν την πολιτική ζωή.

Στην πραγματικότητα, η ευρωπαϊκή φιλοδοξία της Τουρκίας είναι ασύμβατη με την ύπαρξη του μετακεμαλικού καθεστώτος. Οι πασάδες εν μέρει το συνειδητοποιούν και γι’ αυτό είναι αμφίθυμοι. Από τη μία πλευρά είναι γαλουχημένοι με την κεμαλική ιδεολογία του δυτικού εκσυγχρονισμού. Από την άλλη, όμως, διαβλέπουν ότι η προσαρμογή της χώρας τους στις ευρωπαϊκές προδιαγραφές θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε μία μεταπολίτευση. H κηδεμονία τους στον πολιτικό βίο θα ατροφήσει με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Πολιτικές σκοπιμότητες

Στη σύνοδο του Ελσίνκι (Δεκέμβριος 1999), η Τουρκία αναγορεύθηκε υποψήφια προς ένταξη χώρα όχι γιατί πληρούσε τα υφιστάμενα κριτήρια, αλλά για λόγους πολιτικών σκοπιμοτήτων και κυρίως λόγω της ένθερμης υποστήριξης των ΗΠΑ. Οι Τούρκοι πίστεψαν ότι με τον ίδιο περίπου τρόπο θα αποσπούσαν στην Κοπεγχάγη (Δεκέμβριος 2002) ημερομηνία έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Και τότε, η αμερικανική διπλωματία άσκησε ασφυκτικές πιέσεις στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Η απόφαση, όμως, των «15» ήταν μία ψυχρολουσία. Παρέπεμψε την επανεξέταση του τουρκικού αιτήματος τον Δεκέμβριο 2004, με το επιχείρημα της Κομισιόν ότι τα βήματα εκδημοκρατισμού της γειτονικής χώρας ήταν ανεπαρκή. Οι Τούρκοι άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι η σχέση τους με την Ε.Ε. δεν μπορεί να είναι «α λα καρτ», ότι χωρίς μεγάλα βήματα προσαρμογής κινδυνεύουν να χάσουν το τρένο και τον Δεκέμβριο 2004. Εχουν επίγνωση, άλλωστε, ότι ένα σημαντικό τμήμα της ευρωπαϊκής ελίτ και η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών θεωρούν ότι η Τουρκία είναι από πολιτισμικής απόψεως ξένο σώμα στην Ευρώπη και γι’ αυτό δεν πρέπει ποτέ να γίνει πλήρες μέλος. Μέσα σ’ αυτό το πολιτικό περιβάλλον, η κυβέρνηση Ερντογάν μπόρεσε να περάσει αρκετές μεταρρυθμίσεις, ετοιμάζεται να τροποποιήσει 10 άρθρα του Συντάγματος και ανέλαβε πρωτοβουλία στο Κυπριακό.

Ολα αυτά γίνονται ανεκτά από τους πασάδες, επειδή ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός είναι ιδεολογικά πολύ ισχυρός παράγοντας στην τουρκική κοινωνία. Στον ίδιο παράγοντα στηρίζεται και η στρατηγική της «εξημέρωσης του θηρίου», που ακολούθησε η κυβέρνηση Σημίτη και συνεχίζει η κυβέρνηση Καραμανλή. Η ελληνική διπλωματία εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι οι Τούρκοι επιθυμούν διακαώς να ενταχθούν στην E.E. και επιδιώκει τον εγκλωβισμό του μετακεμαλικού καθεστώτος σ’ έναν προενταξιακό οδικό χάρτη, στο πλαίσιο του οποίου θα καταστεί δυνατός ο σταδιακός εξευρωπαϊσμός της γειτονικής χώρας και η προσαρμογή της τουρκικής πολιτικής συμπεριφοράς στα ευρωπαϊκά πρότυπα.

Υπάρχει, ωστόσο, το ενδεχόμενο τον Δεκέμβριο να διαψευσθούν οι ευρωπαϊκές προσδοκίες της Αγκυρας, πράγμα που θα διευκόλυνε την εκδήλωση των υποβοσκουσών αντιδράσεων της στρατογραφειοκρατίας σε βάρος της κυβέρνησης Ερντογάν. Σε μία τέτοια περίπτωση, δεν αποκλείεται να εκδηλωθούν και πιέσεις στο Αιγαίο και την Κύπρο. Μέχρι τότε, όμως, η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να αποφεύγει οτιδήποτε θα προκαλούσε προβλήματα στην επίτευξη του σκοπού της. Θα ήταν ανόητο, άλλωστε, να προκαλέσει την Αθήνα και τη Λευκωσία, όταν αυτές έχουν δηλώσει ότι θα υποστηρίξουν το τουρκικό αίτημα.

Η περιοδεία στη Θράκη

Η Ελλάδα ήταν πάντα υπέρ της πολιτικής των ήρεμων υδάτων, αλλά σ’ αυτήν τη συγκυρία έχει τον πρόσθετο λόγο ότι πρέπει να διαχειρισθεί το «όχι» των Ελληνοκυπρίων. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, μέχρι το τέλος του έτους κατά πάσα πιθανότητα θα επικρατεί νηνεμία στα ελληνοτουρκικά. Η συνάντηση των δύο πρωθυπουργών στο Σεράγεβο ήταν μία σαφής ένδειξη. Ενδεικτική είναι η άμεση ανταπόκριση του κ. Καραμανλή στο αίτημα του Τούρκου ομολόγου του να επισκεφθεί τη μουσουλμανική μειονότητα στη Δυτική Θράκη. Θα συνοδεύεται, μάλιστα, από τον υπουργό Μακεδονίας-Θράκης κ. Τσιαρτσιώνη και τον υφυπουργό Εξωτερικών κ. Στυλιανίδη.

Το καλό κλίμα αναμένεται να επιβεβαιωθεί και κατά τη διάρκεια των συνομιλιών Καραμανλή – Ερντογάν αυτήν την εβδομάδα στην Αθήνα. Και οι δύο, άλλωστε, φρόντισαν να προφυλάξουν τις διμερείς σχέσεις από τα απόνερα του Κυπριακού. Η Αγκυρα θεωρεί απολύτως θεμιτή την ελληνική διπλωματική στήριξη προς τη Λευκωσία. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζει και η Αθήνα την προσπάθεια της τουρκικής διπλωματίας να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία για να αναβαθμίσει τη διεθνή θέση του ψευδοκράτους.

Στην διατήρηση χαμηλών θερμοκρασιών στο Αιγαίο συμβάλλει και η επανέναρξη των διμερών διερευνητικών επαφών. Για το περιεχόμενο αυτών των επαφών, που διεξάγονται εδώ και πολύ καιρό, μόνο επιμέρους πληροφορίες έχουν διαρρεύσει. Η εικόνα είναι ασαφής και ανολοκλήρωτη. Από ενδείξεις προκύπτει ότι έχει επέλθει μία κάποια προσέγγιση. Συζητείται το ενδεχόμενο να γεφυρωθεί το υφιστάμενο χάσμα για επίμαχα ζητήματα και περιοχές με την υιοθέτηση κοινών δράσεων. Δεν είναι καθόλου σίγουρο, όμως, ότι θα προκύψει συμφωνία.

Η απόφαση του Ελσίνκι

Υπενθυμίζουμε ότι η απόφαση του Ελσίνκι (Δεκέμβριος 1999) συνέστησε στην Ελλάδα και στην Τουρκία (χωρίς να τις αναφέρει ρητά) να διαπραγματευθούν τις υπάρχουσες μεθοριακές διαφορές τους και άλλα συναφή θέματα. Στην ίδια απόφαση αναφέρεται ότι εάν δεν καταφέρουν να τις επιλύσουν, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα εξετάσει την κατάσταση και θα προωθήσει τη ρύθμιση των διαφορών. Το μειονέκτημα εκείνης της απόφασης είναι ότι η Αθήνα εμμέσως πλην σαφώς αναγνώρισε τις μονομερείς τουρκικές επεκτατικές διεκδικήσεις σαν υπαρκτές μεθοριακές διαφορές.

Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, η ελληνική πλευρά δεν έχει σκοπό να εκβιάσει τα πράγματα, ζητώντας τον ερχόμενο Δεκέμβριο την παρέμβαση της Ε.Ε. Δεν είναι, εξάλλου, ό,τι καλύτερο να παραπέμπεις ακόμα και στα χέρια του Διεθνούς Δικαστηρίου εθνικά δικαιώματα. Εάν υπάρξει παραπομπή, πιθανότατα δεν θα αφορά μόνο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.

Η Αγκυρα ισχυρίζεται ότι η παραπομπή των προβλημάτων στο Δικαστήριο δεν είναι αυτόματη και ούτε άμεση. Από τυπικής απόψεως έχει εν μέρει δίκιο, αλλά από πολιτικής απόψεως όχι. Εάν το θέμα δεν ρυθμισθεί διμερώς, οι Ευρωπαίοι αργά ή γρήγορα θα διασυνδέσουν την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας με την παραπομπή στη Χάγη. Υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι η απόφαση των «25» τον Δεκέμβριο δεν θα είναι απορριπτική για τη γειτονική μας χώρα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή