Ρεύμα αποχής και κυριαρχία της Ν.Δ.

Ρεύμα αποχής και κυριαρχία της Ν.Δ.

6' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι ευρωεκλογές της 13ης Ιουνίου εκπέμπουν ένα διπλό και αντιφατικό μήνυμα. Από τη μια πλευρά, το αποτέλεσμά τους συνιστά αναπαραγωγή του πολιτικού συσχετισμού που προέκυψε από τη βουλευτική αναμέτρηση του περασμένου Μαρτίου. Ουσιαστικά επικυρώνει, αλλά και ενισχύει περαιτέρω -στο κρίσιμο πεδίο των εντυπώσεων- την πολιτική αλλαγή που συντελέσθηκε. Κατ’ επέκταση, λειτουργεί σταθεροποιητικά για τη νέα περίοδο στην οποία εισήλθε η πολιτική σκηνή της χώρας, μετά τις βουλευτικές εκλογές. Από την άλλη πλευρά, όμως, το φαινόμενο της αποχής που καταγράφηκε, λειτουργεί μάλλον αποσταθεροποιητικά για την ιστορικά γνώριμη μορφή της εγχώριας εκλογικής συμπεριφοράς.

Για τα ελληνικά δεδομένα, όχι μόνον της μεταπολιτευτικής, αλλά και της προδικτατορικής περιόδου, η αποχή υπήρξε πρωτοφανής. Η επιλογή της αποχής, ως στάση αποδοκιμασίας, είτε της ευρωπαϊκής διαδικασίας, είτε των κομμάτων διακυβέρνησης, συνιστά προφανώς πολιτική στάση, την οποία επέλεξε μια σημαντική μερίδα του ενεργού εκλογικού σώματος.

Από τη σύγκριση βουλευτικών/ευρωεκλογών (σε ψήφους), προκύπτει ότι τούτο έπραξαν περίπου 1.313.000 ψηφοφόροι που συμμετείχαν στις βουλευτικές, δηλαδή ο 1 στους 5 Έλληνες πολίτες (17,3%). Ταυτοχρόνως, η σημαντική μείωση των ακύρων αντισταθμίσθηκε σε μεγάλο βαθμό από τον διπλασιασμό των λευκών ψηφοδελτίων.

Παρά τους ελαφρυντικούς παράγοντες που μπορεί κανείς να αναζητήσει, είτε στο μικρό χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τις κρίσιμες βουλευτικές εκλογές του περασμένου Μαρτίου, είτε στην κόπωση του εκλογικού σώματος, λόγω της συνεχούς πολιτικής έντασης του τελευταίου χρόνου, είτε και στο χαμηλό ενδιαφέρον για τα τεκταινόμενα στην Ευρώπη, δεν παύει να αποτελεί καθοριστική εξέλιξη. Πρόκειται για μεγάλης έκτασης κοινωνική νομιμοποίηση της αποχής. Φαινόμενο που για αρκετές ευρωπαϊκές χώρες αποτελεί παγιωμένη μορφή εκλογικής συμπεριφοράς εδώ και δεκαετίες.

Το γεγονός ακριβώς ότι δεν πρόκειται για μακροχρόνια στάση «απομάκρυνσης από την πολιτική», αλλά για συγκυριακή και συγκεκριμένη πολιτική επιλογή, είναι ένδειξη ανησυχίας και όχι το αντίστροφο: αιτία να υποτιμηθεί η σημασία της. Στη δεκαετία του ’90, η ψήφος διαμαρτυρίας των πολιτών κατευθύνθηκε είτε προς τα νεοπαγή κόμματα (ΠΟΛΑΝ, ΔΗΚΚΙ), είτε προς τα «λοιπά» κόμματα της «ανεπίσημης» πολιτικής σκηνής (ιδίως στις ευρωεκλογές του 1994).

Εφεξής, πέραν αυτών, η στάση της αποχής θα συγκαταλέγεται, αποενοχοποιημένα, στις δυνητικές επιλογές ψήφου και των Ελλήνων εκλογέων. Τα κόμματα της διακυβέρνησης, αλλά και της Αριστεράς, θα πρέπει να συμβιβαστούν με την ιδέα ότι η κοινωνική συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία δεν θα πρέπει πλέον να θεωρείται δεδομένη. Όπως έδειξαν αμείλικτα και οι ευρωεκλογές σε αρκετές χώρες της ΕΕ, θα τείνει να εξαρτάται όλο και περισσότερο από τον εξαιρετικά ευμετάβλητο βαθμό ικανοποίησης/δυσαρέσκειας των πολιτών.

Ο δικομματισμός

Ο συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων, που ανέδειξαν οι τελευταίες ευρωεκλογές, αποτυπώνεται συγκριτικά με τις προηγούμενες πέντε ελληνικές ευρωεκλογικές αναμετρήσεις. Το αθροιστικό ποσοστό της δικομματικής επιρροής που καταγράφηκε είναι σχετικά υψηλό. Υψηλότερο από το αντίστοιχο των αναμετρήσεων της δεκαετίας του ’90 (κατά 7-8 εκατοστιαίες μονάδες) και ελαφρώς χαμηλότερο από τις πλέον πολωμένες ευρωεκλογές του 1984. Η πτώση του δικομματισμού, αν υπολογισθεί μόνον σε ποσοστό, θα πρέπει να θεωρηθεί περιορισμένη. Ωστόσο, υπολογιζόμενη σε ψήφους, αναδεικνύει μια διαφορετική εικόνα.

Παρατίθενται τα εκλογικά αποτελέσματα των πρόσφατων ευρωεκλογών και βουλευτικών και ο δείκτης κάλυψης για κάθε κόμμα. (Ο δείκτης κάλυψης υπολογίζεται με βάση τον λόγο των ψήφων του κόμματος στις Ευρωεκλογές ως προς τις ψήφους του στις βουλευτικές). Οπως προκύπτει από τη σύγκριση, σχεδόν ο ένας στους 4 ψηφοφόρους της Ν.Δ. στις βουλευτικές (22% – περίπου 735.000 ψηφοφόροι) και ο ένας στους 3 ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ (31%, περίπου 929.000 ψηφοφόροι) δεν έκριναν απαραίτητο να υπερψηφίσουν εκ νέου το κόμμα τους. Οι συνολικές απώλειες που υπέστη η δικομματική επιρροή στις ευρωεκλογές υπολογίζονται περίπου σε 1.664.000 ψήφους, δηλαδή το 26,2% του ενεργού εκλογικού σώματος (των ψηφισάντων των βουλευτικών εκλογών). Γεγονός που οπωσδήποτε δεν μπορεί να αγνοηθεί.

Τα ρεκόρ της Ν.Δ.

Η Ν.Δ., νικητής των ευρωεκλογών, φαίνεται να συνεχίζει την ανοδική πορεία της τελευταίας δεκαετίας. Εντούτοις, η εδραίωση της εκλογικής και πολιτικής κυριαρχίας της Ν.Δ. δεν προκύπτει από περαιτέρω (σε σύγκριση με τις βουλευτικές) εκλογικές μετατοπίσεις προς όφελός της. Οι ψήφοι που έλαβε στις ευρωεκλογές αντιπροσωπεύουν το 78% των ψήφων της στις βουλευτικές (Δείκτης κάλυψης: 0,78). Η σημαντική ενίσχυση της Ν.Δ. στο πεδίο των πολιτικών εντυπώσεων είναι αποτέλεσμα κυρίως της μεγαλύτερης αποδυνάμωσης που υπέστη το ΠΑΣΟΚ, στο διάστημα των τριών μηνών που ακολούθησε την εκλογική του ήττα. Αποδυνάμωση, που επέτρεψε στη Ν.Δ. να σημειώσει τρία εκλογικά ρεκόρ στην ιστορία των έξι ευρωεκλογικών αναμετρήσεων, που έχουν πραγματοποιηθεί στην Ελλάδα (1981, 1984, 1989, 1994, 1999, 2004):

1) Το 43% που έλαβε η Ν.Δ. είναι το υψηλότερο ποσοστό επιρροής που έχει αποσπάσει ελληνικό κόμμα σε ευρωεκλογές από το 1981.

2) Οι απώλειες της ευρωεκλογικής επιρροής της, σε σύγκριση με τις βουλευτικές, -2,31%, (συνήθης κανόνας για τα δύο μεγάλα κόμματα), είναι οι μικρότερες που έχουν παρατηρηθεί ποτέ, ακόμη και σε σύγκριση με τις ευρωεκλογές του 1984 (-2,8%).

3) Η διαφορά των 9 εκατοστιαίων μονάδων μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος είναι η μεγαλύτερη που έχει σημειωθεί ποτέ σε ευρωεκλογές, με δεύτερη μεγαλύτερη εκείνη των ευρωεκλογών του 1981 υπέρ του ΠΑΣΟΚ (8,8%). Επιπλέον, είναι σχεδόν διπλάσια από την αντίστοιχη των βουλευτικών του περασμένου Μαρτίου, (διευρυμένη και σε ψήφους), γεγονός με αναμφίβολη πολιτική και συμβολική σημασία.

Η επιρροή του ΠΑΣΟΚ

Τις σοβαρότερες απώλειες κοινωνικής επιρροής εμφανίζει το ΠΑΣΟΚ, το οποίο κατόρθωσε να συγκρατήσει μόνον το 69% της επιρροής που απέσπασε μόλις 100 ημέρες πριν (βλέπε σχετικά τον δείκτη κάλυψης). Σε αντίθεση με τη ΝΔ, η κοινωνική υποστήριξη στο ΠΑΣΟΚ συνεχίζει τη μακροχρόνια καθοδική της τάση, ανεξαρτήτως τύπου εκλογικής αναμέτρησης.

Μάλιστα, με βάση τον αριθμό ψήφων που έλαβε στις Ευρωεκλογές (2.074.000), το ΠΑΣΟΚ κατέγραψε τη χαμηλότερη κοινωνική επιρροή της 15ετίας, από το 1981. Αυτή η επιρροή αντιπροσωπεύει περίπου το 27% του συνολικού εκλογικού σώματος των βουλευτικών εκλογών. Ιστορικά, μικρότερο αριθμό ψήφων από αυτόν έχει συγκεντρώσει το ΠΑΣΟΚ μόνον το 1974 (666.000) και το 1977 (1.300.000), όταν κατέλαβε τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Τα άλλα κόμματα

Η σημασία των εκλογικών μετατοπίσεων που συντελέσθηκαν στη βάση των κομμάτων, μεταξύ των βουλευτικών και των ευρωεκλογών. Για να καταστεί εφικτή η σύγκριση μεταξύ των δύο αναμετρήσεων, η δύναμη των κομμάτων (ως ποσοστό %) υπολογίζεται στον πίνακα 2 και στις δύο περιπτώσεις επί των ψηφισάντων και όχι, ως είθισται, επί των εγκύρων. Οπως μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό, η διαφοροποίηση του εκλογικού αποτελέσματος ευρωεκλογών/βουλευτικών προέκυψε κατά βάση λόγω της αποχής των ψηφοφόρων των δύο μεγάλων κομμάτων και περισσότερο του ΠΑΣΟΚ. Η τάση της αποχής απετέλεσε και τη βασική εκλογική μετατόπιση της πρόσφατης αναμέτρησης (17,3% του εκλογικού σώματος των βουλευτικών).

Αντιθέτως, η πραγματική αύξηση (σε ψήφους) που παρουσίασε το ΚΚΕ, σε σύγκριση με τις βουλευτικές είναι μόνον +1,9% (141.204 πρόσθετοι ψήφοι), το ΛΑΟΣ +1,2% (88.962 ψήφοι), τα μικρότερα σχήματα +1,5% (114.000 ψήφοι), ενώ ο ΣΥΝ καθηλώθηκε εκλογικά, προσθέτοντας στην επιρροή του μόλις 0,2% (περίπου 12.000 ψήφους).

Το ΚΚΕ, σε σύγκριση πάντοτε με τις βουλευτικές εκλογές, παρουσίασε σε απόλυτο αριθμό ψήφων τη μεγαλύτερη αύξηση (134.000 ψήφοι), που αντιστοιχεί στο 30,7% της βουλευτικής του επιρροής (δείκτης κάλυψης 1,32 – ποσοστό 7,6% των ψηφισάντων στις βουλευτικές).

Από την άλλη πλευρά, το ΛΑΟΣ εμφάνισε τη μεγαλύτερη σε ποσοστό αύξηση βουλευτικής επιρροής, 53%, προσθέτοντας στην κοινωνική του βάση περίπου 89.000 εκλογείς. Συνολικά υπερέβη τις 250.000 ψήφους, που σημαίνει ότι η πραγματική κοινωνική του απήχηση υπολογίζεται με βάση τις βουλευτικές σε 3,3%. Η εκλογή ενός ευρωβουλευτή ενισχύει και αναβαθμίζει σημαντικά την πολιτική του παρουσία. Το ΛΑΟΣ εγγράφεται επισήμως στην πολιτική σκηνή και ενδεχομένως διαδέχεται το ΔΗΚΚΙ στον ρόλο του δυνητικού υποδοχέα της πολιτικής δυσαρέσκειας.

Αντιθέτως, η εκλογική επιρροή του ΣΥΝ εμφανίζεται κατ’ ουσίαν στάσιμη (3,3%): η αύξηση της επιρροής του σε ψήφους υπολογίζεται μόλις σε 12.000, ποσοστό 5% της βουλευτικής του επιρροής, ενώ οι 253.500 ψήφοι που έλαβε αποδείχθηκαν σημαντικά λιγότεροι από εκείνους που είχε λάβει στις προηγούμενες ευρωεκλογές του 1999 – 331.000.

(1) Ο Γιάννης Μαυρής είναι πολιτικός επιστήμονας Ph.D. και διευθύνων σύμβουλος του Ινστιτούτου Δημοσκοπήσεων VPRC.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή