Δέκα ημέρες που συγκλόνισαν την Εκκλησία

Δέκα ημέρες που συγκλόνισαν την Εκκλησία

4' 41" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’90, η αλλαγή ηγεσίας που συντελέσθηκε στην κορυφή της Εκκλησίας σηματοδότησε την έναρξη μιας νέας περιόδου στην κοινωνική της επιρροή. Η εκ νέου «ανακάλυψη», ή η «επιστροφή» στην Εκκλησία, που σημειώθηκε εκείνη την εποχή οφείλετο σε μια σειρά λόγους: την «εθνική ανασφάλεια» και την αναβίωση των εθνικών ταυτοτήτων, απόρροια της αναταραχής και των πολέμων στα Βαλκάνια, τις αποτυχίες της Ε.Ε., την επιδείνωση των σχέσεων με την Τουρκία, τις κοινωνικές φοβίες που προκάλεσε -σε μια ανέτοιμη κοινωνία- το μεταναστευτικό ρεύμα, αλλά βεβαίως και τη γνώριμη διαδικασία σταδιακής απαξίωσης της μεταπολιτευτικής πολιτικής. Επομένως, η ανανέωση που συντελέσθηκε με τη διαδοχή του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, από το σημερινό Προκαθήμενο (28/4/1998), συνέπεσε με την αυξανόμενη ιδεολογική και κοινωνική απήχηση της Εκκλησίας, στηρίχθηκε σε αυτήν και έδρασε πολλαπλασιαστικά υπέρ της.

Η διαδοχή ηγεσίας

Είναι γνωστό, και αυτό ισχύει για όλους τους θεσμούς, όχι μόνον τους αντιπροσωπευτικούς, ότι η διαδοχή ηγεσίας ασκεί σχεδόν πάντοτε θετική επίδραση στη δημόσια εικόνα του θεσμού και κατά κανόνα δημιουργεί δυναμική υπέρ του. Επειτα από μια μακροχρόνια περίοδο μη εκπροσώπησης, ή «αδύναμης» προσωποποίησης (Σεραφείμ), η Εκκλησία απέκτησε «πρόσωπο». Το οποίο, μάλιστα, κατά κοινή ομολογία διέθετε στο μέγιστο βαθμό και την πλέον απαραίτητη ικανότητα που απαιτεί σήμερα η άσκηση δημοσίου αξιώματος, τη διαχείριση των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας.

Η αναβάθμιση του ιδεολογικού λόγου της, που η νέα εκκλησιαστική ηγεσία πέτυχε, σε σύντομο χρονικό διάστημα, καθώς και η επικοινωνία με ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, που για πρώτη φορά κατέστη δυνατή, οδήγησαν αρκετούς να θεωρήσουν ότι είχε έλθει η ώρα να διεκδικήσει η Εκκλησία ένα νέο, ευρύτερο ρόλο και συμμετοχή στο εγχώριο πολιτικό γίγνεσθαι. Ωστόσο, η τότε υπερεκτίμηση των πραγματικών δυνατοτήτων του εκκλησιαστικού μηχανισμού, είναι ίσως και μια βασική εξήγηση για τη σημερινή έκταση της κρίσης.

Η πρώτη διετία

Χωρίς αμφιβολία, στην πρώτη διετία που ακολούθησε την εκλογή του (1998-2000), ο νέος Αρχιεπίσκοπος υπήρξε πανίσχυρος. Η αποδοχή του από το κοινωνικό σώμα καθολική (βλέπε διάγραμμα παραπλεύρως). Η διεκδίκηση ευρύτερου πολιτικού ρόλου θα κορυφωθεί στο ζήτημα των ταυτοτήτων, τον Ιούνιο του 2000. Σε μια επίδειξη κοινωνικής κινητοποίησης, η Εκκλησία θα οργανώσει τις «λαοσυνάξεις» της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης (21/6/2000) και το γνωστό Δημοψήφισμα. Ενα από τα μεγαλύτερα πολιτικά σφάλματα της κυβέρνησης Σημίτη υπήρξε η απόφασή της να συγκρουσθεί με την Εκκλησία στο πλέον προνομιακό και ισχυρό για τη δεύτερη σημείο: το ζήτημα των ταυτοτήτων, το οποίο, όπως ετέθη, μετατοπίσθηκε εύκολα στο συμβολικό πεδίο των θρησκευτικών πεποιθήσεων και της εθνικής ταυτότητας.

Η ευθεία πολιτική αντιπαράθεση της Εκκλησίας με την προηγούμενη κυβέρνηση και η πόλωση που αυτή παρήγαγε, είχε ως αποτέλεσμα τη σχετική επιδείνωση της δημόσιας εικόνας της Εκκλησίας. Μεταφράστηκε δε και σε μία σημαντική μείωση της δημοτικότητας του Αρχιεπισκόπου, ενώ οι αρνητικές κρίσεις για το πρόσωπό του υπερδιπλασιάσθηκαν (βλέπε διάγραμμα). Ωστόσο, παρά τις αρνητικές συνέπειες της πολιτικοποίησης της Εκκλησίας, η δημοτικότητα του Αρχιεπισκόπου παρέμεινε, καθ’ όλην τη διάρκεια της δεύτερης τετραετίας Σημίτη, σχετικά σταθεροποιημένη και κυμάνθηκε σε επίπεδα της τάξης του 70% (διάγραμμα).

Η σημερινή κρίση

1. Η σημερινή πολλαπλή κρίση της Εκκλησίας είναι πιθανότατα η μεγαλύτερη που έχει αντιμετωπίσει ποτέ στη σύγχρονη ιστορία της. Η περίοδος ενίσχυσης του ρόλου της και της δυνατότητάς της να παρεμβαίνει πολιτικά και κοινωνικά στο δημόσιο βίο έχει τεθεί εκ των πραγμάτων σε σοβαρή αμφισβήτηση. Οπως πιστοποιείται από τα εμπειρικά δεδομένα των ερευνών κοινής γνώμης, η εμπιστοσύνη των πολιτών προς αυτήν έχει υποστεί σοβαρές ρωγμές, γεγονός που συνιστά σαφώς κρίση κοινωνικής νομιμοποίησης του θεσμού.

2. Η κρίση δεν αφήνει στο απυρόβλητο, αντιθέτως έχει πλήξει καίρια τη δημόσια εικόνα του Αρχιεπισκόπου. Με βάση την περιοδολόγηση της δημοτικότητάς του αποδεικνύεται ότι συνιστά, ταυτοχρόνως, και τη μεγαλύτερη κρίση που αντιμετωπίζει, προσωπικά, ο Αρχιεπίσκοπος στην επταετή του διαδρομή. Για πρώτη φορά, οι αρνητικές γνώμες για το πρόσωπό του υπερτερούν των θετικών. Η θεαματική πτώση της δημοτικότητάς του, κατά 25 εκατοστιαίες μονάδες (σε σύγκριση με τη μέτρηση του περασμένου Μαΐου 2004) είναι πρωτοφανής. Ιδίως, αν σκεφτεί κανείς ότι δεν πρόκειται για οιονδήποτε πολιτικό αρχηγό, που υπόκειται στις διακυμάνσεις της συγκυρίας, αλλά για έναν «θεσμικό αξιωματούχο», που προσωποποιεί έναν μη-πολιτικό και μη-αντιπροσωπευτικό θεσμό. Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος αυτής της ζημίας, αρκεί να συγκριθεί η σημερινή εικόνα του, με εκείνην που διέθετε στις αρχές του 1999, δηλαδή 10 μήνες μετά την εκλογή του: Η δημοτικότητά του σήμερα αντιπροσωπεύει μετά βίας το ½ της αρχικής του (διάγραμμα). Η σημερινή κρίση τού στοίχισε σχεδόν διπλάσια από εκείνη που προκάλεσε η σύγκρουση των ταυτοτήτων.

3. Η κρίση συνιστά σαφώς και κρίση εκκλησιαστικής ηγεσίας. Προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι η σημερινή ηγεσία του θεσμού αποδεικνύεται εξαιρετικά ευάλωτη και απροετοίμαστη στη διαχείριση της κρίσης. Δεν εκτίμησε ορθά το μέγεθος και το βάθος της κρίσης, αλλά προσπάθησε αρχικά να την αγνοήσει, ή να την περιορίσει σε ανώδυνα πλαίσια. Δεν κατανόησε το περιεχόμενό της, αλλά κατέφυγε σε θεωρίες συνωμοσίας για να την αντικρούσει. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί και η εξαιρετική αμηχανία των ιεραρχών απέναντι στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, καθώς και η απίστευτη αδυναμία αντιμετώπισής τους, που οδήγησε αρκετούς σε «επικοινωνιακή καταστροφή». Ομως, για την επικοινωνιακή «σύζευξη» Εκκλησίας/ΜΜΕ δεν ευθύνονται μόνον τα δεύτερα. Οποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες.

4. Ωστόσο, η αδυναμία της ιεραρχίας δεν εκδηλώνεται μόνο στο ζήτημα της ικανότητας διαχείρισης της κρίσης. Συνιστά κυρίως ιδεολογική αδυναμία: α) να απαντήσει πειστικά στις αποκαλύψεις που συγκλονίζουν την κοινή γνώμη και να τεκμηριώσει ιδεολογικά και ηθικά κάποιο επιχείρημα, β) να ανταποκριθεί στο καθολικό κοινωνικό αίτημα για διαφάνεια, κάθαρση, δημοκρατία και έλεγχο στους κόλπους της. Μόνον εάν εγγυηθεί και πραγματοποιήσει τις βαθιές και αναγκαίες τομές στο εσωτερικό της, είναι δυνατόν να απαλύνει τις συνέπειες της παρούσας κρίσης. Ούτως ή άλλως, σήμερα τίποτα πλέον δεν μπορεί να είναι ίδιο με πριν.

* Ο Γιάννης Μαυρής είναι πολιτικός επιστήμονας Ph.D, πρόεδρος & διευθύνων σύμβουλος του Ινστιτούτου Δημοσκοπήσεων VPRC.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή