Μειωμένο ενδιαφέρον και κυριαρχία Ν.Δ.

Μειωμένο ενδιαφέρον και κυριαρχία Ν.Δ.

4' 31" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πέντε εβδομάδες πριν από τις ευρωεκλογές και σε σύγκριση με την προεκλογική περίοδο των πρόσφατων βουλευτικών της 7ης Μαρτίου, η διαφορά του πολιτικού κλίματος που αποτυπώνεται στη νέα μέτρηση του Βαρόμετρου της VPRC είναι εντυπωσιακή.

1. Οι εκλογικές προτιμήσεις των πολιτών δεν έχουν φυσικά αποκρυσταλλωθεί και, κατά συνέπεια, η ρευστότητα της ψήφου εμφανίζεται σαφώς υψηλότερη. Το ποσοστό των αναποφάσιστων για τις ευρωεκλογές είναι σήμερα υπερδιπλάσιο από το αντίστοιχο των βουλευτικών (43%, έναντι 19%). Μόλις το 51% των εκλογέων (ο ένας στους δύο) εκφράζει σήμερα απόλυτη βεβαιότητα για την επιλογή της ψήφου του στις ευρωεκλογές («σίγουρα ναι»), ενώ αθροιστικά («σίγουρα + μάλλον ναι») οι «αποφασισμένοι» εκλογείς μπορεί να υπολογισθούν σήμερα μόνο στο 55% του εκλογικού σώματος. Το υπόλοιπο 45% δεν έχει καταλήξει, ενδεχομένως ούτε έχει καν σκεφθεί ακόμη τι θα ψηφίσει. Μάλιστα το 30%, δηλαδή σχεδόν ο ένας στους τρεις ψηφοφόρους, δηλώνει σήμερα απόλυτη αβεβαιότητα («σίγουρα όχι»), σχετικά με την απόφαση της ψήφου του. Τα υψηλότερα ποσοστά «αναποφασίστων» ψηφοφόρων, που προκύπτουν από την ερώτηση: «Εχετε αποφασίσει τι θα ψηφίσετε στις ευρωεκλογές;» (όχι την τοποθέτηση του ερωτώμενου στην πρόθεση ψήφου) καταγράφονται, μεταξύ των ψηφοφόρων του ΔΗΚΚΙ (69%, επτά στους δέκα), συνεπεία προφανώς της απόφασης του αρχηγού του κόμματος για αναστολή της λειτουργίας του. Αντιστρόφως, τα υψηλότερα ποσοστά «αποφασισμένων» ψηφοφόρων εμφανίζονται στους ψηφοφόρους του Συνασπισμού (79%, οκτώ στους δέκα εκλογείς του κόμματος δηλώνουν αποφασισμένοι). Τέλος, μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων, περισσότερο αναποφάσιστοι για την ψήφο τους εμφανίζονται οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ: 43% δηλώνουν ότι δεν έχουν αποφασίσει τι θα ψηφίσουν, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό μεταξύ των ψηφοφόρων της Ν.Δ. περιορίζεται σε 35%.

2. Το ενδιαφέρον για τις ευρωεκλογές, σε σύγκριση με το αντίστοιχο για τις βουλευτικές, εμφανίζεται μειωμένο (55% έναντι 66% ), γεγονός όχι ιδιαίτερα εντυπωσιακό, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του τη δευτερεύουσα σημασία αυτών των εκλογών, αλλά και τα ακόμη χαμηλότερα ποσοστά που επικρατούν στην πλειονότητα των υπολοίπων χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ωστόσο, μεγαλύτερη πολιτική σημασία για την εκτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος των ευρωεκλογών έχει η διαφοροποίηση που παρατηρείται μεταξύ των ψηφοφόρων των κομμάτων. Σε αυτό το σημείο αξίζει να επισημανθούν τρία στοιχεία:

α) Μεταξύ των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ το ενδιαφέρον είναι ιδιαιτέρως μειωμένο, γεγονός που θα πρέπει ασφαλώς να ανησυχήσει σοβαρά την ηγεσία του κόμματος: ενώ το 79% των ψηφοφόρων του (οκτώ στους δέκα) δήλωνε προεκλογικά ενδιαφέρον για τις βουλευτικές, σήμερα το αντίστοιχο ποσοστό έχει συρρικνωθεί σε 53% (πέντε στους δέκα). H μείωση αυτή, κατά 26 εκατοστιαίες μονάδες είναι σαφώς μικρότερη από την αντίστοιχη που παρατηρείται ως προς το ενδιαφέρον για τις εκλογές, μεταξύ των ψηφοφόρων της Ν.Δ. (από 77% για τις βουλευτικές, σε 61% για τις ευρωεκλογές, -16%).

β) Οι ψηφοφόροι του Συνασπισμού και του ΛΑΟΣ παρουσιάζουν -για διαφορετικούς λόγους- τη σημαντικότερη αύξηση ενδιαφέροντος μεταξύ βουλευτικών και ευρωεκλογών. Για τον Συνασπισμό, αυτό το στοιχείο συνδέεται με τον (φιλοευρωπαϊκό) ιδεολογικό προσανατολισμό και τη συλλογική ταυτότητα του κόμματος, καθώς και με το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος διαθέτει ιστορικά εμφανή παρουσία και δραστηριότητα στο χώρο του Ευρωκοινοβουλίου. Για το ΛΑΟΣ και τον κ. Καρατζαφέρη, η συμμετοχή και η πολιτική καταγραφή στις ευρωεκλογές έχει τεθεί εξαρχής, ως στρατηγική επιλογή του κόμματος, με βάση την εκτίμηση ότι οι ευρωεκλογές, ως εκλογές δεύτερης τάξεως, αποτελούν προνομιακό χώρο για την εκλογική εδραίωση του κόμματος. Γεγονός που επιβεβαιώνεται, άλλωστε, και από το παράδειγμα άλλων πολιτικών σχηματισμών ακροδεξιάς διαμαρτυρίας στις ευρωπαϊκές χώρες. Ισως μάλιστα, για το λόγο αυτό και το ΛΑΟΣ να αποτελεί τον μόνο κομματικό σχηματισμό που έχει εγκαινιάσει ήδη την προεκλογική του εκστρατεία.

γ) Τέλος, υψηλότερο ενδιαφέρον για τις ευρωεκλογές επιδεικνύουν και οι ψηφοφόροι του KKE (διάγραμμα 5). Οχι μόνον διότι, κατά κανόνα, οι ευρωεκλογικές επιδόσεις του κόμματος είναι καλύτερες από τις αντίστοιχες των βουλευτικών (ως προς αυτό το σημείο αναμένεται επιστροφή κομμουνιστών ψηφοφόρων, που υπερψήφισαν είτε το ΠΑΣΟΚ είτε τη Ν.Δ. στις πρόσφατες βουλευτικές), αλλά και για τον επιπλέον λόγο, ότι η τρέχουσα συγκυρία (αντιπολεμικές κινητοποιήσεις, ενίσχυση του αντιαμερικανισμού, στάση του κόμματος στο Κυπριακό), ευνοεί την εκλογική του ενίσχυση, όπως άλλωστε είχε συμβεί και το 1999, εξαιτίας -τότε- του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία.

3. Μετά τις βουλευτικές, η εκλογική νίκη της Ν.Δ. έχει εδραιώσει την αίσθηση της κυριαρχίας της στην πολιτική σκηνή και έχει προεξοφλήσει τη διατήρηση αυτής της πρωτοκαθεδρίας και στις επερχόμενες ευρωεκλογές. Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται έκδηλα και στο γνωστό δείκτη, σχετικά με την «παράσταση νίκης στις ευρωεκλογές», όπου η μεταβολή σε σχέση με τις βουλευτικές είναι προφανής. Αυτή η πεποίθηση, που έχει καταστεί πλέον καθολική, ενδέχεται να έχει καταλυτικές και ίσως απροσδόκητες επιδράσεις στη συμπεριφορά του εκλογικού σώματος και πιθανώς να αποτελέσει παράγοντα ενίσχυσης και της αποχής, περισσότερο σε βάρος του ΠΑΣΟΚ. Δεν είναι τυχαίο, ότι σε άλλη ερώτηση, σχετικά με την αναμενόμενη μεταβολή της εκλογικής δύναμης των κομμάτων στις ευρωεκλογές, ο 1 στους 2 ερωτηθέντες (50%, έναντι 21%) θεωρεί πιθανότερο ενδεχόμενο να αυξήσει η Ν.Δ. τη δύναμή της. Αντιστρόφως, το 42% των ερωτηθέντων θεωρεί πιθανότερο ενδεχόμενο να μειωθεί στις εκλογές η δύναμη του ΠΑΣΟΚ. (Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι υποκειμενικές εκτιμήσεις για την εκλογική τύχη και των υπολοίπων κομμάτων).

Υπό τις σημερινές συνθήκες ασάφειας (ούτε οι συνδυασμοί των κομμάτων έχουν ανακοινωθεί ούτε οι κομματικές συνεργασίες και συμμαχίες έχουν διευκρινισθεί ούτε η ατζέντα της αναμέτρησης έχει διαφανεί), εφικτή είναι ίσως μόνον η διακρίβωση της γενικής κατεύθυνσης των τάσεων του εκλογικού σώματος, π.χ. η διατήρηση της σειράς των δύο μεγάλων κομμάτων και η αύξηση της διαφοράς πρώτου/δεύτερου κόμματος. Οχι όμως, ακόμη, η με σχετικά αξιόπιστο τρόπο ακριβής αποτύπωση της πρόθεσης ψήφου.

(1) O κ. Γιάννης Μαυρής είναι πολιτικός επιστήμονας Ph.D και διευθύνων σύμβουλος του Ινστιτούτου Δημοσκοπήσεων VPRC.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή