ΑΝΑΛΥΣΗ

3' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι οκτώ από τις δέκα επενδυτικές προτάσεις, από Ελληνες και ξένους επιχειρηματίες που φθάνουν στα υπουργεία Οικονομίας και Ανάπτυξης, αφορούν τον τουρισμό. Δεν είναι φυσικά περίεργο, αφού στη διεθνοποιημένη πλέον αγορά, ο μόνος τομέας της ελληνικής οικονομίας που διατηρεί ακόμη κάποια συγκριτικά πλεονεκτήματα (κυρίως λόγω ήλιου, θάλασσας αλλά και πολιτιστικού παρελθόντος) είναι ο τουρισμός. Βέβαια, δεν θα εξαφανισθούν από την Ελλάδα ούτε η βιομηχανία ούτε η γεωργία, ειδικά μάλιστα αν με μια επιτυχή αναδιάρθρωση στην παραγωγή προσφέρουν στην κατανάλωση προϊόντα υψηλής ποιότητος και χαμηλής τιμής, αλλά ο σκληρός ανταγωνισμός από τις χώρες χαμηλού εργασιακού κόστους θα ασκεί πάντοτε ισχυρή πίεση στους κλάδους της πρωτογενούς και δευτερογενούς παραγωγής.

Αντίθετα, στον τουρισμό έχουμε συγκριτικά πλεονεκτήματα διαχρονικού χαρακτήρα (φυσικές καλλονές και κλίμα) που εγγυώνται μια συνεχή και σταθερή ανάπτυξη, υπό τον όρο, όμως, ότι το κράτος θα εφαρμόσει μια επιθετική πολιτική και θα αντιμετωπίσει άμεσα την ανεπάρκεια υποδομών, καθώς και άλλα προβλήματα που δυσφημούν τη χώρα στις μεγάλες αγορές του εξωτερικού. Πράγματι, ενώ από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 και μέχρι περίπου τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του ’90 ο τουρισμός μας είχε ανοδική πορεία, από το 2001 εμφανίζει φαινόμενα στασιμότητας και κάμψης. Σοβαροί παράγοντες του κλάδου αποδίδουν την κάμψη στις εξής αιτίες:

Πρώτον, στη ραγδαία άνοδο νέων μεσογειακών προορισμών (Τουρκία, Αίγυπτος, Μαρόκο, Δαλματικές Ακτές). H έλλειψη ανταγωνιστικότητας των ελληνικών ξενοδοχείων απέναντι στις χώρες αυτές, αλλά και απέναντι των φθηνών προορισμών της Απω Ανατολής και της Νότιας Αμερικής είναι προφανής και εκτός των άλλων οφείλεται και στις διαφορές ευρώ – δολαρίου, γι’ αυτό και θα ήταν μια καλή ιδέα να επιτραπεί στις ελληνικές επιχειρήσεις να κλείνουν τα συμβόλαιά τους και σε δολάρια.

Κατά βάσιν όμως η μειωμένη ανταγωνιστικότητα των ελληνικών μονάδων οφείλεται στο υψηλό μισθολογικό κόστος σε σύγκριση με όλες τις εκτός της Ζώνης του Ευρώ μεσογειακές χώρες, αλλά και μέσα στη Ζώνη του Ευρώ η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο κόστος εργοδοτικών εισφορών. Ταυτόχρονα, δυσμενώς επιδρά και η ανελαστική εργατική πολιτική, η οποία δεν λαμβάνει υπόψη της την ιδιαιτερότητα του κλάδου, όπου ο πελάτης εξυπηρετείται σε 24ωρη βάση, 365 μέρες τον χρόνο χωρίς καμιά διαφορά μεταξύ αργιών – εορτών και καθημερινών.

Δεύτερον, στην ανεπάρκεια υποδομών για την εξυπηρέτηση των τουριστών. Κατ’ αρχήν σε μια χώρα με τη δική μας ιστορία, που θα έπρεπε η πρώτη επιδίωξή της να είναι η ανάπτυξη του πολιτιστικού ή ακόμη και του θρησκευτικού τουρισμού (στην Κωνσταντινούπολη και στην Καππαδοκία το ήμισυ και πλέον των επισκεπτών βλέπουν τα βυζαντινά μνημεία), είναι απαράδεκτο να κλείνουν τα μουσεία στις 3 το μεσημέρι και οι περισσότεροι αρχαιολογικοί χώροι να μην είναι προσπελάσιμοι ελλείψει φυλάκων! Κατά δεύτερο λόγο, οι τουρίστες βγαίνοντας από το ξενοδοχείο δεν μπορούν να βρουν φθηνά και καθαρά εστιατόρια, καφέ κ.λπ., γιατί από τα υπάρχοντα τα περισσότερα είναι παγίδες ληστείας, χρεώνοντας έναν εσπρέσο μέχρι και 5 ευρώ! Μια λύση θα ήταν το υπουργείο Τουρισμού να χρηματοδοτήσει με ευνοϊκούς όρους ιδιώτες για ανέγερση και λειτουργία προτύπων μονάδων εστίασης, που θα δεσμεύονται ότι θα προφέρουν φθηνά και καθαρά γεύματα, όπως γίνεται με τις καντίνες, που υπάρχουν μέσα σε επιχειρήσεις για τους εργαζομένους.

Τρίτον, να αντιμετωπισθεί από το κράτος η παραξενοδοχία, η οποία, όπως το παρεμπόριο, δυσφημεί τη χώρα και ανταγωνίζεται αθέμιτα τις καλές επιχειρήσεις. Πράγματι, ενώ υπάρχουν στη χώρα μας αρκετές πολύ υψηλού επιπέδου ξενοδοχειακές μονάδες, φυτρώνουν δίπλα τους πολλές μικρές μονάδες απαράδεκτου ποιοτικού επιπέδου. H νομοθέτηση, κατά το μοντέλο της Ισπανίας, μέτρων απόσυρσης απαξιωμένων ξενοδοχειακών καταλυμάτων έχει χαρακτήρα εξαιρετικά επείγοντα. Στην περίπτωση των ξενοδοχείων ισχύει ο γνωστός νομισματικός κανόνας, το κακό νόμισμα διώχνει το καλό, γιατί, δυσφημώντας τη χώρα, δεν αφήνει τους τουρίστες να δουν την καλή όψη των ξενοδοχείων μας.

Τέταρτον, η ανεπάρκεια των υποδομών είναι επίσης εμφανής στις ελλείψεις σε αεροδρόμια και λιμάνια από την οποία πάσχουν βασικοί τουριστικοί προορισμοί, ενώ το ανεπαρκές οδικό δίκτυο, η κακή οδική σηματοδότηση και το χαμηλό επίπεδο υπηρεσιών οδικής μεταφοράς συμπληρώνουν τα αντικίνητρα.

Τέλος, η έλλειψη κεντρικού συντονισμού μεταξύ των συναρμοδίων υπουργείων, εμποδίζει και τις τουριστικές επενδύσεις και προπαντός την υλοποίηση του στόχου του πρωθυπουργού για απόλυτη προτεραιότητα στην ανάπτυξη του τουρισμού.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή