Από τη δεκαετία του ’50, οι ελπίδες της Κύπρου είχαν επενδυθεί στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, αρχικά για να απαλλαγεί από τον αποικιακό ζυγό, στη συνέχεια για να κατοχυρώσει την εθνική της ανεξαρτησία και ελευθερία και τέλος για να αντιμετωπίσει την τουρκική εισβολή και τις συνέπειές της.
Στη δεκαετία του ’50
H επιλογή αυτή, είχε τη λογική της. Στη δεκαετία του ’50, στο κλίμα της εθνικής απελευθέρωσης που προέκυψε με το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και της εποχής της αποαποικιοποίησης, τα Ηνωμένα Εθνη ήταν ο χώρος όπου το αίτημα των Κυπρίων για αυτοδιάθεση μπορούσε να βρει και έκφραση και στήριξη.
Οταν η Κυπριακή Δημοκρατία δέχθηκε την επίθεση του τουρκικού επεκτατισμού και μέσα σε συνθήκες ανοχής που προκαλούσε ο ψυχρός πόλεμος και η μεγάλη ιδεολογική αντιπαράθεση, τα Ηνωμένα Εθνη ήταν ο χώρος μέσα στον οποίο κάποιες αρχές θα μπορούσαν να διαφυλαχθούν, κυρίως με τη στήριξη εκείνων που απέρριπταν την αναγκαστική επιλογή μεταξύ των δύο ιδεολογικών στρατοπέδων.
Στα τελευταία 30 χρόνια, ωστόσο, με τα περισσότερα προβλήματα εθνικής απελευθέρωσης να έχουν λυθεί, με τα ζητήματα της φτώχειας και της πείνας να έχουν αντικαταστήσει εκείνα της εθνικής απελευθέρωσης, και στη συνέχεια με τα προβλήματα του ψυχρού πολέμου να έχουν αντικατασταθεί με ζητήματα εθνικών συγκρούσεων, αλλά κυρίως με προβλήματα ανάπτυξης και οικονομικής ευμάρειας, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν και στα Ηνωμένα Εθνη.
Οι αρχές και οι αξίες έγιναν απλώς σημεία αναφοράς για να δικαιολογούνται οι παραβιάσεις τους και κυρίαρχα στην εφαρμοσμένη πολιτική καθίστανται πλέον οι σκοπιμότητες και κατά συνέπεια οι ετερόκλητες συμμαχίες, οι ανήθικες παρασκηνιακές συναλλαγές, οι ανίεροι συμβιβασμοί για χάρη της συναίνεσης.
Μέσα σε αυτό το διεθνές περιβάλλον, ο χώρος των Ηνωμένων Εθνών μεταβάλλεται. Μετατρέπεται σε χώρο επικύρωσης και νομιμοποίησης των αποφάσεων που λαμβάνονται ερήμην του διεθνούς οργανισμού και εν αγνοία της πλειοψηφίας των μελών του. Και κατά συνέπεια, ο ρόλος του γενικού γραμματέα και της Γενικής Γραμματείας, προσαρμόζονται ανάλογα.
Παραδείγματα των αποτελεσμάτων αυτής της μεταλλαγής μπορούν να αναζητηθούν στις περιπτώσεις της Γιουγκοσλαβίας και των Βαλκανίων, στην περίπτωση του Ιράκ και στην περίπτωση της Κύπρου.
Πρόσφατα
Ο τρόπος λειτουργίας της Γενικής Γραμματείας του OHE στο Κυπριακό, στο συγκεκριμένο διεθνές περιβάλλον, σε συνάρτηση με το διεθνές δίκαιο, αποτελεί και το αντικείμενο του βιβλίου που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα αγγλικά με τίτλο, «An International Relations Debacle – The UN Secretary General’s Mission of Good Offices in Cyprus, 1999-2004» (Ενα φιάσκο διεθνών σχέσεων – H αποστολή καλών υπηρεσιών του γεν. γραμματέα του OHE στο Κυπριακό, 1999-2004») με συγγραφέα την Κλέαρ Πόλι.
Η συγγραφέας δεν είναι τυχαίο πρόσωπο. Διετέλεσε σύμβουλος για θέματα διεθνούς δικαίου όλων σχεδόν των προέδρων της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Είχε εμπλοκή σε όλες τις συνομιλίες για επίλυση του Κυπριακού, ασχολήθηκε συστηματικά και καθηκόντως με τις λεπτομέρειες όλων σχεδόν των σχεδίων που βρέθηκαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και βεβαίως είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά και τη στάση όλων των πρωταγωνιστών, να μελετήσει από κοντά την προσέγγισή τους στα μεγάλα ζητήματα που εγείρονταν και να τα κρίνει με μέτρο το διεθνές δίκαιο και τις αρχές, διακηρύξεις και αποφάσεις του OHE. Από αυτή την άποψη, οι επιστημονικές της κρίσεις για ορισμένα ζητήματα που αποδεικνύονται σημαντικά για τις συνέπειες που επιφέρουν στις διεθνείς σχέσεις. Ασχολείται για παράδειγμα ειδικά με το θέμα της αποστολής καλών υπηρεσιών του γενικού γραμματέα.
Και από όσα παραθέτει στο βιβλίο της, είναι προφανές ότι υπάρχει πρόβλημα. Πρόβλημα που μεταφέρθηκε στους ώμους της Κύπρου, ανεξάρτητα από τις απόψεις του οποιουδήποτε για το σχέδιο Ανάν.