Προειδοποιήσεις Γκαργκάνα προς όλους

Προειδοποιήσεις Γκαργκάνα προς όλους

13' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εκκληση για μεγαλύτερη προσπάθεια διαρθρωτικών αλλαγών κάνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Νίκος Γκαργκάνας. Δεν υπάρχει άλλη πολιτική που πρέπει να εφαρμόσουμε, επισημαίνει σε συνέντευξή του στην «Κ» και υπενθυμίζει «είμαστε οικονομία που χάνει ανταγωνιστικότητα».

Στο ευρύχωρο γραφείο του, στον δεύτερο όροφο του νεοκλασικού κτιρίου της Τράπεζας της Ελλάδος, ο κ. Γκαργκάνας παραμένει ανήσυχος. Προβληματίζεται για την εξασφάλιση συνθηκών σταθερότητας και διαρθρωτικών αλλαγών στην οικονομία. Επιμένει ότι η απουσία διαρθρωτικών αλλαγών ευθύνεται για την φτώχεια και απορρίπτει την εντύπωση ότι αντιστρατεύεται τα συμφέροντα των μισθωτών. Παράλληλα, ο κ. Γκαργκάνας προβληματίζεται για το πλήθος προμηθειών και άλλων χρεώσεων που επιβάλλουν οι τράπεζες στους πελάτες τους. Αποκαλύπτει ότι έχει προτείνει στην κυβέρνηση νομοθετική ρύθμιση ώστε να επιλαμβάνεται η κεντρική τράπεζα «θεμάτων σχετικών με την προστασία των συναλλασσομένων με τις τράπεζες». Μεταξύ των θεμάτων αυτών προτείνεται να είναι και η θέσπιση κανόνων όσον αφορά τον προσδιορισμό των συναλλαγών επί των οποίων οι τράπεζες εισπράττουν προμήθειες ή έξοδα.

Ο κ. Γκαργκάνας, μιλώντας στην «Κ», απευθύνει προειδοποιήσεις προς όλες τις κατευθύνσεις. Στους πολίτες να μην δανείζονται υπερβολικά. Στους συνδικαλιστές να μην διεκδικούν μισθολογικές αυξήσεις που προκαλούν πληθωρισμό και κατά συνέπεια μειώνουν το πραγματικό εισόδημα των μισθωτών. Στον πολιτικό κόσμο να μην παρασυρθεί τον επόμενο (προεκλογικό) χρόνο σε «παροχολογία» ώστε να μην διαταραχθούν οι συνθήκες σταθερότητας της οικονομίας.

Δηλώνει ικανοποιημένος από τη συμφωνία των δύο μεγάλων κομμάτων να συζητήσουν για το μέλλον του ασφαλιστικού συστήματος. Είναι σωστό να εξασφαλιστεί κοινωνική και πολιτική συναίνεση επισημαίνει αλλά εμμέσως προειδοποιεί και πάλι: η έλλειψη συναίνεσης να μη γίνει άλλοθι για την αποφυγή των αναγκαίων αλλαγών.

Να θεσπισθούν κανόνες για τις προμήθειες

– Η ανάπτυξή μας χρηματοδοτείται κυρίως από τραπεζικά δάνεια που ενισχύουν την κατανάλωση. Μήπως, όμως, είναι η ώρα να προστατεύσετε τον δανειολήπτη; Μήπως πρέπει να τον προστατεύσετε από τις τράπεζες αλλά και από τον εαυτό του, καθώς δανείζεται έχοντας άγνοια του κινδύνου;

– Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει επανειλημμένα κατά τα τελευταία έτη επισημάνει, στις ετήσιες Εκθέσεις του Διοικητή αλλά και σε ομιλίες και συνεντεύξεις, ότι τα νοικοκυριά θα πρέπει να προβαίνουν σε ρεαλιστικές εκτιμήσεις των εισοδηματικών τους προοπτικών και να μην αναλαμβάνουν δανειακές υποχρεώσεις πέραν ενός ύψους που θα είναι σε θέση να εξυπηρετήσουν ομαλά από το προβλεπόμενο εισόδημά τους. Πέραν αυτού, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει θεσπίσει υποχρέωση των τραπεζών να εφαρμόζουν κατά την προαξιολόγηση αιτημάτων για δανεισμό κριτήριο που προβλέπει ότι το κόστος εξυπηρέτησης του συνολικού δανεισμού κάθε οφειλέτη δεν θα πρέπει να υπερβαίνει ένα εύλογο ποσοστό του εισοδήματός του (30% έως 40%, αναλόγως του εισοδήματος) και ελέγχει τη συνεπή εφαρμογή του κριτηρίου αυτού από κάθε τράπεζα. Εξάλλου, η σταδιακή επέκταση της βάσης δεδομένων της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε. για το σύνολο των αλήκτων και ληξιπρόθεσμων οφειλών κάθε δανειολήπτη προς το τραπεζικό σύστημα αναμένεται να διευκολύνει τις τράπεζες στην εφαρμογή του πιο πάνω κριτηρίου και συνακόλουθα στην αποφυγή υπερχρέωσης των νοικοκυριών.

Δανεισμός με σταθερό επιτόκιο

Πάντως, από πρόσφατη έρευνα που διενήργησε η εταιρεία TNS-ICAP για λογαριασμό της Τράπεζας της Ελλάδος και κάλυψε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα νοικοκυριών από όλη τη χώρα, προέκυψε ότι για ποσοστό 88% των νοικοκυριών που έχουν δανεισθεί το συνολικό ύψος των μηνιαίων δόσεων για κεφάλαιο και τόκους των δανείων του κάθε νοικοκυριού δεν υπερβαίνει το 40% του μηνιαίου εισοδήματός του. Τέλος, δεδομένου ότι πιθανή περαιτέρω άνοδος των επιτοκίων θα αυξήσει το κόστος εξυπηρέτησης των δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει συστήσει στα νοικοκυριά να επιδιώκουν το δανεισμό με σταθερό επιτόκιο εφόσον δεν επιθυμούν να αναλάβουν τον σχετικό κίνδυνο.

– Πάντως σίγουρα πρέπει να προστατεύσετε τους καταναλωτές από τις τράπεζες που επιμένουν να χρεώνουν με προμήθειες οτιδήποτε. Μόνον η είσοδος στο τραπεζικό κατάστημα δεν κοστίζει. Για την έξοδο δεν είμαι σίγουρος…

– Επίσης η Τράπεζα της Ελλάδος έχει επισημάνει ότι, σε καθεστώς οικονομίας ανοικτής αγοράς και ελεύθερου ανταγωνισμού και στο πλαίσιο εφαρμογής της ενιαίας νομισματικής πολιτικής στη Ζώνη του Ευρώ, δεν μπορεί να επιβάλει διοικητικούς περιορισμούς όσον αφορά το ύψος των προμηθειών και εξόδων που χρεώνουν οι τράπεζες. Πάντως, ο εντεινόμενος ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών, ιδιαίτερα στη λιανική τραπεζική, γενικά συμβάλλει στη συγκράτηση των επιβαρύνσεων των συναλλασσομένων. Ενδεικτικά, θα μπορούσα να αναφέρω ότι σε αρκετές περιπτώσεις κατά τη χορήγηση στεγαστικών δανείων οι τράπεζες, προκειμένου να αυξήσουν τη χρηματοδοτική τους δραστηριότητα, μειώνουν σημαντικά ή μηδενίζουν τις προμήθειες και τα έξοδα που εισπράττουν για την αξιολόγηση των αιτημάτων δανεισμού, για νομικό έλεγχο και για αμοιβές μηχανικών.

– Αρκεί η δημοσιοποίηση των προμηθειών που επιβάλλατε; Μήπως χρειάζεται να ξεκαθαριστεί τι αποτελεί τραπεζική εργασία που χρεώνεται και τι όχι;

– Με βάση το ισχύον νομικό πλαίσιο, η αρμοδιότητα της Τράπεζας της Ελλάδος περιορίζεται στη διασφάλιση της διαφάνειας των τραπεζικών συναλλαγών. Για τον σκοπό αυτό η Τράπεζα της Ελλάδος μεριμνά ώστε οι τράπεζες να παράσχουν στους συναλλασσομένους πλήρη, έγκυρη και έγκαιρη ενημέρωση για τα βασικά χαρακτηριστικά των προσφερομένων από αυτές προϊόντων και υπηρεσιών και για το είδος και το ύψος των σχετικών επιβαρύνσεων. Μάλιστα για να ενισχύσει τον ανταγωνισμό διευκολύνοντας τις επιλογές των συναλλασσομένων, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει περιλάβει στο διαδικτυακό της χώρο συγκριτικά στοιχεία για τα επιτόκια και τις προμήθειες που εφαρμόζει κάθε τράπεζα σε ορισμένα βασικά προϊόντα και υπηρεσίες, καθώς και κατάλογο των εξουσιοδοτημένων από τις τράπεζες προσώπων με τα οποία αυτές συνεργάζονται για την προώθηση τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών. Η προστασία των καταναλωτών, περιλαμβανομένων και των καταναλωτών τραπεζικών προϊόντων, ανήκει στην αρμοδιότητα του υπουργείου Ανάπτυξης και τελικά διασφαλίζεται μέσω της προσφυγής στη Δικαιοσύνη. Πάντως, επειδή η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί ότι οι τραπεζικές συναλλαγές παρουσιάζουν ιδιαιτερότητες και η ίδια διαθέτει εξειδικευμένες γνώσεις και εμπειρία στον τομέα αυτό, έχει εδώ και καιρό προτείνει νομοθετική ρύθμιση ώστε, εκτός από το υπουργείο Ανάπτυξης να μπορεί και αυτή να επιλαμβάνεται συγκεκριμένων θεμάτων σχετικών με την προστασία των συναλλασσομένων με τις τράπεζες. Μεταξύ των θεμάτων αυτών προτείνεται να είναι και η θέσπιση κανόνων και η ρύθμιση των λεπτομερειών εφαρμογής των υφισταμένων όσον αφορά τα κριτήρια προσδιορισμού των συναλλαγών επί των οποίων οι τράπεζες εισπράττουν προμήθειες ή έξοδα και τους παράγοντες διαμόρφωσης του ύψους των εν λόγω προμηθειών ή εξόδων.

Οι προτεραιότητες

– Σε συγκυρία που περιγράφεται από την υψηλή τιμή πετρελαίου αλλά και σε ανοδικό κύκλο επιτοκίων, ποιες πρέπει να είναι οι βασικές προτεραιότητες για την οικονομία;

– Μέχρι τώρα, η άνοδος της τιμής του αργού πετρελαίου είχε μικρή επίπτωση στον ρυθμό ανάπτυξης και σχετικά μικρή επίπτωση στον πληθωρισμό, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες χώρες. Εξάλλου, τα επιτόκια στη Ζώνη του Ευρώ είναι γνωστό ότι είχαν διαμορφωθεί σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα και παραμένουν ακόμη χαμηλά (μετά τις αυξήσεις στις οποίες προχώρησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τους τελευταίους μήνες). Οπως επισημάναμε και στην τελευταία μας Εκθεση, οι βασικές προτεραιότητες για την οικονομία είναι η δημοσιονομική εξυγίανση, η συγκράτηση του ρυθμού ανόδου του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος σε επίπεδο συμβατό με τη σταθερότητα των τιμών και η προώθηση ουσιαστικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Είναι βεβαίως αυτονόητο ότι η προοπτική περαιτέρω αύξησης των επιτοκίων, επομένως και των δαπανών του Δημοσίου για τόκους, καθιστά ακόμη πιο επείγουσα την ανάγκη για μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και για δημοσιονομική εξυγίανση. Επίσης, το ενδεχόμενο να παραμείνουν οι τιμές του πετρελαίου σε υψηλά επίπεδα μεσοπρόθεσμα καθιστά περισσότερο αναγκαία την προσπάθεια, πρώτον, να ενισχυθεί ο εξαγωγικός προσανατολισμός της οικονομίας ώστε να αντιμετωπίζεται ευκολότερα η επιβάρυνση του ισοζυγίου από τις εισαγωγές πετρελαίου και, δεύτερον, να μειωθεί η κατανάλωση ενέργειας ανά μονάδα προϊόντος στη χώρα μας: αυτό μπορεί να επιτευχθεί τόσο με τον εκσυγχρονισμό της παραγωγικής διαδικασίας όσο και με τη δημιουργία των κατάλληλων υποδομών για τη ζωή στις πόλεις, τις μεταφορές και τις συγκοινωνίες. Βεβαίως, ιδιαίτερα πρέπει να μειωθεί η εξάρτηση από το πετρέλαιο, με την αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των εναλλακτικών πηγών ενέργειας που διαθέτει -και μάλιστα σε σχετική αφθονία- η χώρα μας.

Οχι προεκλογικές «παροχές»

– Το 2007 είναι έτος που προηγείται των εκλογών, αν υποθέσουμε ότι θα γίνουν κανονικά. Είναι εύκολο να προβλέψουμε ότι τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση θα επιδοθούν σε ανταγωνισμό παροχών. Εσείς θα περιοριστείτε στον ρόλο του «κακού» που επισημαίνει πράγματα τα οποία κανείς δεν θέλει να ακούσει;

– Είναι χρήσιμο να υπενθυμιστεί ότι, ήδη από την περίοδο των προσπαθειών για την ονομαστική σύγκλιση κατά τη δεκαετία του ’90, έχει επιτευχθεί σημαντική πρόοδος όσον αφορά τη μείωση της επίδρασης του εκλογικού ή πολιτικού κύκλου στις οικονομικές εξελίξεις. Το επίτευγμα αυτό έχει συμβάλει ουσιωδώς στην εδραίωση των συνθηκών μακροοικονομικής σταθερότητας και στις αναπτυξιακές επιδόσεις των τελευταίων ετών. Επομένως πρέπει να διαφυλαχθεί. Εάν αυτό δεν συμβεί, θα υπονομευθεί η αξιοπιστία της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής και θα επηρεαστούν δυσμενώς οι οικονομικές προσδοκίες, με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις, οι εργαζόμενοι και τα νοικοκυριά να προβάλουν νέες διεκδικήσεις και να λάβουν αποφάσεις με αρνητικές συνέπειες για την πορεία της οικονομίας. Είναι επομένως αυτονόητο ότι τυχόν «παροχές» προεκλογικού τύπου δεν συμβιβάζονται με τη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών και τη δημοσιονομική εξυγίανση, δηλαδή με στόχους που η επίτευξή τους έχει επείγοντα χαρακτήρα.

«Ναι» για την αγορά της Finans bank

Η Τράπεζα της Ελλάδος προχθές έδωσε στην Εθνική Τράπεζα την άδεια να αγοράσει την τουρκική Finans bank. O κ. Γκαργκάνας αποφεύγει να αναφερθεί σε λεπτομέρειες, αλλά είναι βέβαιον ότι οι υπηρεσίες που εποπτεύουν τις τράπεζες εξέτασαν λεπτομερώς τον σχετικό φάκελο που είχε υποβάλει η Εθνική. Μεταξύ άλλων, η έγκριση της εξαγοράς γίνεται με την προϋπόθεση ότι, όπως έχει δηλώσει και η διοίκηση της Εθνικής, θα γίνει αύξηση κεφαλαίου από την μεγάλη ελληνική τράπεζα, ώστε να εξασφαλιστούν ίδια κεφάλαια για την εξαγορά.

Πάντως, ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος έχει κληθεί τη μεθεπόμενη Τρίτη, 23 Μαΐου, στην Επιτροπή της Βουλής στην οποία και θα καταθέσει για το θέμα, απαντώντας σε ερωτήματα των βουλευτών.

Ο διοικητής αποφεύγει να απαντήσει σε συγκεκριμένα ερωτήματα όσον αφορά τη μεγάλη εξαγορά και αρκείται στην επισήμανση ότι «ο ρόλος της κεντρικής τράπεζας είναι εποπτικός. Ελέγχουμε την επάρκεια κεφαλαίων και τους κινδύνους που αναλαμβάνει κάθε τράπεζα», προσθέτει.

Η απουσία των διαρθρωτικών αλλαγών φέρνει τη φτώχεια

– Ας ξεκαθαρίσουμε ορισμένες παρεξηγήσεις που είναι ευρύτατα διαδεδομένες, κύριε διοικητά. Είναι αλήθεια ότι συχνά επισημαίνετε την ανάγκη να περιοριστούν οι μισθολογικές αυξήσεις για τους μισθωτούς. Γιατί επιμένετε στην επισήμανση αυτή που δεν είναι συμπαθής στην κοινή γνώμη;

– Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εξέλιξη του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος είναι βασικός παράγοντας που επηρεάζει τον πληθωρισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι την πενταετία 2001-2005 στην Ελλάδα το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 3,7% και ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός ήταν 3,4%, ενώ στη Ζώνη του Ευρώ τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 1,7% και 2,1%. Με τη σειρά του, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος επηρεάζεται από την αύξηση των ονομαστικών μέσων αποδοχών, οι οποίες την ίδια πενταετία αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 5,7% στην Ελλάδα και 2,2% στη Ζώνη του Ευρώ, αλλά και από το ρυθμό ανόδου της παραγωγικότητας. Ευτυχώς, ο ρυθμός ανόδου της παραγωγικότητας είναι στην Ελλάδα αισθητά υψηλότερος από ό,τι στη Ζώνη του Ευρώ: πέρα όμως από βραχυχρόνιες κυκλικές διακυμάνσεις, η διαμόρφωσή του σε ένα ακόμη υψηλότερο επίπεδο είναι μια μακροχρόνια διαδικασία.

– Και πρέπει να περιοριστούν οι αυξήσεις μισθών;

– Σας θυμίζω ότι σκοπός της Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με το καταστατικό της, είναι η διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών. Δεδομένου λοιπόν ότι σε εθνικό επίπεδο δεν διαθέτουμε πλέον το βασικό μέσο για τη μείωση του πληθωρισμού που είναι η μεταβολή του ύψους των επιτοκίων, έχουμε την υποχρέωση να κάνουμε τις επισημάνσεις που αναφέρετε. Συγκεκριμένα, καλούμε τους κοινωνικούς εταίρους να συμβάλουν, μέσω των μισθολογικών διαπραγματεύσεων, ώστε να συγκρατείται η άνοδος του κόστους εργασίας, η οποία είναι ένας από τους παράγοντες αύξησης του πληθωρισμού. Παράλληλα επισημαίνουμε την ανάγκη να μειωθούν τα δημοσιονομικά ελλείμματα, που αποτελούν και αυτά καθοριστικό παράγοντα του πληθωρισμού. Τέλος, δεν αγνοούμε και τους παράγοντες που επηρεάζουν τον πληθωρισμό σε πιο μακροχρόνια βάση. Γι’ αυτό τονίζουμε την ανάγκη για ουσιαστικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες, πρώτον, θα ενισχύσουν τις δυνάμεις του ανταγωνισμού στην αγορά και θα οδηγήσουν σε μείωση των υπερβολικών περιθωρίων κέρδους, όπου αυτά υπάρχουν και, δεύτερον, θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για ταχύτερη άνοδο της παραγωγικότητας.

Οσο για το αν οι επισημάνσεις μας αντιμετωπίζονται με συμπάθεια από την κοινή γνώμη ή όχι, θέλω να τονίσω ότι όσα προτείνουμε κάθε άλλο παρά αντιστρατεύονται τα συμφέροντα των μισθωτών. Θα σας δώσω ένα απλό παράδειγμα. Οταν η μέση ετήσια αύξηση των ονομαστικών αποδοχών ήταν 6,0%, ο μέσος πληθωρισμός ήταν 3,5% και έτσι η μέση ετήσια αύξηση των πραγματικών, δηλαδή των αποπληθωρισμένων, αποδοχών ήταν 2,5%. Εάν όμως η μέση ετήσια αύξηση των ονομαστικών αποδοχών περιοριστεί στο 4,5% και αυτό συνδυαστεί με παρεμβάσεις για την ενίσχυση του ανταγωνισμού και μια εύλογη μείωση του μέσου περιθωρίου κέρδους, τότε ο μέσος πληθωρισμός θα διαμορφωθεί ελάχιστα κάτω από 2% και έτσι η μέση ετήσια αύξηση των πραγματικών αποδοχών θα είναι πάλι 2,5%. Στη δεύτερη περίπτωση, τα πλεονεκτήματα του χαμηλού πληθωρισμού είναι ότι προστατεύονται τα χαμηλά εισοδήματα και διατηρείται η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Ο ρυθμός ανάπτυξης

– Η διατήρηση υψηλού πληθωρισμού πλήττει την ανταγωνιστικότητα, αλλά δεν περιορίζει τον ρυθμό της ανάπτυξης, υποστηρίζουν ορισμένοι.

– Η άποψη ότι δεν περιορίζεται ο ρυθμός ανάπτυξης είναι λανθασμένη. Κατά την εικοσαετία 1981-2001 η δυσμενής μεταβολή του πραγματικού εξωτερικού ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών, που εν μέρει οφειλόταν στη διάβρωση της ανταγωνιστικότητας λόγω του σχετικά υψηλού πληθωρισμού, περιέκοψε το μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης κατά μισή εκατοστιαία μονάδα (τον περιόρισε στο 1,7%, ενώ αλλιώς θα ήταν 2,2%, σύμφωνα με υπολογισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής). Πιο πρόσφατα, την τριετία 2002-2004, ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης διαμορφώθηκε σε 4,4%, ενώ θα έφθανε το 5,6% αν η συμβολή του πραγματικού εξωτερικού ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών ήταν απλώς ουδέτερη αντί για αρνητική. Μόνο το 2005 καταγράφηκε θετική συμβολή στο ρυθμό ανάπτυξης (κατά μία εκατοστιαία μονάδα περίπου), επειδή οι εξαγωγές αυξήθηκαν και ταυτόχρονα μειώθηκαν, για συγκυριακούς λόγους, οι εισαγωγές. Εφέτος, όμως, η συμβολή στον ρυθμό ανάπτυξης θα είναι και πάλι αρνητική ή, στην καλύτερη περίπτωση, μηδενική. Μάλιστα οι αριθμοί αυτοί υποεκτιμούν το «διαφυγόν κέρδος» για την οικονομία που οφείλεται στη μείωση της ανταγωνιστικότητας λόγω του σχετικά υψηλού πληθωρισμού. Πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη και τις ξένες επενδύσεις που δεν προσελκύονται στην Ελλάδα επειδή είναι χαμηλή η ανταγωνιστικότητα. Ο κυριότερος λόγος ανησυχίας, όμως, αφορά το μέλλον. Οπως έχουμε επισημάνει επανειλημμένα, στο βαθμό που θα εξαλείφεται ή θα περιορίζεται η ευνοϊκή επίδραση ειδικών παραγόντων που έχουν στηρίξει έως τώρα την ανάπτυξη τονώνοντας την εγχώρια ζήτηση, θα γίνεται ολοένα και πιο απαραίτητο να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα ώστε να ενισχυθεί ο εξαγωγικός προσανατολισμός της οικονομίας, και μάλιστα σε ένα περιβάλλον εντεινόμενου διεθνούς ανταγωνισμού και σε μια περίοδο που βλέπουμε ότι κλείνουν εργοστάσια και ότι εργαζόμενοι χάνουν τη δουλειά τους.

Γιατί υπάρχει φτώχεια

– Τα τελευταία χρόνια η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται με σχετικά γρήγορο ρυθμό, αλλά η φτώχεια δεν περιορίζεται. Γιατί;

– Είναι γεγονός ότι οι υψηλοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης και βελτίωσης του μέσου βιοτικού επιπέδου που επιτεύχθηκαν τα τελευταία χρόνια δεν αφορούσαν στον ίδιο βαθμό όλες τις γεωγραφικές περιοχές, όλους τους κλάδους δραστηριότητας και όλες τις κοινωνικές ομάδες, με αποτέλεσμα να παραμένει σημαντική η κοινωνική ανισότητα και περίπου το ένα πέμπτο του πληθυσμού της χώρας να βρίσκεται κάτω από το χρηματικό όριο της φτώχειας, όπως το ορίζει η Eurostat. Αν λάβουμε υπόψη ότι το 32% των φτωχών είναι εργαζόμενοι, το 8% άνεργοι που ζητούν εργασία, το 27% συνταξιούχοι και ότι το υπόλοιπο 33% είναι μη οικονομικά ενεργοί (κυρίως γυναίκες), μπορούμε να συμπεράνουμε τα εξής: Το πρόβλημα της φτώχειας και της κοινωνικής ανισότητας οφείλεται εν μέρει στις δυσκαμψίες και την κατάτμηση της αγοράς εργασίας, δηλαδή σε συνθήκες που δεν διευκολύνουν τα άτομα να συμμετέχουν στην αγορά εργασίας ή που οδηγούν σε αύξηση της ανεργίας, καθώς δυσχεραίνουν την πρόσβαση σε απασχόληση ή τη μετακίνηση, σε νέες θέσεις εργασίας, των ατόμων που χάνουν τις θέσεις εργασίας που είχαν. Εν μέρει όμως αντανακλά και τις αδυναμίες του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και την ανεπάρκεια δημόσιων πόρων, δηλαδή παράγοντες λόγω των οποίων ένα σημαντικό ποσοστό των φτωχών είναι χαμηλοσυνταξιούχοι και ηλικιωμένα άτομα. Απαιτούνται λοιπόν διαρθρωτικά μέτρα για τη μείωση της ανεργίας, τη διευκόλυνση της πρόσβασης στην αγορά εργασίας και την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης, ιδιαίτερα των γυναικών. Ταυτόχρονα, με δεδομένες τις αδυναμίες του σημερινού συστήματος συντάξεων, πρέπει να προχωρήσει με τον ταχύτερο δυνατό ρυθμό η δημοσιονομική εξυγίανση, ώστε να καταστεί δυνατό να ασκηθεί μια αναδιανεμητική πολιτική μέσω του κρατικού προϋπολογισμού για να στηριχθεί, με παρεμβάσεις τύπου ΕΚΑΣ, το εισόδημα των χαμηλοσυνταξιούχων και γενικά των ηλικιωμένων που έχουν αποσυρθεί από την αγορά εργασίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή