Το τέλος της ολυμπιακής ευφορίας

Το τέλος της ολυμπιακής ευφορίας

3' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το νέο κύμα του πανελλαδικού τηλεφωνικού Βαρόμετρου της VPRC (πραγματοποιήθηκε στο χρονικό διάστημα 1-2 Νοεμβρίου) αποτυπώνει το πολιτικό κλίμα, όπως έχει διαμορφωθεί μετά την ολοκλήρωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Αν και έχουν περάσει ήδη οκτώ μήνες από τις εθνικές εκλογές, πρόκειται, ουσιαστικά, για την αφετηρία του νέου πολιτικού κύκλου της διακυβέρνησης.

Η κοινωνική ευφορία, που δημιούργησαν, εκτός των άλλων, οι Ολυμπιακοί Αγώνες, είχε ενισχύσει συγκυριακά και τις οικονομικές προσδοκίες των πολιτών. Μετά το πέρας της ολυμπιακής αισιοδοξίας, όμως, η προσγείωση στην προβληματική καθημερινότητα υπήρξε απότομη. Ως ένα βαθμό, την ανησυχία για την οικονομία («της χώρας») και κυρίως τα προσωπικά οικονομικά («του νοικοκυριού»), που αποτελεί και έναν περισσότερο ευμετάβλητο δείκτη αποτίμησης των οικονομικών αντιλήψεων της κοινής γνώμης, αναζωπύρωσε η απότομη άνοδος των τιμών των καυσίμων (βλέπε σχετικά διαγράμματα).

Τρεις λόγοι

Ωστόσο, αυτή η μεταστροφή του γενικού κοινωνικού και οικονομικού κλίματος δεν φαίνεται να «μεταφράζεται» και σε κάποιο ορατό πολιτικό αποτέλεσμα. Ο πολιτικός συσχετισμός που καταγράφηκε στις εθνικές εκλογές του περασμένου Μαρτίου και επιβεβαιώθηκε στις Ευρωεκλογές που ακολούθησαν δεν φαίνεται να έχει μεταβληθεί ουσιαστικά, κατά τη διάρκεια του μετεκλογικού οκταμήνου που έχουμε διανύσει. Τουλάχιστον τρεις λόγοι συνηγορούν για τούτο:

Πρώτον, η κυβέρνηση ελέγχει την πολιτική ατζέντα, τουλάχιστον μέχρι στιγμής. (Η έρευνα πραγματοποιήθηκε 1-2/11, πριν έλθει στην επιφάνεια το ζήτημα του ονόματος της γειτονικής χώρας. Επομένως, οι επιπτώσεις του νέου θέματος δεν έχουν αποτυπωθεί στη μέτρηση, αν και εκ πρώτης όψεως μπορεί να θεωρηθούν μικρής εμβέλειας.) Το ζήτημα της διαπλοκής και της διαφθοράς στη δημόσια ζωή της χώρας, το οποίο έχει επιλέξει ως προτεραιότητα η νέα διακυβέρνηση, φαίνεται να ανταποκρίνεται πλήρως στις κοινωνικές προσδοκίες. Οχι μόνον διότι περισσότεροι από οκτώ στους δέκα πολίτες πιστεύουν ότι υπάρχει διαπλοκή (84%) και μεγάλη διαφθορά (76%), αλλά κυρίως διότι σχεδόν όλοι (91%) το θεωρούν εξαιρετικά σημαντικό για τη χώρα.

Ως απόρροια των προηγούμενων (στερεοτυπικών) αντιλήψεων της κοινής γνώμης, η πρόσφατη σύσταση της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής για τη διερεύνηση των εξοπλιστικών αγορών συναντά επίσης διευρυμένη αποδοχή (71% υπέρ, 14% κατά), ακόμη και μεταξύ των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ (54% υπέρ, έναντι 29% κατά), εναντίον του οποίου και επιδρά το συγκεκριμένο ζήτημα.

Κυβέρνηση και αντιπολίτευση

Δεύτερον, η ικανοποίηση από τη λειτουργία της κυβέρνησης παραμένει -για τα δεδομένα της τελευταίας δεκαπενταετίας- σε σχετικά υψηλά επίπεδα. Αυτό συμβαίνει ανεξαρτήτως από τα αποτελέσματα που έχει, ή δεν έχει, η διακυβέρνηση. Ο δείκτης ικανοποίησης από την κυβέρνηση (36%, βλέπε παραπλεύρως), πάλι ανεξαρτήτως από τις διακυμάνσεις που εμφανίζει, είναι ακριβώς διπλάσιος από τον αντίστοιχο δείκτη ικανοποίησης από την αντιπολίτευση (μόλις 18%).

Αντιθέτως, η αντιπολίτευση παραμένει σε βαθιά κρίση, που γίνεται ευρύτατα αντιληπτή από το εκλογικό σώμα: Η δυσαρέσκεια από τον τρόπο που «κάνει πολιτική» η αντιπολίτευση προσεγγίζει συνολικά το 76% (8 στους 10 ερωτηθέντες), αλλά και το 73% των ίδιων των οπαδών του ΠΑΣΟΚ. Σε συνθήκες απόλυτου δικομματισμού, όπως ο ελληνικός, και απουσίας εναλλακτικής πολιτικής λύσης, από την αντιπολίτευση, ή κάποιου ισχυρού ρεύματος διαμαρτυρίας, δεν απαιτείται ιδιαίτερη πολιτική συγκρότηση για να κατανοήσει κάποιος ότι το μόνο που ευνοείται είναι το κυβερνών κόμμα.

Τα πρόσωπα

Τρίτον, αμετάβλητες παραμένουν και οι κοινωνικές προτιμήσεις ως προς την επιλογή προσώπου για το πρωθυπουργικό αξίωμα. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 2004, ο Κ. Καραμανλής είχε ήδη ενισχύσει την εικόνα του στην κοινή γνώμη και είχε καταφέρει, μάλιστα, προς το τέλος της, να υπερκεράσει τον αντίπαλό του, αν και η σχέση ισχύος των δύο υπήρξε προεκλογικά σχετικά ισορροπημένη.

Υστερα από τις εκλογές, όμως, η εξέλιξη υπήρξε πραγματικά θεαματική. Η προτίμηση του σημερινού πρωθυπουργού (ως καταλληλότερου για τη θέση του πρωθυπουργού της χώρας) υπήρξε αλματώδης. Αντιθέτως, η εικόνα του Γ. Παπανδρέου ακολούθησε πορεία συνεχούς αποδυνάμωσης.

Σήμερα, η αδυναμία στην οποία περιήλθε σταδιακά ο Γ. Παπανδρέου, μετά τη διαδικασία ανάδειξής του στην αρχηγία του ΠΑΣΟΚ, δεν έχει μεταβληθεί αισθητά. Η σχέση Καραμανλή/Παπανδρέου, όπως αποτυπώνεται στον συγκεκριμένο δείκτη παραμένει 2:1. Με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα των δημοσκοπήσεων για την τελευταία εικοσαετία, η ενισχυμένη θέση στην οποία έχει αναδειχθεί ο πρωθυπουργός της χώρας, μετά τις εκλογές, μπορεί να θεωρηθεί πρωτοφανής.

Είναι γνωστό, αλλά αξίζει να επισημανθεί εκ νέου: Η πρωθυπουργοκεντρική δόμηση του ελληνικού πολιτικού συστήματος διαθέτει ισχυρή κοινωνική νομιμοποίηση. Αυτό είχε συμβεί με την ανάδειξη του Κ. Σημίτη στα μέσα της δεκαετίας του ’90, αυτό συμβαίνει και τώρα, ίσως μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό από τότε.

* Ο κ. Γιάννης Μαυρής είναι πολιτικός επιστήμονας Ph.D και διευθύνων σύμβουλος του Ινστιτούτου Δημοσκοπήσεων VPRC.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή