O δανεισμός των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και του κράτους είναι ο μόνος δείκτης της ελληνικής οικονομίας, που απτόητος σε όλες τις δυσκολίες συνεχίζει ακάθεκτος την ανοδική του πορεία. Και τους πιο υψηλούς μάλιστα ρυθμούς αύξησης διατηρεί ο δανεισμός των νοικοκυριών για να υπογραμμισθεί έτσι μια νέα πλευρά της ελληνικής κοινωνίας, η οποία δυστυχώς τείνει να κυριαρχήσει τα τελευταία χρόνια. Ποια είναι αυτή η νέα πλευρά;
Πρόκειται, για μια κυριολεκτικά επανάσταση στη συμπεριφορά των νοικοκυριών ή μάλλον των αρχηγών των νοικοκυριών. Μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’90 πολλά νοικοκυριά, κυρίως τα φτωχά, κατέφευγαν σε μια περιορισμένη χρέωση για να καλύψουν στοιχειώδεις ανάγκες τους. Από το «τεφτέρι του μπακάλη» μέχρι τις δόσεις στον έμπορο της γειτονιάς, ο δανεισμός των νοικοκυριών κάλυπτε επιτακτικές ανάγκες, η ικανοποίηση των οποίων δεν μπορούσε να αναβληθεί.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, όμως, που τα τραπεζικά επιτόκια άρχισαν να πέφτουν και οι εμπορικές τράπεζες μετέθεσαν το κέντρο βάρους της πιστωτικής δραστηριότητας από τις επιχειρήσεις στα νοικοκυριά, ο δανεισμός των τελευταίων έπαυσε να είναι ένα καταφύγιο ανάγκης και έγινε κανόνας ζωής ή μάλλον όχημα για την επίτευξη ενός καλύτερου επιπέδου ζωής. H εικόνα του παλαιού, συνετού οικογενειάρχη που προσπαθούσε να κρατά σε μια ισορροπία τα έξοδα με τα έσοδά του ξεθώριασε, θεωρείται πλέον ξεπερασμένη και αντικαταστάθηκε από ένα νέο πρότυπο οικογενειάρχη, ο οποίος δανείζεται για να αγοράσει σπίτια, δανείζεται για να πάρει καλύτερο αυτοκίνητο, προμηθεύεται τρόφιμα, ρούχα και άλλα αγαθά με πιστωτικές κάρτες και πληρώνει τις διακοπές ή και τα ταξίδια του στο εξωτερικό με δάνεια διακοπών!
Στο «Οικονομικό Δελτίο» της Alpha Bank αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι: «Οπως συνέβη και σε άλλες χώρες πριν από την Ελλάδα, το τρέχον εισόδημα έπαψε να αποτελεί τον βασικό περιοριστικό παράγοντα των δυνατοτήτων των νοικοκυριών για την ικανοποίηση των καταναλωτικών τους αναγκών και αντικαταστάθηκε από το εισόδημα που αποκτάται στη διάρκεια της ενεργού ζωής του κάθε ατόμου. Αυτό οδήγησε στη σημαντική αύξηση του χρέους των νοικοκυριών από καταναλωτικά δάνεια».
Δηλαδή προεξοφλούμε τα μελλοντικά μας εισοδήματα για να χρηματοδοτήσουμε ένα υψηλότερο τωρινό επίπεδο ζωής. Οι ενεδρεύοντες κίνδυνοι είναι, όμως, μεγάλοι, παρότι οι τράπεζες, επειδή ακριβώς βγάζουν τα κέρδη τους κυρίως από τη λιανική τραπεζική (στεγαστικά και καταναλωτικά) επιμένουν ότι, με βάση όλες τις σχετικές μετρήσεις, η δανειακή επιβάρυνση των νοικοκυριών στην Ελλάδα παραμένει σε σχετικά χαμηλά επίπεδα. Αυτό επιτρέπει τη συνέχιση των σχετικά υψηλών (αν και επιβραδυνόμενων) ρυθμών αύξησης της πιστωτικής επέκτασης προς τα νοικοκυριά, πιθανότατα μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 2000.
Αυτά λένε οι τράπεζες και καλά κάνουν και τα λένε, αφού, όπως είπαμε, τα πολλά λεφτά σε κέρδη τα βγάζουν από τον δανεισμό των νοικοκυριών. Είναι τυχαίο ότι όποιο κανάλι και να ανοίξεις, όποιο ραδιόφωνο και να ακούσεις πολιορκείσαι από τη θορυβώδη διαφήμιση για δάνεια που μπορείς να παίρνεις άφοβα, αφού «θα πληρώνεις μόνο τους τόκους και το κεφάλαιο… όταν μπορέσεις»! Οι τράπεζες, άλλωστε, δεν είναι αυτές που εκμαυλίζουν τα σπάταλα νοικοκυριά, τηλεφωνώντας στα σπίτια τους για εορτοδάνεια, δάνεια διακοπών, δάνεια σπουδών κ.λπ.;
Ομως τα οικονομικά στοιχεία συνθέτουν μια εικόνα υπερχρέωσης, που γιγαντώνεται εκτεθειμένη σε παντοίους κινδύνους. Και απόδειξη ότι εφέτος, που η αγορά έχει προβλήματα ρευστότητος, που οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις κλείνουν ή περιορίζουν τις εργασίες τους, που τα εισοδήματα των εργαζομένων τελούν υπό πίεση και η ανεργία παραμένει υψηλή, ο ρυθμός αύξησης της καταναλωτικής πίστης ελάχιστα επιβραδύνεται. Οπως ανακοίνωσε προχθές η Τράπεζα της Ελλάδος, έπεσε στο 33,4% τον Μάιο έναντι 34,4% τον Απρίλιο.
Οι κίνδυνοι, λοιπόν, προέρχονται ακριβώς από αυτούς τους υψηλούς ρυθμούς αύξησης της καταναλωτικής, αλλά και της στεγαστικής πίστης. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 τα χρέη των νοικοκυριών αυξάνονται με μέσο ετήσιο ρυθμό 33,2%.
Βέβαια, σαν ποσοστό του ΑΕΠ το χρέος των νοικοκυριών στην Ελλάδα ήταν στο τέλος του 2004 το 31,8%, έναντι 55,3% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ενωση των «15». Ομως, στην E.E. το ατομικό εισόδημα είναι κατά 40% ανώτερο του ελληνικού και το κυριότερο, στην Ελλάδα δανείζονται τα χαμηλότερα και τα μεσαία εισοδηματικά κλιμάκια, που οι αντοχές τους είναι πιο αδύνατες. Ενώ στην Ευρώπη ο δανεισμός καλύπτει όλα τα εισοδηματικά κλιμάκια. Και ακόμη στη χώρα μας το συνολικό χρέος ανά νοικοκυριό σημείωσε ταχεία αύξηση τα τελευταία χρόνια και από 3.360 ευρώ το 1999 (13,5% του διαθεσίμου εισοδήματος) έφθασε στα 12.750 ευρώ το 2004 (44,4% του διαθεσίμου εισοδήματος).
Αυτή η ραγδαία αυξανόμενη, λοιπόν, προεξόφληση μελλοντικών εισοδημάτων (που είναι αβέβαια) για να χρηματοδοτηθεί το τρέχον βιοτικό επίπεδο συνιστά μέγιστο κίνδυνο, που αν αύριο χειροτερεύσει η συγκυρία, ανεβούν τα επιτόκια κ.λπ. θα τον βρούμε μπροστά μας.