Τέσσερα AEI με ευλογία του υπ. Παιδείας

Τέσσερα AEI με ευλογία του υπ. Παιδείας

2' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τη σφοδρή αντίδραση των Θεολογικών Σχολών, αλλά και γενικότερα ερωτήματα ως προς τη σκοπιμότητά του προκάλεσε το νομοσχέδιο για την αναβάθμιση της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης που έδωσε χθες στη δημοσιότητα η υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων κ. Μαριέττα Γιαννάκου. H υπουργός σημείωσε ότι το νομοσχέδιο «δεν αποτελεί παραχώρηση στην Εκκλησία αλλά κινείται στο πλαίσιο των διατάξεων για την Ανώτατη Εκπαίδευση». Οι Θεολογικές Σχολές, ωστόσο, προετοιμάζονται για «θερμό» χειμώνα με δυναμικές κινητοποιήσεις, ενώ από πολλές πλευρές διατυπώνονται εύλογες απορίες σχετικά με την αναίτια προσθήκη τεσσάρων νέων ανωτάτων σχολών.

Το νομοσχέδιο προβλέπει την ανωτατοποίηση των Εκκλησιαστικών Σχολών Ιωαννίνων, Θεσσαλονίκης, Ηρακλείου και Αθηνών σε Ακαδημίες, που θα λειτουργήσουν από το επόμενο ακαδημαϊκό έτος και θα χορηγούν πτυχία ισότιμα με εκείνα των πανεπιστημίων. H κ. Γιαννάκου έσπευσε να διευκρινίσει ότι οι απόφοιτοί τους δεν θα έχουν τη δυνατότητα να εργαστούν στη δημόσια διοίκηση παρά μόνον στην εκκλησιαστική. Κατά το παρελθόν, ωστόσο, υπήρξαν αποφάσεις του ΣτΕ, σύμφωνα με τις οποίες οι απόφοιτοι Εκκλησιαστικών Σχολών μπορούν αν συμμετέχουν στους διαγωνισμούς για προσλήψεις στο Δημόσιο.

Τα κριτήρια επιλογής του διδακτικού προσωπικού αλλά και της εισαγωγής των φοιτητών είναι δύο από τα σημεία που προκαλούν πολλά ερωτήματα. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά την εισαγωγή των φοιτητών, εκτός από τις Γενικές Εξετάσεις, προβλέπεται και προφορική συνέντευξή τους από ειδική επιτροπή και προαπαιτείται η συστατική επιστολή μητροπολίτη, ο οποίος θα διαβεβαιώνει για το ήθος και την ορθόδοξη πίστη τους. «H Επιτροπή, συνεκτιμώντας σχετική συστατική επιστολή του Επισκόπου του τόπου κατοικίας του υποψηφίου, διαπιστώνει εάν υπάρχει έφεση του υποψηφίου και εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για το ιερατικό λειτούργημα». Αξίζει να σημειωθεί ότι από τις νέες Ακαδημίες αποκλείονται οι γυναίκες, αφού σε πρώτο στάδιο θα λειτουργήσουν μόνο τα προγράμματα ιερατικών σπουδών.

Τον συντονισμό της λειτουργίας των Ακαδημιών θα ασκεί Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο, στο οποίο θα συμμετέχουν τρεις καθηγητές ανώτατης εκπαίδευσης και τρεις εκπρόσωποι της Εκκλησίας, δύο από την Εκκλησία της Ελλάδος και ένας από την Εκκλησία της Κρήτης. O πρόεδρος του Συμβουλίου θα ορίζεται από τον εκάστοτε υπουργό Παιδείας και, όπως αναφέρεται στο νομοσχέδιο, «μπορεί να είναι ιεράρχης ή καθηγητής πανεπιστημίου ή ομότιμος καθηγητής πανεπιστημίου ή επιστήμονας αναγνωρισμένου κύρους». Ερωτηθείσα αν ο αρχιεπίσκοπος κ. Χριστόδουλος θα διορισθεί στη θέση του προέδρου, η κ. Γιαννάκου απάντησε ότι «ο αρχιεπίσκοπος δεν έθεσε θέμα να είναι επικεφαλής και δεν νομίζω ότι αυτό είναι που απασχολεί τις Θεολογικές Σχολές». Δεν παρέλειψε, πάντως, να υπενθυμίσει ότι στο προηγούμενο σχέδιο νόμου που επεξεργάστηκε ο προκάτοχός της υπήρχε ανάλογη πρόβλεψη.

«Μελετώντας το νομοσχέδιο διαπιστώσαμε ότι δικαίως αποχωρήσαμε από την παρωδία διαλόγου του υπουργείου Παιδείας και της διοίκησης της Εκκλησίας» επισημαίνει χαρακτηριστικά σε δηλώσεις του στην «K» ο κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης κ. Χρήστος Οικονόμου και προσθέτει: «Το νομοσχέδιο που παρουσίασε η υπουργός είναι αντίγραφο του προηγούμενου και περιλαμβάνει αντιακαδημαϊκές, αντιεπιστημονικές και αντιδημοκρατικές διατάξεις που για πρώτη φορά εισάγονται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση». Νωρίτερα, πάντως, κατά την παρουσίαση του νομοσχεδίου, η κ. Γιαννάκου απάντησε με σκωπτικό ύφος στην κριτική που δέχεται από τους πανεπιστημιακούς. «Με ικανοποίηση βλέπω ότι οι Θεολογικές Σχολές διαμαρτύρονται για την επιβάρυνση της δημοσιονομικής πολιτικής αν και οι ίδιες ζητούν περισσότερα χρήματα»…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή